Ιδού λοιπόν που επανεκδόθηκε από τις εκδόσεις “Περισπωμένη” η ποιητική μου συλλογή “Σημείο Πετρούπολης”, με επτά σκίτσα του αδερφού μου. Η πρώτη έκδοση είχε πραγματοποιηθεί το 2011 από το περιοδικό “Πλανόδιον”, υπό την τότε διεύθυνση του Γιάννη Πατίλη, και η συλλογή είχε διανεμηθεί κυρίως στους συνδρομητές του περιοδικού. Αυτός ήταν και ο βασικός λόγος για τον οποίο αποφάσισα, μετά και από παραινέσεις φίλων, την επανέκδοση του βιβλίου. Θέλησα να φτάσουν τα ποιήματα σε περισσότερα χέρια, τυπωμένα σε μία εξίσου καλαίσθητη έκδοση όπως ήταν αυτή του “Πλανόδιου” και αποτελώντας, τώρα που η ζωή μου έχει πάρει άλλη ρότα, ένα είδος δωρεάς προς γνωστούς και αγνώστους, κάτι που αφήνει κάποιος πίσω του, ένα είδος διαθήκης καλύτερα, μα με την καθαρά συμβολαιογραφική έννοια του όρου και μακριά από άλλες επάρσεις ή καυχήματα.

Σχετικά με την προέλευση της συλλογής είχα γράψει τότε, μεταξύ άλλων, τα κάτωθι, υπεραμυνόμενος των θεματικών επιλογών μου και προς απάντηση μιας καλοπροαίρετης και υποδειγματικής κριτικής που μου είχε ασκήσει ο Γιάννης Πατίλης: “Η συγκεκριμένη κατάσταση λοιπόν, η συγκεκριμένη καταγωγική συνθήκη του ποιήματος, ήταν οι μέρες και οι ώρες του καλοκαιριού που μετέφραζα για τις εκδόσεις “Ίνδικτος” το «Ταξίδι στην Αρμενία», του Μαντελστάμ. Βρισκόμουν στο Αλεποχώρι, άκουγα το βουητό της θάλασσας, το θρόισμα των πεύκων, τους ήχους των τζιτζικιών, βυθισμένος στα δυσνόητα και απογειωτικά συνάμα ρωσικά του Μαντελστάμ (ρωσικά που ακόμα και οι Ρώσοι αδυνατούσαν να ερμηνεύσουν, όσες φορές τους το είχα ζητήσει), προσπαθώντας να ξεδιαλύνω τι μπορεί να σημαίνει και για ποιον το συγκεκριμένο εγχείρημα, στο συγκεκριμένο περιβάλλον. Αυτό είναι όλο. Τι άλλο μπορώ να πω; Όποιος μπορέσει να μου απαντήσει γιατί είναι ο κόρακας μαύρος ή γιατί ένας πατέρας αγαπάει την κόρη του, τότε θα μπορέσω κι εγώ να απαντήσω γιατί ωθήθηκα να γράψω για την Πετρούπολη και όχι για την Ελλάδα, την ελληνικότητα, το Αιγαίο, τα αγάλματα, την καθημερινότητα, την κοινωνία κ.ο.κ.”.

Η επιθυμία της επανέκδοσης αφορά έναν άνθρωπο που έχει οριστικά αποφασίσει να φύγει από τον παλαιό κόσμο, γνωρίζοντας ταυτοχρόνως ότι το συγκεκριμένο εγχείρημα είναι δυσκατόρθωτο και ενέχει αντιφάσεις, καθώς και ότι η βούλησή του αυτή αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της εποχής στην οποία ανήκει – αν και όχι ως κύρια ή προσδιοριστική συνιστώσα της- και έναντι της οποίας προσπαθεί να αντισταθεί σθεναρά. Η απόφαση της επανέκδοσης ελήφθη επίσης από έναν άνθρωπο που επιθυμεί να ασχοληθεί εφεξής μόνο με έργα των χειρών, ενώ παράλληλα επιζητά να επιστρέψει αποκλειστικά και με ιλιγγιώδη ταχύτητα στις παιδικές του μνήμες, “κάπου στα μάκρη ενός χαμένου κόσμου, κάπου που έχει τόπο ο χρόνος να σταθεί, κάπου που κι ο Θεός έχει πατρίδα”, για να το πω με ελαφρώς παραλλαγμένους ορισμένους στίχους του Ορέστη Αλεξάκη, και ο οποίος καθόλου δεν θεωρεί την ενέργεια αυτή ως στείρα εξιδανίκευση ή ως εξωραϊσμό του παρελθόντος, όπως ισχυρίζονται οι άνθρωποι που θεωρούν ότι στέκονται με σιδερένια πόδια στο παρόν και στοχεύουν μανιωδώς στο μέλλον.

Η έκδοση της ποίησης δεν ήταν ποτέ διαδικασία αυτονόητη, πόσο μάλλον για κάποιον που έχει αποθέσει τη γραφίδα πάνω στο λευκό χαρτί, ήδη από το 2008. Σήμερα ωστόσο υφίσταται ένας ακόμη λόγος για να μην θεωρείται η συγγραφή και η έκδοση της ποίησης πράξη αυτονόητη. Δημιουργείται ένας νέος ανθρωπότυπος για τον οποίο, όπως φαίνεται, η ποίηση δεν πρόκειται να έχει πλέον στο εγγύς μέλλον καμία σημασία και σε κανένα επίπεδο. Είναι πολύ πιθανό ότι σε λίγο στη χώρα μας θα κυκλοφορούν μόνο φορείς τατουάζ, ιδιοκτήτες τραβολογούμενων πέρα-δώθε σκύλων-αντικειμένων και κάτοχοι smartphones με κεκαμμένους αυχένες. Ήδη, μια έστω και εξ αποστάσεως ματιά στις φετινές παραλίες, μεσούσης της πανδημίας, με τη θέα ανέμελων ανθρώπων όλων των ηλικιών στις ξαπλώστρες (με έμφαση στους νέους, τις νέες και τα τετράπαχα παιδιά) να προσπαθούν ν’ αποδιώξουν τις Ερινύες με αποκαμωμένες και νευρικές κινήσεις των δαχτύλων πάνω στην καταβαραθρωτική στιλπνότητα μιας οθόνης, καθιστά την παρατήρηση του Σεφέρη για το “πόσο αφύσικο είναι να διαβάζει κανείς ένα βιβλίο δίπλα στη θάλασσα” καθαρά ανεπίκαιρη ή, ορθότερα, διπλά επίκαιρη επί τα χείρω. Το αυτό ισχύει και για τον ισχυρισμό του ίδιου ποιητή πως “όταν βλέπεις έναν άνθρωπο με τατουάζ, έχει πάντα μια ενδιαφέρουσα ιστορία να σου πει”. Παράταιρη φαίνεται να καθίσταται και η ευχή του Ελύτη για το πόσο πολύ αξίζει τον κόπο “η μελλοντική προσπάθεια ανεύρεσης της μικρής Σθενελαΐδος, έστω και μέσα από τις οθόνες των ηλεκτρονικών υπολογιστών”. Φαίνεται πως για πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας, και με δεδομένη την επικράτηση μιας τεχνολογίας που προάγει την αιχμαλωσία του βλέμματος και την απώλεια της συγκέντρωσης, η ερμηνεία και η κατανόηση ό,τι καινούργιου γίνεται και δημιουργείται με καταιγιστικούς ρυθμούς απαιτεί εξωπολιτισμικά εργαλεία και μέσα. Κάτι τριζοβολά και βγάζει σπίθες γύρω μας, όπως μια λεπίδα που μόλις έχει αγγίξει την ακονόπετρα, στα όρια της αντιληπτικής μας ικανότητας και των κατορθωμάτων του ανθρώπινου πολιτισμού. Είναι ποτέ δυνατόν να ερμηνεύσουμε τον πολιτισμό με εξωπολιτισμικά εργαλεία; Δεν ξέρω. Όσο υπάρχει η γλώσσα, μάλλον όχι. Λέξεις πάντως και έννοιες, όπως π.χ. αυτές της “μνήμης”, της “ευαισθησίας” ή του “χάσματος των γενεών”, μπροστά στον νέο, ομογενοποιημένο τύπο ανθρώπου που βρίσκεται προ των θυρών, δεν θα έχουν σε λίγο κανένα νόημα. Άλλα θα είναι τα κριτήρια που θα διακρίνουν τους ανθρώπους, κάτι άλλο θα σημαίνουν οι λέξεις “μνήμη” και “ευαισθησία” στο εγγύς μέλλον, ο άνθρωπος θα είναι κάτι άλλο. Με άλλα λόγια, ο τύπος του ανθρώπου με τον οποίον καταπιάστηκε η Αρχαία Τραγωδία βρισκόταν ανάμεσά μας μέχρι πριν λίγο καιρό, τώρα πια όχι. Και είναι κωμικοτραγικό να σκέφτεται κανείς ότι -έτσι φαίνεται τουλάχιστον- όλα τα μεγάλα έργα Τέχνης ανά τους αιώνες έγιναν μόνο και μόνο για να καταστήσουν τον σημερινό άνθρωπο νευρικό σαν ταύρο και δαιμονιζόμενο με τις οθόνες. Ως εάν η πείρα και η ωραιότης να είναι αδύνατον να μεταδοθούν από γενιά σε γενιά, κάτι που σε γενικές γραμμές ισχύει, γεγονός που με τη σειρά του σημαίνει ότι τώρα ο στοχασμός περί του ανθρώπου και της παιδείας, αν μας ενδιαφέρει η συγκεκριμένη διαδικασία, θα πρέπει να πραγματοποιηθεί πάνω σε άλλες βάσεις και με δυσερμήνευτα δεδομένα. Το μόνο σίγουρο είναι ότι η σφαίρα Γη θα συνεχίσει να αιωρείται στο διάστημα, έστω και χωρίς τους ανθρώπους, όσο της το επιτρέπει ο ήλιος, ίσως μέσα στο θειάφι μα οπωσδήποτε σε απόλυτη ισορροπία σύμφωνα με τις απαιτήσεις της εντροπίας. Η προοπτική αυτή είναι η μόνη που με παρηγορεί βαθύτατα και θα πρέπει πάντα να την έχουμε στο μυαλό μας, όντας πλάσματα που, με σχηματικούς όρους αναφορικά με τον χρόνο του ρολογιού της Δημιουργίας, συνιστούμε το δισεκατομμυριοστό του δευτερολέπτου πριν τις δώδεκα.

 

Με αυτές τις μάλλον ζοφερές σκέψεις, θα ήθελα να ευχαριστήσω πολύ τον Σωτήρη Φασούλα για την  έκδοση και τη συνεργασία. Αναμένεται σύντομα η δημοσίευση από την “Περισπωμένη” της διορθωμένης και εμπλουτισμένης έκδοσης της “Φοινικιάς” μου, πάντα στα πλαίσια των επιθυμιών, των προβληματισμών και των σκέψεων που προαναφέρθηκαν.

 

 

 

 

 

Προλογικό

 

 

Στην Πετρούπολη ξανά θ’ ανταμωθούμε

Λες και θάψαμε σ’ αυτή τον ήλιο.

 

ΟΣΙΠ ΜΑΝΤΕΛΣΤΑΜ

 

Δεν έτυχε να είμαι κάτοικός σου

αφανίστηκα αλλού

σε διαφορετικών σελίδων φυλλομέτρημα.

 

Τις μέρες της ευδίας

έβλεπα το πολύ μέχρι την Αίγινα

τα ψάρια που με θρέψαν ήταν άλλα

άλλα τα κωνοφόρα που με τσίμπησαν

άνοιγα το παράθυρο κι ορμούσανε

κρουστά τριαντάφυλλα

περισπωμένες και δασείες

η περατότητα του Υμηττού

ένα νεφέλιο της πλαγιάς του.

 

Οι θάλασσές μου κρύβαν πνεύμονες

οι δικές σου μόνο τρούλους παλιούς

του Ιωάννη της Κρονστάνδης.

 

Δεν έτυχε να είμαι κάτοικός σου

αφανίστηκα αλλού

σε διαφορετικών σελίδων φυλλομέτρημα.

 

Όμως μεθόδευσα κρυφίως τη συγγένεια

και αποφάσισα

με περιέργεια θανάτου

να έρθω να σε βρω.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Царское Село

 

Οι φωνές τιτιβίζουν

σκουφωμένων παιδιών. Οι γονείς

μεριμνούν, τους παρέχουν τα ψίχουλα

της φροντίδας πουλιών.

Ροδομάγουλη αυγή

και ο ήλιος, το φως του εδώ

καθόλου ακάνθινο,

πλαγϊάκτινο.

 

Τα μαυροπούλια στο κλαβιέ

του χιονιού, σονάτα

μόνο για τα μαύρα πλήκτρα,

εξαλείφουν τους ήχους

της γλώσσας μου, όσα μου δόθηκαν ελληνικά

άρχισαν ήδη και ρωσίζουν.

 

Ανάρμοστα ελληνικά του χιονιού, γυμνά

κλαδιά των δέντρων, μοιάζουν

ανεστραμμένες ρίζες, τώρα

τα τρέφει το κρύο

χώμα τ’ ουρανού.

 

Κι οι πικραλίδες, οι σπόροι τους

κάτω απ’ το χιόνι κρύβουν

τη βλαστικότητα του θέρους.

Και ο ήλιος, πάλι, η πυρά του

εδώ ακόμα ανάκουστη.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Οι γέφυρες πάντα

 

πριν αλέκτορα φωνήσαι δις, απαρνήση με τρις

 

ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ, ΙΔ΄72

 

Πρόσεξε τη μεριά που θα βρεθείς

όταν ανοίξουνε οι γέφυρες

υπάρχει κίνδυνος αποκλεισμού

σε όχθες που δεν θέλησες.

 

Στάσου καλύτερα εδώ:

η όχθη τούτη δεν σε καταβάλλει.

 

Απέναντι είναι οι άνθρωποι

που ολοένα σε κοιτούν

μα δίχως να σε βλέπουν

όπως γίνεται πάντα, στις όχθες

της καθημερινότητας, εύκολη πού ’ναι

η άρνηση, ήδη με το δευτέρωμα

λαλιάς του πετεινού

κάμπτεται αμέσως η αντοχή σου

τριτώνει πάντα το κακό της άρνησης

αρνείσαι πως υπήρξες

ποιητής, δηλώνεις πως

αυτά που έγραψες

ανήκουνε σε κάποιον που σου μοιάζει.

 

Στάσου καλύτερα εδώ, στην υψωμένη

γέφυρα μετεωρίζονται

ατρόμητοι οι φανοστάτες, αυτό το τίποτα

που είσαι

γίνεται μάλλον κάτι. Η πόλη

γιορτάζει, η γέφυρα,

που υψώθηκε,

κρατά μέσα στα ρόδα

το βάθος του ορίζοντα.