Σύμφωνα με τον ΣΕΒ, εάν οι αυξήσεις των μισθών δεν είναι συνεπείς με την πραγματικότητα που διαμορφώνουν παράγοντες όπως το μη μισθολογικό κόστος, η ικανότητα μετασχηματισμού της παραγωγής, το ρυθμιστικό και διοικητικό περιβάλλον, το κόστος χρηματοδότησης, η μακροοικονομική αβεβαιότητα και η λειτουργία «του κράτους δικαίου», τότε αποθαρρύνεται η οικονομική ανάπτυξη.

Όπως αναφέρουν τα στοιχεία του δελτίου, την περίοδο 1995-2010 το ωρομίσθιο στην Ελλάδα εμφάνισε την υψηλότερη αύξηση φτάνοντας στο 142%, ενώ στην ΕΕ28 συνολικά αυξήθηκε κατά 58,6%. Παράλληλα, η  αύξηση της παραγωγικότητας εργασίας την ίδια περίοδο ανήλθε στην Ελλάδα στο 29%, ενώ στην ΕΕ28 στο 25%.

Οι εργασιακές σχέσεις και το «σώσιμο» από τις μειώσεις

Έτσι λοιπόν, σύμφωνα με τον ΣΕΒ, οι δραστικές μειώσεις από το 2010 έως το 2016 έχουν καταφέρει να αποκαταστήσουν  την απώλεια της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της χώρας. «Το μοναδιαίο κόστος εργασίας στη μεταποίηση στην Ελλάδα είναι πλέον το δεύτερο χαμηλότερο στις εξεταζόμενες χώρες. Φαίνεται ότι οι δραστικές μειώσεις στους μισθούς στην Ελλάδα από το 2010 έχουν πλέον αποκαταστήσει την απώλεια της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της χώρας με βάση το κόστος εργασίας την προηγούμενη δεκαπενταετία για το σύνολο της οικονομίας και τη μεταποίηση».

Σχετικά με τα εργασιακά δικαιώματα , ο ΣΕΒ επισημαίνει πως δεν θα πρέπει να επιστρέψουν στα επίπεδα προ κρίσης, καθώς θεωρούν ότι αυτό θα οδηγήσει σε καταστροφή του τομέα αγαθών και υπηρεσιών. «Μια προσπάθεια να νομοθετήσουμε μια επιστροφή στο παρελθόν, να βγούμε από την κρίση μέσω της πόρτας που μας έβαλε σε αυτή διατηρώντας τις δομικές αδυναμίες του παρελθόντος, θα καταστρέψει ό,τι έχει απομείνει όρθιο στη χώρα ως ανταγωνιστικός και βιώσιμος τομέας “διεθνώς εμπορευσίμων” αγαθών και υπηρεσιών».