Σύμφωνα με τα στοιχεία που προκύπτουν, ένα ποσοστό που ανέρχεται στο 44% του δείγματος φέρεται να βιώνει εξαιρετικά αρνητικά συναισθήματα όπως, ανασφάλεια, αγωνία, φόβο, θυμό, αγανάκτηση, απογοήτευση, πίκρα, θλίψη και άγχος ενώ ταυτόχρονα προκύπτει άμεση σύνδεση του βαθμού αυτών των συναισθημάτων με τα χαμηλά εισοδήματα, απογειώνοντας τον αριθμό εκείνων που εμφανίζουν σημάδια κατάθλιψης.

Πτωτική πορεία όμως φέρεται να εμφανίζει και η σωματική υγεία των ελλήνων, με έναν στους τέσσερις να αδυνατούν να λάβουν τη θεραπεία που πρέπει, λόγω οικονομικής αδυναμίας.

Συγκεκριμένα, και με βάση την κλίμακα υγείας και άριστα το 100, ο μέσος όρος των ερωτηθέντων φέρνει την εικόνα στο 74 και πάντα στα χειρότερα επίπεδα υγείας βρίσκονται οι πολίτες με χαμηλά εισοδήματα.

Στο κοινωνικό μέρος της ίδιας έρευνας, περίπου το 1/3 φέρονται να δυσκολεύονται να ανταπεξέλθουν σε λογαριασμούς και χρέη, με την κατάσταση σωματικής υγείας του συγκεκριμένου τμήματος να βρίσκεται κάτω από τον προαναφερθέντα μέσο όρο του 74.

Τα υψηλότερα ποσοστά καλής υγείας, καταγράφονται στην Αττική και στη Θεσσαλονίκη, ενώ τα χειρότερα στα νησιά του Αιγαίου και την Κρήτη, λόγω δυσχερούς πρόσβασης στις Υπηρεσίες Υγείας.

Ταυτόχρονα, καταγράφεται πτώση του επιπέδου της υγείας στις νεαρές ηλικίες, μεταξύ 2011 και 2015.

Όσον αφορά στον αυτοχαρακτηρισμό του επιπέδου υγείας ανά εισοδηματική κατηγορία, όπως ήταν αναμενόμενο, ήταν καλύτερος αναλογικά με το ύψος του εισοδήματος, με εξαίρεση τα άτομα χωρίς «καθόλου εισοδήματα», τα οποία αναφέρουν καλή υγεία. Αυτό το παράδοξο εύρημα αποδίδεται στη νεαρή ηλικία των ατόμων που ανήκουν σε αυτή την εισοδηματική κατηγορία.

Τέλος το 42% των ατόμων που απάντησαν στη έρευνα έχει διαγνωσθεί με χρόνιο νόσημα, οι περισσότεροι από τους μισούς είναι γυναίκες, 2 στους 3 είναι υπέρβαροι και παχύσαρκοι, ενώ 1 στους 5 ασθενείς με χρόνιο πρόβλημα παραμένει καπνιστής -με την αναλογία αυτή να είναι 1 στους 3 για τους ασθενείς με χρόνιο πνευμονολογικό πρόβλημα.

Η μελέτη επιβεβαιώνει, επομένως την υψηλή νοσηρότητα του μεταβολικού συνδρόμου και καταγράφει ότι ένα 59% του δείγματος που έκανε χρήση Υπηρεσιών Υγείας είναι παχύσαρκοι και υπέρβαροι.