Το 1938, λέει στην Υποτροπή ο φιλόσοφος Μικαέλ Φεσέλ[1], η κεντρώα κυβέρνηση Νταλαντιέ νομοθετεί ένα πρόγραμμα σκληρών οικονομικών μέτρων που καταργούν το 40ωρο, για να «ξαναστρωθεί η Γαλλία στη δουλειά». Η πρόσφατη κρίση δεν έχει ξεχαστεί, η γειτονική Γερμανία πολιτεύεται απρόβλεπτα, η επιστροφή λοιπόν στην «κανονικότητα» επείγει – εξού και η απεργία της ΓΣΕ ενάντια στα διατάγματα Νταλαντιέ καταστέλλεται άγρια. Ενώ, όμως, όλοι ασχολούνται δικαίως με το 40ωρο, λιγότεροι παρατηρούν ότι στα διατάγματα «κρύβεται» μια σειρά μέτρων που αφορούν συγκεκριμένες κατηγορίες του πληθυσμού: ανάπτυξη 1500 συνοριοφυλάκων για την αστυνόμευση αλλοδαπών, σκληρή ποινική μεταχείριση για τους μετανάστες χωρίς χαρτιά, διαδικασίες-εξπρές για την αφαίρεση της ιθαγένειας. Είμαστε στην εποχή που –ας θυμηθούμε τη δικιά μας Καρόλα– τα πλοία Saint-Louis, Flandre και Orduna φτάνουν μέχρι τη Λατινική Αμερική για να σώσουν τους Εβραίους επιβάτες τους από τις διώξεις στην Ευρώπη. Μια γαλλική εφημερίδα, η Le Populaire, αναρωτιέται: τι σχέση έχει το προσφυγικό με τα οικονομικά και κοινωνικά μέτρα της κυβέρνησης Νταλαντιέ; Τι σχέση έχουν τα ατομικά δικαιώματα των ξένων με τα κοινωνικά δικαιώματα όλων όσων ζουν σε γαλλικό έδαφος;

Η αλληλεγγύη στους μετανάστες και τους πρόσφυγες ακολουθεί από τότε –αλλά και σήμερα, χωρίς ίσως να το καταλαβαίνουμε– μια νοερή εξελικτική πορεία: πρώτα να εξασφαλίσουμε τα ατομικά δικαιώματα των μεταναστών, δηλαδή την ελευθερία. Μετά τα πολιτικά (την ιδιότητα του πολίτη). Και στο τέλος, ας ελπίσουμε, τα κοινωνικά: εργασία, κατοικία, φροντίδα υγείας, εκπαίδευση. Το ίδιο εξελικτικά είδαν τα κοινωνικά δικαιώματα στον φιλελεύθερο κόσμο πολλοί μελετητές τους – από τον Μάρσαλ ως τον Χάμπερμας: πρώτα καταργήθηκε η δουλεία (αναγνωρίστηκαν τα ατομικά δικαιώματα)· μετά οι άνθρωποι απέκτησαν (πολιτικό) δικαίωμα να ψηφίζουν και να ψηφίζονται· ε, και στο τέλος βρήκαν άκρη με τη δουλειά, το σπίτι, την υγεία και το σχολείο.

Τα πράγματα, ωστόσο, δεν είναι έτσι. Ιστορικά –για όσο τα κράτη δεν εγγυώνταν τα κοινωνικά δικαιώματα–, γυναίκες, μαύροι, και μεγάλα τμήματα της εργατικής τάξης στην πράξη στερούνταν επίσης την ελευθερία, την ιθαγένεια και τα εκλογικά δικαιώματα. Λογικά, αλλά και στην πράξη, ό,τι θεσμοθετούν σήμερα οι αντιπροσφυγικές και αντιμεταναστευτικές πολιτικές είναι αυτό ακριβώς: την άρνηση των κυβερνήσεων να εγγυηθούν κοινωνικά δικαιώματα – το σπίτι, την υγεία, την εκπαίδευση. Αυτά, είτε θα τα «καλύπτει» στο εξής η αγορά και ο φιλάνθρωπος καπιταλισμός (από τον Γκέιτς ως το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος, μέσω ΜΚΟ). Είτε θα πρέπει, μέσω αναδιανομής, να τα εγγυάται το κράτος. Να τι κρίνεται στην αντιπροσφυγική πολιτική.

Με τους όρους ενός πρώην υπουργού, περισσότερου διορατικού πριν υπουργοποιηθεί: «η πλήρης αναγνώριση πολιτικών και ατομικών δικαιωμάτων για όλες τις κατηγορίες του πληθυσμού, συμπίπτει, κατ’ αρχήν, με την παραχώρηση κοινωνικών δικαιωμάτων και την έλευση του κράτους πρόνοιας (η υπογράμμιση δική μου)»[2]. Για να πάψουν να φοβούνται τις «επικίνδυνες τάξεις», οι κυβερνήσεις τους παραχώρησαν κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα, ιδίως μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο· μέσα από τα κοινωνικά δικαιώματα ήταν που κατοχυρώθηκε και η ελευθερία τους. Σήμερα, που τα κράτη δεν φοβούνται τις «επικίνδυνες τάξεις», στη νομοθεσία για το προσφυγικό και το μεταναστευτικό θεσμοθετούν όλο και περισσότερα εμπόδια για τα κοινωνικά δικαιώματα. Χωρίς όμως εργασία, στέγη και υγεία, η «μοίρα» των νεοεισερχόμενων είναι «αναπόφευκτα» η ανελευθερία τους – η διοικητική κράτηση. Να τι κρίνεται στην αντιπροσφυγική πολιτική – εκτός, φυσικά, από ζητήματα ιδεολογίας ή προπαγάνδας για εσωτερική χρήση.

Η ελληνική περίπτωση είναι διαφωτιστική: Μέχρι το 2016, η φροντίδα υγείας των προσφύγων καλύπτονταν από τις ΜΚΟ: το κράτος απείχε από το να εγγυάται τη φροντίδα υγείας ως κοινωνικό δικαίωμα για όλον ανεξαιρέτως τον πληθυσμό στο έδαφός του. Η αποχή αυτή, εκτός από σήμα προς την «Ευρώπη» ή τους «διακινητές» (μη και γίνει η φροντίδα υγείας «μαγνήτης»), σήμαινε νομιμοποίηση της κυβέρνησης στα μάτια τάξεων και στρωμάτων που ζητούν «πρώτα οι Έλληνες». Πόσο σημαντικό ήταν αυτό, το έδειχνε μια απίθανη δήλωση του Γιάννη Μουζάλα στο Ελληνικό: «Προσπαθούμε να ισορροπήσουμε τα δικαιώματα των προσφύγων με τα δικαιώματα των Ελλήνων. Δεν είμαστε διατεθειμένοι να δεχτούμε παραβίαση των νόμων» (6.2.2019)[3].

Με τον ν.4368 του 2016 θεσπίστηκε δικαίωμα ελεύθερης πρόσβασης «σε ανασφάλιστους και σε ευάλωτες κοινωνικές ομάδες»· όμως, χωρίς προσλήψεις, χωρίς επιπλέον πόρους, χωρίς άρση διοικητικών εμποδίων που θα κατοχύρωναν το κοινωνικό δικαίωμα στην πράξη, αυτό που «έσωζε» τους πρόσφυγες στην πράξη ήταν το να βρεθεί ότι ανήκουν σε κάποια κατηγορία «ευάλωτου πληθυσμού». Μέσα στο 2019 καταργήθηκε ο ΑΜΚΑ. Και ο πρόσφατος εφιαλτικός νέος νόμος της ΝΔ για το προσφυγικό, αφενός μειώνει δραστικά τις κατηγορίες των «ευάλωτων» νεοεισερχόμενων (για να αποκτούν ακόμα λιγότεροι μετανάστες και πρόσφυγες δυνατότητα πρόσβασης σε πλήρη και συνεχή φροντίδα υγείας)· αφετέρου, αρνείται στον αιτούντα άσυλο το δικαίωμα στην εργασία τους πρώτους έξι μήνες (και το αρνείται οριστικά, αν το αίτημά του απορριφθεί σε πρώτο βαθμό). Πώς να μην είναι «μοίρα» η κράτηση;

Εδώ βρισκόμαστε: η νομοθεσία για το προσφυγικό και το μεταναστευτικό, οι απαράδεκτες διαφοροποιήσεις προσφύγων και μεταναστών (ή «ευάλωτων» και μη «ευάλωτων») και η συνεχιζόμενη υποκατάσταση του κράτους από τις ΜΚΟ, δεν είναι απλά ανήθικη ή αυταρχική πολιτική. Είναι πολιτική που ρυθμίζει πόσοι και ποιοι έχουν πρόσβαση στα (κρατικά εγγυημένα) κοινωνικά δικαιώματα. Αυτό το νόημα είχε στη Γαλλία του 1938 η συνύπαρξη κοινωνικών και οικονομικών μέτρων με τα μέτρα για τους μετανάστες και τους πρόσφυγες· το ίδιο νόημα έχει σήμερα η αυτοτελής αντιπροσφυγική πολιτική. Αν δεν κάνουμε τη σύνδεση αυτή, μένουμε να διεκτραγωδούμε τα δεινά των «γυμνών ζωών». Αλλά αυτό είναι περιγραφή των δεινών· πολιτική είναι άλλο πράγμα. Και προϋποθέτει πολιτικές και κοινωνικές συμμαχίες, πιέσεις, δημοσιότητα, ενσώματη κινητοποίηση, κρουστικό λόγο, διάρκεια στη δέσμευση των ανθρώπων.

Όπως ο κρατικός ρατσισμός της δεκαετίας του ’30 στην Ευρώπη, έτσι και ο σημερινός κρατικός ρατσισμός δεν είναι ανίκητος. Καταρχάς, γιατί δεν έρχεται ως απάντηση σε καμιά προσφυγική «κρίση». Στην Ελλάδα, μια χώρα 11 εκατομμυρίων που, παρά την κρίση, ανήκει ακόμα στις Χώρες Υψηλών Εισοδημάτων σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα φτάνουν ακόμα πρόσφυγες και μετανάστες – δηλαδή πολιτικοί και οικονομικοί πρόσφυγες: η άφιξή τους δεν σημαίνει από μόνη της «κρίση». Μια χώρα υψηλών εισοδημάτων, που επιπλέον χρηματοδοτείται αδρά από την Ευρωπαϊκή Ένωση για το προσφυγικό, δεν μπορεί να ισχυρίζεται στα σοβαρά ότι «οι πόροι δεν φτάνουν για όλους», άρα «έξω οι ξένοι, πρώτα οι Έλληνες». Οι 69.214 αφιχθέντες στην Ελλάδα μέσα στο 2019 απλά δεν δικαιολογούν την υστερία των κυβερνώντων και των ΜΜΕ περί νέας «προσφυγικής κρίσης» και κενών «ασφάλειας»· δεν δικαιολογούν, πολύ περισσότερο, τις ρατσιστικές κραυγές του προνοιακού σωβινισμού:

Αφίξεις μέσα στο 2019 (στοιχεία: Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες)

Αιτήσεις και παροχή καθεστώτος προστασίας για το 2018 (στοιχεία: Υπηρεσία Ασύλου, Μάρτιος 2019)

Πυκνότητα προσφύγων ανά 1000 κατοίκους (στοιχεία: Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ/statista 2017)

Ο κρατικός ρατσισμός είναι η απάντηση σε μια τεχνητή «κρίση» που κατασκευάζει το ίδιο το κράτος: όταν εγκλωβίζεις 7.000 πρόσφυγες σε ένα ελληνικό χωριό 7.000 κατοίκων[4], αυτό είναι ο ορισμός της κατασκευασμένης κρίσης. Όταν, παρά τις επιδοτήσεις, φτιάχνεις τη Μόρια, όπως νωρίτερα την Παγανή, αυτό είναι μια κατασκευασμένη κρίση: για να υποφέρουν οι πρόσφυγες, για να πιέζεται η «Ευρώπη», για να ξεσηκώνονται ζητώντας «περισσότερο κράτος» οι ντόπιοι. Η Ελλάδα είναι μια χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης με 11 εκατομμύρια κατοίκους και λίγες δεκάδες χιλιάδες πρόσφυγες χωρίς κοινωνικά δικαιώματα: δεν είναι ο Λίβανος, η Τουρκία ή η Ιορδανία.

Όπως οι ελληνικές κυβερνήσεις, τα κράτη αρνούνται να εγγυηθούν αξιοπρεπή στέγαση και φροντίδα υγείας για τμήματα του πληθυσμού τους – και αυτό συμβαίνει πριν από την έλευση προσφύγων και μεταναστών:

  • Ήδη από τη δεκαετία του ’70, επικρατεί η λογική του «προνοιακού πλουραλισμού»: κοινωνικές υπηρεσίες να παρέχουν πολλοί – και το κράτος, και φιλάνθρωποι ιδιώτες, και οι ΜΚΟ: δηλαδή όλο και λιγότερο το κράτος. Αυτό σημαίνει στην Ελλάδα η δράση, αντί για το κράτος, των Ιδρυμάτων Ωνάση, Μποδοσάκη και Νιάρχου – όπως και η εμπλοκή των ιδιωτών στην υγεία, που μεθοδεύει σήμερα η κυβέρνηση, και δεν αφορά στενά το προσφυγικό.
  • Τα κράτη υιοθετούν μια «υπολειμματική» κοινωνική πολιτική: από τις κρατικά εγγυημένες κοινωνικές υπηρεσίες, θεσμοθετούν κρατική φροντίδα μόνο για (κάποιους) από τους ακραία φτωχούς.
  • Τα κράτη, τουλάχιστον από τη δεκαετία του ’90, κερδοσκοπούν πολιτικά με τον προνοιακό σωβινισμό: εργασία, στέγη, υγεία, σχολείο «πρώτα/μόνο για Έλληνες».

Κάπως έτσι φτάσαμε στα ξερονήσια για τους πρόσφυγες. Αλλά τα ξερονήσια δεν είναι πια απλά «προσφυγικό» ζήτημα: είναι απειλή για όλους. Όπως η Γαλλία το 1938, είμαστε μπροστά σε έναν πρώιμο ελληνικό φασισμό. Δεν έγιναν όλοι οι Έλληνες φασίστες: μεταξύ 2015-6, στην Ελλάδα συμμετείχαν στην έμπρακτη αλληλεγγύη στους πρόσφυγες περίπου 5 εκατομμύρια άνθρωποι. Πρέπει να τους ξαναβρούμε. Ο πρώιμος ελληνικός φασισμός έχει έρθει ήδη για τους πρόσφυγες· όπως και παλιότερα όμως, είναι βέβαιο ότι δεν θα κάνει διακρίσεις.

 

 

[1] Το βιβλίο Υποτροπή. 1938, του Μικαέλ Φεσέλ, πρόκειται να κυκλοφορήσει σύντομα από τις εκδόσεις Πόλις.

[2] Γιώργος Κατρούγκαλος, «Η γενεαλογία των κοινωνικών δικαιωμάτων σε εθνικό και διεθνές επίπεδο», στο: Ν. Αλιπράντη (επιμ.) Τα κοινωνικά δικαιώματα σε υπερεθνικό επίπεδο ανά τον κόσμο, Παπαζήσης, Αθήνα, 2008, σ. 21-32.

[3] Ανάλογα, δυστυχώς, και πιο πρόσφατα από τον Δημήτρη Κουτσούμπα: «Οσο κι αν κανείς μπορεί να κατανοήσει και να εξηγήσει αυτά τα φαινόμενα, βεβαίως πρέπει πάντα να παίρνεται υπόψη στις πολιτικές αποφάσεις το δικαίωμα των ξεριζωμένων από τις χώρες τους που έρχονται θαλασσοπνιγμένοι με τις οικογένειές τους και αναζητούν μια καλύτερη ζωή στην Ευρώπη, έτσι όπως το φαντάζονται, για δουλειά, για να γλιτώσουν από τον πόλεμο, για να γλιτώσουν από τις διώξεις, την ίδια στιγμή όμως πρέπει να παίρνονται υπόψη και οι ανάγκες της ίδιας της κοινωνίας, των Ελλήνων εργαζομένων, που κι αυτοί έχουν σοβαρά προβλήματα».  Βλ. Ριζοσπάστης, 7.11.2019.

[4] Επειδή σκεφτόμαστε και γράφουμε πάντα μέσα σε πλαίσια, η σκέψη αυτή είχε αφορμή το βιβλίο του Νίκου Κουραχάνη Πολιτικές στέγασης των προσφύγων (Τόπος, 2019) και τη συνέλευση-εκδήλωση της Αντιρατσιστικής Πρωτοβουλίας Θεσσαλονίκης ενάντια στα κλειστά κέντρα κράτησης (12.12.2019). Χωρίς τις συλλογικότητες που δρουν και τους ανθρώπους που παρεμβαίνουν, η σκέψη μας θα ήταν πολύ φτωχότερη.