των Νάντιας Ρούμπου και Θάνου Καμήλαλη

Εδώ και μερικές μέρες, έχει ξεσπάσει ένα μαζικό κύμα αντίδρασης για μία ιστοσελίδα όπου χρήστες αναρτούν ιδιωτικές φωτογραφίες και βίντεο γυναικών, χωρίς φυσικά τα ίδια τα θύματα να το γνωρίζουν. Οι αντιδράσεις έχουν οδηγήσει την ιστοσελίδα να κλείσει, «λόγω κακόβουλων επιθέσεων», την πρόσβαση σε χρήστες με ελληνικές διευθύνσεις. Αλλά η συγκεκριμένη ιστοσελίδα παραμένει προσβάσιμη διεθνώς, ίσως το περιεχόμενό της να βρίσκεται σε κάποια βάση δεδομένων, ενώ φαίνεται ότι ο «αποκλεισμός» της επισκεψιμότητας από ελληνικές διευθύνσεις δεν είναι μετά από παρέμβαση κάποια κρατικής αρχής, όπως της Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος. Παρά το γεγονός ότι οι καταγγελίες στη Δ.Η.Ε φαίνεται να είναι μαζικές, φαίνεται ότι προς το παρόν την πρώτη και όχι αρκετή λύση έδωσε ένας χρήστης που «χάκαρε» την ιστοσελίδα, αναγκάζοντας την να ανεβάζει φωτογραφίες με γατάκια, έτσι ώστε οι φωτογραφίες των γυναικών να εμφανίζονται πιο χαμηλά:

Η ύπαρξη μίας τέτοιας σελίδας, με ειδικό τομέα για την Ελλάδα ανά περιοχή, ακόμα και με πολύ συγκεκριμένη περιγραφή για τις γυναίκες που εικονίζονται, επαναφέρει το ζήτημα της σεξουαλικής κακοποίησης μέσω εικόνας, ή εκδικητικής πορνογραφίας, όπως ονομάζεται και μάλιστα σε ένα πρωτοφανές πλαίσιο, που θα μπορούσε να συγκριθεί με ένα μέσο κοινωνικής δικτύωσης με άτομα που «ανταλλάσσουν» προσωπικές φωτογραφίες γνωστών σε αυτούς γυναικών αλλά και το ζήτημα της αδράνειας των αρχών απέναντι σε κάθε είδους έμφυλης βίας.

Από το «τι φορούσε» στο «γιατί τις έστειλαν»

Οι αντιδράσεις στο θέμα του chatpic ήταν μαζικές, έντονες, αλλά όχι καθολικές. Με αφορμή αυτό, άνοιξε ξανά η κουβέντα για την ενοχοποίηση του γυναικείου σώματος και της γυναικείας σεξουαλικότητας, όπου το γυναικείο σώμα γίνεται συλλογική περιουσία στα χέρια του δημοσιευτή. Όπως σε όλα τα ζητήματα έμφυλης βίας, υπάρχει μία μερίδα που δικαιολογεί την πρακτική, μεταφέροντας παράλληλα την ευθύνη στη γυναίκα – θύμα βίας.

Είναι η ίδια κουβέντα με αυτή που κάναμε όταν γνωστές εφημερίδες δημοσιοποιούσαν προσωπικές στιγμές διάσημων γυναικών στα πρωτοσέλιδα τους, είναι η ίδια κουβέντα με εκείνη που γίνεται όταν κάποιος αναρωτιέται «τι φορούσε» όταν μια γυναίκα βιάζεται. Εξάλλου, δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι τουλάχιστον το 90% των φωτογραφιών που δημοσιεύονται ως revenge porn είναι φωτογραφίες γυναικών. Απλά εν προκειμένω το «τι φορούσε» έγινε «γιατί βγάζει φωτογραφίες το κορμί της» ή «γιατί τις έστειλε». Κοινό συμπέρασμα, δυστυχώς, το «πήγαινε γυρεύοντας».

Έτσι λοιπόν, το δικαίωμα μίας γυναίκας για σεξουαλική αυτοδιάθεση και ηδονή ποινικοποιείται από πολλούς κοινωνικά, με τον ίδιο τρόπο που μία γυναίκα μπορεί να κατακρίνεται για την επιθυμία της για σεξ ή για το ότι επιλέγει να έχει πολλούς συντρόφους. Το στοιχείο του φύλου είναι και εδώ παρόν, καθώς τα ίδια κοινωνικά πρότυπα δεν χρησιμοποιούνται για τους άνδρες που επιλέγουν που στέλνουν, πολλές φορές συνεχόμενα και παραβιαστικά, δικές τους προσωπικές φωτογραφίες σε γυναίκες, χωρίς αυτές να έχουν εκφράσει κανενός είδους συναίνεση.

Η αγέλη και το παζάρι

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, όπως και σε πολλές ακόμα αντίστοιχων ιστότοπων, οι χρήστες φαίνεται να έχουν φτιάξει μια «κοινότητα» που λειτουργεί ως αγέλη απέναντι στις πρώην οικείες τους, δημιουργώντας μεταξύ τους ένα άτυπο παζάρι φωτογραφικού υλικού. «Κάποιος να ανεβάσει περισσότερες φωτογραφίες από την **» ζητά κάποιος σε ανοιχτή συνομιλία που υπάρχει στο σάιτ, ενώ κάποιος άλλος απαντά ότι θα ανεβάσει περισσότερα από εκείνη αν κάποιος άλλος ανεβάσει από μια άλλη συγκεκριμένη.

Μάλιστα, όπως πάντα κάνει η αγέλη, έτσι και εδώ, όταν οι Έλληνες χρήστες κατάλαβαν τη διάσταση που παίρνει στα social media το σάιτ προσπάθησαν να βρουν τρόπο για να «προστατευθούν».

«Τα θύματα πρέπει να βρουν το κουράγιο όταν έχουν τις αποδείξεις»

Το ερώτημα φυσικά είναι τι μπορούμε να κάνουμε; Mιλήσαμε με πρόσωπα που ασχολούνται εκτενώς με τέτοιου είδους υποθέσεις και η πρώτη προτροπή είναι τα θύματα να αναζητήσουν νομικές συμβουλές. Παράλληλα, έχουν τη δυνατότητα να απευθυνθούν στην ιστοσελίδα όπου δημοσιεύτηκε η φωτογραφία και να απαιτήσουν να κατέβει.

«Προφανώς όταν στέλνεις ιδιωτικά μία φωτογραφία σε κάποιον άλλον, αυτό δεν σημαίνει ότι του δίνεις τη δυνατότητα να δημοσιεύσει ή να τη διαχειριστεί όπως θέλει. Την έχεις δώσει για δική του προσωπική χρήση. Η δημοσίευση είναι παράνομη και ποινικό αδίκημα, να το πούμε ξεκάθαρα» εξηγεί o Λευτέρης Χελιουδάκης, δικηγόρος από την ομάδα Ηomo Digitalis, που ασχολείται με την υπεράσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου που χρησιμοποιούν το διαδίκτυο.

Στη συνέχεια έρχεται η δυνατότητα να κινηθεί από το θύμα ποινική διαδικασία κατά του θύτη. Ο δικηγόρος, Βασίλης Σωτηρόπουλος, που συχνά αναλαμβάνει υποθέσεις που αφορούν την προστασία των προσωπικών δεδομένων εξηγεί:

«Το θύμα θέλει προστασία για να κάνει καταγγελία, δεν μπορεί να πάει να δώσει την ταυτότητα του εύκολα και να πει “ξέρετε με έχουν αναρτήσει εκεί κλπ”. Η Δίωξη Ηλεκτρονικού Εγκλήματος δεν μπορεί να κάνει πολλά πράγματα χωρίς την βοήθεια και την σύμπραξη των θυμάτων. Σε τέτοιες υποθέσεις που έχω χειριστεί οι κοπέλες που ήρθαν σε εμένα μου είπαν ότι είναι ο πρώην τους ο οποίος είχε τη φωτογραφία αυτή στο πλαίσιο της σχέσης και δες τη σχετική συνομιλία που φαίνεται αυτό, οπότε το θύμα έχει στοιχεία που μπορεί να οδηγήσει την αστυνομία στο κατώφλι του δράστη για να συλληφθεί και συνεπώς είναι χρήσιμη η καταγγελία όντως για να έχουμε την πλήρη εξάρθρωση αλλά δεν είναι πολύ εύκολη. Είναι δύσκολο το θύμα να μπει σε αυτή τη λογική. Επίσης είναι θέμα περίπτωσης γιατί δεν έχουν όλες αποδείξεις ότι όντως ένας πρώην ή μια πρώην έχει κάνει την ανάρτηση. Μπορεί κάποια να μην έχει κρατήσει τέτοια στοιχεία, να κατηγορήσει κάποιον και να βρεθεί κατηγορούμενη για συκοφαντική δυσφήμιση

Παράλληλα, είναι πάρα πολύ χαμηλές οι αποζημιώσεις που επιδικάζονται στα ελληνικά δικαστήρια. Ξεκινάνε από 8 χιλιάδες ευρώ και έχουμε δει να φτάνουν και μέχρι 20 χιλιάδες αλλά αυτό με πολύ μεγάλο αγώνα και με ακλόνητα στοιχεία ότι ο δράστης ήταν ο συγκεκριμένος και με μεγάλες χρονικές καθυστερήσεις. Τελευταία φορά που δίκασα κάτι τέτοιο ήταν τον Ιανουάριο του 2020 και ακόμα δεν έχει βγει απόφαση, για μια ξεκάθαρη περίπτωση. Τα δικαστήρια επιδικάζουν αποζημιώσεις όταν έχει πλέον όμως ολοκληρωθεί μία έρευνα και όταν δεν υπάρχουν πλέον αμφιβολίες για τον δράστη και τα κίνητρά του».

«Τα θύματα πρέπει να βρουν το κουράγιο όταν έχουν τις αποδείξεις. Μην κάνουν μόνες τους κινήσεις, να πάνε σε έναν ή μια δικηγόρο και να τους συμβουλέψει και εφόσον μπορούν να το διεκδικήσουν να συμπράξουν με τις αρχές για να σταματήσει αυτή η κατάσταση» συμπληρώνει.

Οι αρχές μπορούν (και πρέπει) να παρεμβαίνουν για ιστοσελίδες τύπου Chatpic

Ο αριθμός των ιστότοπων που συνδέονται με εκδικητική πορνογραφία αυξάνεται συνεχώς. Στους ιστότοπους αυτούς οι χρήστες μπορούν να αναρτήσουν εικόνες που συνοδεύονται από προσωπικές πληροφορίες όπως είναι η διεύθυνση του θύματος, ο εργοδότης του και σύνδεσμοι που παραπέμπουν στα διαδικτυακά προφίλ του. Μια ακόμα σχετική τάση με εξίσου καταστροφικές συνέπειες για τα θύματα είναι η ζωντανή αναμετάδοση περιστατικών σεξουαλικής κακοποίησης και βιασμού στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

Όπως εξηγούν οι δικηγόροι, παρά το ότι χρειάζεται να κινηθεί ποινική διαδικασία από το θύμα κατά του δράστη, για περιπτώσεις όπως το chatpic είναι δυνατή και επιβεβλημένη η αυτεπάγγελτη παρέμβαση των αρμόδιων αρχών. «Από πλευράς προστασίας των προσωπικών δεδομένων η δίωξη έχει όντως αυτεπάγγελτη αρμοδιότητα. Δεν χρειάζεται να υπάρχει καταγγελία από κανέναν αλλά το ίδιο το κράτος έχει την εξουσία να παρέμβει και να το ερευνήσει ποινικά. Το πρώτο πράγμα που πρέπει να κάνει η δίωξη είναι να αναζητήσει από τον φορέα που κατοχυρώνει το .org κατευθείαν τις ταυτότητες των ανθρώπων που έχουν κατοχυρώσει το domain name αυτό. Μπορεί να γίνει έρευνα και χωρίς συγκεκριμένη καταγγελία γιατί το θύμα σε αυτές τις περιπτώσεις είναι εξαιρετικά δύσκολο να κάνει καταγγελία» σημειώνει ο Βασίλης Σωτηρόπουλος.

Η «υπερασπιστική γραμμή» από τέτοιες πλατφόρμες είναι ότι μεταφέρουν την ευθύνη αποκλειστικά στον χρήστη. «Υπάρχει ένα σκέλος που το κάνει δύσκολο να υπάρχει μία θεσμική αντίδραση κατά της ιστοσελίδας γιατί το βάρος μεταφέρεται στον χρήστη. Γιατί αυτοί βάζουν τους κανόνες για το περιεχόμενο που επιτρέπεται να ανέβει και παράλληλα δίνουν τη δυνατότητα σε κάποιον τρίτο να ενημερώσει μέσω φόρμας τους υπευθύνους για κάποια δημοσίευση που παραβίασε τους όρους χρήσης, ώστε μεμονωμένα αυτή να κατέβει. Δεν υποχρεούνται δηλαδή να παρακολουθούν την πλατφόρμα για το υλικό, ακόμα και την παιδική πορνογραφία μπορεί να πιάνει αυτό. Η ευθύνη μεταφέρεται στον χρήστη, που άμα προχωρήσει ποινικά η διαδικασία μπορεί να εντοπιστεί» σημειώνει ο Λευτέρης Χελιουδάκης.

«Για μένα και πάλι μιλάμε για αθέμιτη χρήση, δηλαδή με έναν τρόπο πρέπει να υπάρχει ένας έλεγχος. Γιατί παρέχουν το μέσο. Το ότι παρέχω το μέσο και από εκεί και πέρα δεν με ενδιαφέρει τι θα γίνει θεωρώ ότι ποινικά δεν είναι ορθό» σημειώνει για αυτό το σημείο η Ιωάννα Στεντούμη, δικηγόρος που ασχολείται με ζητήματα έμφυλης βίας.

«Δυστυχώς η νομοθεσία το επιτρέπει αυτό, δηλαδή αν με κάποιο τρόπο έχουν κατοχυρώσει να δηλώνει τη νομιμότητα ο χρήστης που ανεβάζει τη φωτογραφία, όπως και στο facebook, μπορεί να το κάνει, μετά υπάρχει η δυνατότητα για report για όποιον έχει ενοχληθεί. Εάν γίνει αυτό δε θα τους πιάσουν ποτέ γιατί υποτίθεται ότι είναι κατοχυρωμένοι με αυτόν τον τρόπο» σχολιάζει ο κ.Σωτηρόπουλος, προσθέτοντας όμως ότι ακόμα κι αν η ιστοσελίδα είναι διεθνής, τα κράτη έχουν τη δυνατότητα να κινηθούν εναντίον της:

«Όταν κάτι γίνεται τόσο συνεχόμενα και τόσο επί σκοπώ για να παραβιάσει την ιδιωτικότητα των ανθρώπων πρέπει τα κράτη να κινούνται από μόνα τους με τις διώξεις ηλεκτρονικού εγκλήματος να συνεργάζονται. Υπάρχει μια ειδική σύμβαση για το θέμα, η σύμβαση για το κυβερνοέγκλημα – της Βουδαπέστης του 2001, που η Ελλάδα την έχει υπογράψει και την έχει κυρώσει με νόμο. Αυτή η σύμβαση λέει ότι οι διώξεις ηλεκτρονικού εγκλήματος οφείλουν να συνεργάζονται μεταξύ τους για την καταπολέμηση του διαδικτυακού εγκλήματος που παραβιάζει προσωπικά δεδομένα. Οπότε οφείλουν να συνεργαστούν οι αστυνομίες μεταξύ τους για να βρουν ποιες χώρες κλπ είναι εμπλεκόμενες και να βρουν τους δράστες»

Από την πλευράς της η κ. Στεντούμη σχολιάζει ότι «υπάρχουν συνεχόμενες τροποποιήσεις για το ηλεκτρονικό έγκλημα, που αφορούν πολιτικά πρόσωπα κλπ, οπότε δεν θεωρώ ότι δεν γίνεται να υπάρξει μία πρόβλεψη και μία τιμωρία τέτοιων πρακτικών. Θεωρώ ότι είναι θέμα προτεραιοτήτων, ειδικά αφού δεν συμβαίνει μόνο στην Ελλάδα. Έχουμε βαρεθεί να ακούμε συνέχεια για ηλεκτρονικό έγκλημα στα πάντα. Ε ας καλυφθεί και αυτό»

Νομοθετικό «κενό» στην Ελλάδα

Η εκδικητική πορνογραφία θεωρείται μεν στην Ελλάδα ποινικό αδίκημα, αλλά όπως σημειώνουν οι δικηγόροι, δεν αντιμετωπίζεται όπως θα έπρεπε. Οι σχετικές διατάξεις που υπάρχουν, για προσβολή της τιμής ή παραβίαση ιδιωτικότητας και προσωπικών δεδομένων «βγάζουν το κομμάτι του έμφυλου στοιχείου, δηλαδή ότι αυτό γίνεται για τιμωρία, για διαπόμπευση, αποτυπώνει μια κοινωνική πρακτική υποβάθμισης του γυναικείου σώματος» τονίζει η Ιωάννα Στεντούμη.

Προσθέτει ότι «οπότε προφανώς, δεν υπάρχει κάποια σοβαρή αντιμετώπιση από την Πολιτεία, με αυστηροποίηση των ποινών και γενικά μία καθιέρωση ποινής ως μορφή συγκεκριμένα βίας. Γιατί αυτό είναι βία, δεν είναι ότι παραβιάστηκε απλά η εικόνα μου όταν έβγαινα από το αμάξι ας πούμε ή απλά σε μία στιγμή που δεν είχα δώσει δικαίωμα. Οπότε αυτό πρέπει να αντιμετωπίζεται ως μορφή βίας με έμφυλο πρόσημο.  Όσο δεν αντιμετωπίζεται έτσι, είναι δυστυχώς αναμενόμενο ότι θα υπάρχει και αυτή η κοινωνική πρακτική. Είναι άλλο να λες κακοποίηση και άλλο να λες προσωπικό δεδομένο, όπως η δημοσιοποίηση κάποιου μηνύματος ας πούμε.»

Το γεγονός ότι «δεν υπάρχει ελληνική νομοθεσία για το revenge porn, ενώ σε άλλες χώρες βεβαίως και υπάρχει» στηλιτεύει και ο κ.Σωτηρόπουλος. «Σε εμάς εφαρμόζουν για τέτοιες περιπτώσεις το άρθρο 67 του νόμου 4624/19 που είναι νόμος για τα προσωπικά δεδομένα γενικά, απλά όταν είναι σεξουαλικό το περιεχόμενο είναι λίγο πιο αυστηρή η ποινή γιατί θεωρείται ευαίσθητο προσωπικό δεδομένο και όχι απλό οπότε είναι λίγο πιο αυστηρό το ποινικό σκέλος».

Όσον αφορά το πώς θα μπορούσε να αλλάξει η νομοθεσία ώστε να καλυφθεί το κενό, η Ιωάννα Στεντούμη υποστηρίζει ότι «για μένα πρέπει να είναι ένα κεφάλαιο που θα αφορά ξεχωριστά την έμφυλη βία και να μπει εκεί η διάταξη. Γιατί οι γυναίκες βιώνουν πολύ έντονα αυτήν την παραβίαση της ιδιωτικότητάς τους και της σεξουαλικής τους αυτοδιάθεσης. Το πλήρες για μένα θα ήταν να μπει μετά το άρθρο 336 του Ποινικού Κώδικα που είναι ο βιασμός. Επίσης, σίγουρα θα ανοιχτεί έτσι περισσότερο στην κοινωνία και θα αντιμετωπιστεί. Η χειρονομία γενετήσιου χαρακτήρα αναφέρεται συγκεκριμένα και τιμωρείται. Δεν γίνεται να μην αναφέρεται συγκεκριμένα η προβολή βίντεο και φωτογραφιών με γενετήσιες πράξεις. Αλλά έστω, να μπει ξεχωριστή παράγραφος στα προσωπικά δεδομένα, ώστε να ξεκαθαρίζεται ότι ιδιαίτερα τα δεδομένα που αφορούν και αποτυπώνουν ιδιαίτερες προσωπικές στιγμές με αποτύπωση σώματος κλπ, να είναι μία επιβαρυντική περίσταση. Έχουμε πέντε υποπεριπτώσεις στο άρθρο 370Α, να μπει και μία έκτη με αυτό».

Σύμφωνα με άρθρο της Άννας Βουγιούκα, ερευνήτριας και εμπειρογνώμονα φύλου του Κέντρου Γυναικείων Μελετών «Διοτίμα», σχετική νομοθεσία σε διεθνές επίπεδο έχουν η Αυστραλία (Βικτώρια), η Ιαπωνία, το Ισραήλ, ο Καναδάς και περισσότερες από 30 πολιτείες των ΗΠΑ, ενώ σε αρκετές χώρες έχει αρχίσει η διαβούλευση για την αναμόρφωση της νομοθεσίας (π.χ. Ισλανδία, Νότια Αφρική κ.λπ.). Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, εξαίρεση αποτελούν το Βέλγιο, η Γαλλία, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Ιταλία και η Μάλτα, ενώ στην Ιρλανδία και στη Σλοβενία έχουν ξεκινήσει προσπάθειες για την αναμόρφωση του ποινικού δικαίου.

Πιο συγκεκριμένα, στο Ηνωμένο Βασίλειο από τον Απρίλιο του 2015 η κοινοποίηση προσωπικών φωτογραφιών ή βίντεο με σεξουαλικό περιεχόμενο η οποία πραγματοποιείται χωρίς τη συναίνεση του εικονιζόμενου και έχει ως σκοπό την αναστάτωση των ατόμων που στοχοποιούνται αποτελεί ποινικό αδίκημα που επισύρει ποινή φυλάκισης έως δύο ετών. Τον Σεπτέμβριο του 2016 ανακοινώθηκε ότι από τη στιγμή που τέθηκε σε ισχύ ο νόμος ασκήθηκε δίωξη σε περισσότερα από 200 άτομα.

Στο μεταξύ, το 2016 η Γαλλία θέσπισε τον νόμο περί ψηφιακής δημοκρατίας, ο οποίος προβλέπει αυστηρότερες κυρώσεις σε βάρος των ατόμων που κρίνονται ένοχοι για εκδικητική πορνογραφία. Βάσει της νέας νομοθεσίας, οι δράστες έρχονται αντιμέτωποι με ποινή φυλάκισης δύο ετών ή με πρόστιμο ύψους 60 000 ευρώ. Παρόμοιες διατάξεις θεσπίστηκαν από ένα γερμανικό δικαστήριο, το οποίο το 2014 χαρακτήρισε παράνομη την αποθήκευση φωτογραφιών σεξουαλικού περιεχομένου πρώην συντρόφου εφόσον η σύντροφος ζητήσει τη διαγραφή τους.

Επιπλέον, οι έρευνες* υπογραμμίζουν το γεγονός ότι οι γυναίκες που πέφτουν θύματα διαδικτυακής βίας δεν αντιμετωπίζονται όπως θα άρμοζε από τις διωκτικές αρχές. Για παράδειγμα, από τα 1.160 περιστατικά εκδικητικής πορνογραφίας που καταγγέλθηκαν τους έξι πρώτους μήνες μετά την ποινικοποίησή της στο Ηνωμένο Βασίλειο, σε ποσοστό 61 % των περιστατικών δεν ασκήθηκε περαιτέρω δίωξη κατά του φερόμενου ως δράστη.

H υπόθεση της Λίνας Κοεμτζή

Η υπόθεση της 21χρονης Λίνας Κοεμτζή είναι μια από τις πιο πρόσφατες υποθέσεις που σκεφτήκαμε συνειρμικά ξεκινώντας την έρευνα για την εκδικητική χρήση ερωτικού υλικού στην Ελλάδα με αφορμή το chatpic. Όπως είχαν μεταφέρει τα περισσότερα μέσα ενημέρωσης τότε, στις 28 Νοεμβρίου του 2016 η Λίνα Κοεμτζή, φοιτήτρια στη Θεσσαλονίκη, βούτηξε στο κενό από τον 9ο όροφο της φοιτητικής εστίας απειλούμενη από κάποιους ότι θα δημοσιεύσουν προσωπικά βίντεο και φωτογραφίες της. Αναζητώντας μερικές παραπάνω πληροφορίες βρήκαμε ότι μόλις πριν λίγους μήνες, στις αρχές του Σεπτέμβρη, αποφασίστηκε να μπει και επίσημα στο αρχείο η υπόθεση για τον θάνατο της.

Μιλώντας με τον δικηγόρο της οικογένειας της, Αντώνη Ξυλουργίδη, καταλάβαμε ότι είναι πολύ περισσότερα αυτά που θα έπρεπε να ξέρουμε για την υπόθεση, αλλά δε τα μάθαμε ποτέ και υπάρχει λόγος για αυτό.

«Με πράξη του εισαγγελέα Εφετών της Θεσσαλονίκης η υπόθεση αρχειοθετήθηκε καθώς θεωρήθηκε ότι δεν υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για εγκληματική ενέργεια. Η υπόθεση ξεκίνησε από το 2016 λίγο πριν τον θάνατο της Γαλήνης είχαν δημοσιοποιηθεί φωτογραφίες της και βίντεο οι οποίες εξέθεταν το σώμα της και είχε υποστεί υπό μια έννοια ένα ανελέητο μπούλινγκ, τόσο από άτομα του κύκλου της, όσο και από κόσμο ο οποίος έλαβε γνώση, μέσω του διαδικτύου. Είναι πολλά τα μηνύματα που βρήκαμε έπειτα στον προσωπικό λογαριασμό της, μηνύματα που την εκφόβιζαν, την απειλούσαν, ζητούσαν περαιτέρω υλικό με την απειλή ότι αν δεν μας στείλεις και άλλες φωτογραφίες θα σου κάνουμε ακόμα μεγαλύτερη διαπόμπευση. Φαίνεται να ζούσε με αυτόν τον βραχνά επί πάρα πολλούς μήνες πριν βρεθεί νεκρή. Αλλά από αυτό το στάδιο είχε ξεφύγει εκείνο το καλοκαίρι του 2016 διότι είχε περάσει το μεγάλο κύμα της πίεσης που της ασκούσαν γνωστοί και άγνωστοι μέσω ψεύτικων λογαριασμών συνήθως. Το υλικό αυτό το χρησιμοποίησε στη συγκεκριμένη περίπτωση όχι κάποιος σύντροφος αλλά κάποιος που υποδυόμενος τον φωτογράφο της υποσχέθηκε ότι θα κάνει μια μεγάλη καριέρα στο μόντελινγκ».

Ο φωτογράφος καταδικάστηκε μεν, ωστόσο όντας 16 ετών στο χρονικό διάστημα που διαπράχθηκε το αδίκημα, αντιμετωπίστηκε ως ανήλικος και του επιβλήθηκαν 120 ώρες κοινωνικής εργασίας. Ο δικηγόρος της αδικοχαμένης κοπέλας σημειώνει ότι το εν λόγω πλαίσιο ποινής ως προς τους ανήλικους είναι εντελώς αναντίστοιχο των πράξεων, καθώς πρόκειται για ποινή επίπληξης. «Οι συγκεκριμένες ποινές πρέπει να αναθεωρηθούν κατά την ταπεινή μου άποψη, γιατί ο έφηβος 16 χρονών σήμερα είναι 20 χρονών για τα δεδομένα των προηγούμενων ετών που ίσχυε αυτό το πλαίσιο. Δυστυχώς το πλαίσιο είναι παρωχημένο και γιαυτό υπάρχει αυτή η ατιμωρησία. Είναι πολύ σκληρές οι στιγμές που ζουν τα γυμνασιόπαιδα εν έτη 2020 αλλά και τα παιδιά δημοτικού. Όσο περισσότερο προχωρά η τεχνολογία τόσο περισσότερο μπλέκονται στα δίχτυα επιτήδειων παιδιά τα οποία ας πούμε έχουν μια χαλαρή αντιμετώπιση ως προς τους κινδύνους του διαδικτύου».

Παρόλα αυτά το κομμάτι της διακίνησης, των απειλών και οτιδήποτε προέκυψε έπειτα, φαίνεται να έμεινε αναπάντητο.  «Βρήκαμε πεντακόσιες σελίδες μηνυμάτων πριν κλείσει το facebook της.  Οι γονείς της όταν ήρθαν σε εμένα οχτώ μήνες μετά τον θάνατο της έλεγαν ότι δεν είναι αυτοκτονία αλλά ανθρωποκτονία. Έτσι ξετυλίχθηκε το κουβάρι. Παρότι βρήκαμε μια κοπέλα η οποία δούλευε μαζί με τη Γαλήνη και μας είπε ότι εκβίαζαν τη Γαλήνη, βρήκαμε αυτόπτη μάρτυρα ο οποίος μόνος του απευθύνθηκε στις αρχές και κατέθεσε, δεν ελήφθησαν σοβαρά υπόψη όλα αυτά. Υπάρχουν πολλά κενά. Δυστυχώς δεν έκαναν τη δουλειά τους όπως έπρεπε οι αρχές. Θεωρώ ότι σε οποιαδήποτε ευνομούμενη χώρα αυτοί οι άνθρωποι θα έπρεπε να ήταν τώρα φυλακή. Δεν νοείται σε έναν χώρο εγκληματικής ενέργειας, ακόμα και αυτοκτονίας, να μην παίρνεις υλικό από τις κάμερες που υπάρχουν κάτω από την εστία. Υπάρχουν δύο τράπεζες [σ.σ. δίπλα από τις φοιτητικές εστίες] και δεν πήραν το υλικό. Δεν πήραν το βιβλίο εισερχομένων – εξερχομένων της εστίας. Γιατί δεν το πήραν; Γιατί απλά δεν τηρούνταν. Υπάρχουν απίστευτα κενά τα οποία αν διερευνηθούν κάποιοι πρέπει να χάσουν τις δουλειές τους».

«Υπάρχει ένας αυτόπτης μάρτυρας να λέει ότι είδε δύο αγνώστους να ψάχνουν το σώμα της – και κανείς δεν λέει ότι έλεγε ψέματα – αν έλεγε ψέματα ας του ασκούνταν μια δίωξη. Ο άνθρωπος έμεινε με τα ερωτήματα του. Όταν άκουσε και αυτός ότι η υπόθεση μπαίνει στο αρχείο με πήρε τηλέφωνο και με ρώτησε γιατί μπαίνει στο αρχείο αφού είπε ό,τι είδε.Υπάρχει και το εξής τραγικό σημείο. Η Γαλήνη εν ζωή μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο Παπανικολάου όπου άφησε την τελευταία της πνοή. Ο αυτόπτης μάρτυρας τη σκέπασε με το μπουφάν του, όταν έψαχναν οι δύο άγνωστοι το στικάκι. Τα είπε όλα αυτά στους αστυνομικούς που έφτασαν στο σημείο δέκα λεπτά μετά το συμβάν και του είπαν φύγε από τη μέση και άσε μας να κάνουμε τη δουλειά μας. Τους είπε ξεκάθαρα “αυτοί οι δύο που ανεβαίνουν στην Εγνατία ήταν πάνω από το σώμα της Γαλήνης” και του είπαν κάντε στην άκρη. Γιατί δεν επιδεικνύουν στον μάρτυρα φωτογραφίες υπόπτων; Ο ίδιος λέει ότι αν δει φωτογραφία θα τον αναγνωρίσει και τον έναν και τον άλλον. Πώς κλείνουν έτσι μια υπόθεση;» αναρωτιέται.

Όπως εξηγεί στη συνέντευξη του στο ΤPP, «Η νόμιμη οδός πλέον εξαντλήθηκε. Πήγαμε μέχρι και τον αντιεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, η μάνα εξέθεσε τους προβληματισμούς της, την ανεπάρκεια έρευνας των αρχών, ζητήσαμε κατά αντιπαράσταση εξέταση, ζητήσαμε αυτοψία εξέταση στον χώρο. Δεν έγιναν δεκτά όλα τα αιτήματα μας. Ζητήσαμε να επιδειχθούν φωτογραφίες στον αυτόπτη μάρτυρα και δεν επιδείχθηκαν ποτέ. Όταν τα ζητάς όλα αυτά, απορρίπτονται και η υπόθεση μπαίνει στο αρχείο είναι προφανές ότι δε θα υπάρχουν στοιχεία».

«Επειδή τυγχάνει να είναι άνθρωποι που στο ψυγείο τους δεν έχουν τα βασικά; Επειδή είναι φτωχοί; Δυστυχώς εκεί οδηγείται ο συνειρμός. Όπου φτωχός και η μοίρα του; Να το πιστέψουμε αυτό;» αναρωτιέται ο δικηγόρος.