Του Μάριου Παπακυριάκου

Παρά την εξαιρετικά ευρεία συναίνεση που επιτεύχθηκε στην ψηφοφορία, κάτι που έτσι και αλλιώς ήταν σπάνιο μέχρι τώρα, οι παρατηρητές της γερμανικής πολιτικής ζωής σημειώνουν το παράδοξο, οι αριστεροί βουλευτές να στηρίζουν την παράταση, για λόγους κυρίως αλληλεγγύης προς τη νέα ελληνική κυβέρνηση, την ακρο-αριστερή σύμφωνα με τα μαίηνστριμ μίντια της Γερμανίας. Την ίδια στιγμή, οι κυβερνητικοί βουλευτές της Γερμανίας παρουσιάζονται συχνά δύσπιστοι ως προς την κυβερνητική πολιτική  στο θέμα αυτό, ακόμα και όσοι την Παρασκευή ψήφισαν υπέρ της τετράμηνης παράτασης, ενώ διαρρέουν τη δυσαρέσκειά τους και σε κάθε ελληνική νύξη για κούρεμα του χρέους.
 
Πρόκειται μεταξύ άλλων για δείγμα έλλειψης εμπιστοσύνης προς την Ελλάδα, όπως φαίνεται και από το επιχείρημα του Βιλς. Ενδεικτικό είναι και το χθεσινό δημοσίευμα της λαϊκιστικής Μπιλντ, στα ελληνικά μάλιστα, που ακόμη και σε όσους προσπαθούν να αποφύγουν αναχρονιστικές συγκρίσεις, θυμίζει ελληνόφωνες γερμανικές ανακοινώσεις άλλων εποχών. Σε αυτό το σχόλιο του Κάι Ντίκμαν, εκφραζόταν η συνηθισμένη κριτική στην πολιτική της παραχώρησης δισεκατομμυρίων από την Ευρώπη στην Ελλάδα, η οποία παρουσιαζόταν κλασικά ως μια χώρα χωρίς δομές, θεσμούς και ανιδιοτελείς πολιτικούς. Συνεπώς, και σε ένδειξη αλληλεγγύης προς τον λαό της Ελλάδας, όπως τονίζεται, ο αρθρογράφος προκρίνει την έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ. Το σχόλιο έφερε αρκετά κλικ για μια ακόμα φορά στην εφημερίδα, επί της ουσίας όμως απηχεί τη δυσπιστία πολλών συντηρητικών Γερμανών ως προς την ελληνική πολιτική ηγεσία.
 
Δεν είναι παράξενο λοιπόν που επέλεξε την Μπιλντ της Κυριακής και το δικό της κοινό ο υπουργός οικονομικών της Γερμανίας, Βόλφγκαγκ Σόιμπλε. Μαζί με τα λόγια αλληλεγγύης και εναντίωσης στην έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ, ο Σόιμπλε προειδοποίησε και πάλι την ελληνική κυβέρνηση για την ανάγκη τήρησης όλων των δεσμεύσεων, προκειμένου να συνεχιστεί η βοήθεια μετά από την τετράμηνη παράταση που παραχωρήθηκε. Όπως τόνισε ο Γερμανός υπουργός, παρά την αλληλεγγύη του, δεν πρόκειται να δεχθεί πιέσεις. Μέσα στη μεγαλοψυχία του, πάντως, ο Σόιμπλε δέχθηκε να δώσει μια ευκαιρία στην ελληνική κυβέρνηση να φτιάξει, για παράδειγμα, ένα αποτελεσματικό φορολογικό σύστημα, επισημαίνοντας ότι αντιλαμβάνεται τις δυσκολίες που έχει μια νέα κυβέρνηση. Συνεχίζοντας την εναλλαγή επαίνων και προειδοποιήσεων, προκειμένου να καθησυχάσει και τους δύσπιστους συντηρητικούς Γερμανούς και να δείξει και το ποιος θεωρεί ότι έχει το πάνω χέρι στις διαπραγματεύσεις που έγιναν και θα επαναληφθούν, ο Σόιμπλε εξήγησε στην ίδια συνέντευξη ότι “το να κυβερνάς είναι ένα ραντεβού με την πραγματικότητα”, ενώ εξέφρασε και την εκτίμησή του για τους Τσίπρα και Βαρουφάκη.
 
Όπως έχουμε μάθει καλά και στη διάρκεια της ευρωπαϊκής κρίσης, βέβαια, υπάρχουν πολλές “πραγματικότητες”, ανάλογα με την οπτική γωνία και τις πολιτικές προτεραιότητες του καθενός. Απομένει να δούμε στο άμεσο μέλλον σε ποια “πραγματικότητα” και με τι τίμημα θα συναντηθεί η νέα ελληνική κυβέρνηση, ανάμεσα στην ανυπομονησία και στις διαφορετικών κινήτρων κριτικές που ήδη διατυπώνονται εντός Ελλάδας (και εντός ΣΥΡΙΖΑ), στις δυσανάλογα μεγάλες προσδοκίες που δημιουργήθηκαν με την εκλογή της σε διάφορους χώρους της Ευρώπης, αλλά και στη δυσπιστία της ευρωπαϊκής δεξιάς.