του Δημήτρη Σούλτα

Η προσπάθεια αυτή συνήθως καταλήγει σε φαιδρά αποτελέσματα, όταν δεν δημιουργεί το αντίθετο αποτέλεσμα απ’ αυτό που επιδιώκει ο πολιτικός. Το πρόσφατο παράδειγμα του Δημήτρη Τσουκαλά, ο οποίος μιλώντας για τον θάνατο μετανάστη από ηλεκτροπληξία είπε ότι «σήμερα είχαμε ψητό Μαροκινό» είναι ενδεικτικό πρώτ’ απ’ όλα της αδυναμίας ορισμένων να κατανοήσουν τη διαφορά μεταξύ ιδιωτικού και δημόσιου λόγου. Την σαφέστατη αδυναμία επίσης να κατανοήσουν ποια έκφραση μπορεί να θεωρηθεί προσβολή του νεκρού, ακόμα κι αν αποδεχτούμε ότι δεν ήταν αυτό στις προθέσεις του πολιτικού.

Το επιχείρημα της διαστρέβλωσης από ΜΜΕ, χωρίς να ισχυρίζεται κανείς ότι δεν υπάρχει ως φαινόμενο, δεν μπορεί να είναι η μόνιμη καραμέλα για να δικαιολογήσει κάποιος τα αδικαιολόγητα. Ακόμα κι αν δεχτούμε την θέση του κ. Τσουκαλά περί διαστρέβλωσης πώς ακριβώς θα άκουγε μια δήλωση περί «ψητών Εβραίων» από κάποιον που ήθελε να καταγγείλει τις θηριωδίες των ναζί. Μάλλον εξοργιστικά άστοχη, ακόμα και αν δεν γινόταν με κακή πρόθεση.

Η αγωνία του πολιτικού προσωπικού να χρησιμοποιήσει πιο «λαϊκές» εκφράσεις, πιο πιασάρικες, πιο «επικοινωνιακές» οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην έκπτωση του λόγου σε αναίτια προκλητικές ή παρεξηγήσιμες εκφράσεις, σε έναν λόγο που μιμείται τον λαϊκό, αλλά δεν είναι τέτοιος. Εκτός αν εκπρόσωποι της σημερινής κυβέρνησης θέλουν να μιμηθούν τη φαιδρότητα της «λαϊκότητας» τύπου Γιακουμάτου, που μπορεί να κάνει ευτυχείς διάφορους παρουσιαστές εκπομπών για τον σαματά που προσφέρουν, αλλά είναι πολύ μακριά απ’ αυτό που μπορούμε να ορίσουμε ως ουσιαστικό πολιτικό λόγο, που θα σέβεται τους πολίτες (πόσο μάλλον τους νεκρούς)

Η θητεία πολλών εκ του πολιτικού προσωπικού στα κομματικά ή στα συνδικαλιστικά γραφεία δεν αποτελεί το βιβλιάριο ενσήμων της λαϊκότητάς τους,  ούτε της συμπεριφοράς τους, ούτε του λόγου τους. Το αντίθετο μάλλον. Θολώνει το κριτήριό τους, τους κάνει να μιμούνται τον λαό, αντί να τον υπηρετούν.

Ας αφήσουμε λοιπόν τις ατυχείς εκφράσεις για «ψητούς» ανθρώπους. Με τέτοιο λόγο,  λίγοι είναι πλέον από το εκλογικό σώμα αυτοί που ψήνονται.