Στο Πακιστάν οι Ταλιμπάν εκτελούν μαθητές, στην Αυστραλία οι τζιχαντιστές οργανώνουν μακελειό, στις ΗΠΑ ένας τρίτος Μπους ετοιμάζεται για υποψήφιος πλανητάρχης. Ο πλανήτης είναι επικίνδυνο μέρος για να ζει κανείς…
 
Και στην Ελλάδα; Στην Ελλάδα ξεκινάει σήμερα η διαδικασία για την ανάδειξη προέδρου της Δημοκρατίας.
 
Αυτό τώρα δεν είναι απαραιτήτως κακό, αρκεί να το δει κανείς στις πραγματικές του διαστάσεις και μέσα στο πλαίσιο της κρίσιμης συγκυρίας.
 
Αλλά για την προεδρική εκλογή, καλό είναι να βάλουμε μερικά πράγματα στη θέση τους.
 
Καταρχήν, είναι υποκριτές όσοι μιλούν για την ανάγκη να εκλέξουμε «ισχυρό πρόεδρο». Τι ισχυρό πρόεδρο; Στην Ελλάδα ο πρόεδρος της Δημοκρατίας, καλώς ή κακώς, κακώς λέω εγώ, αποψιλώθηκε στα μέσα της δεκαετίας του ’80 από τις περιορισμένες ούτως ή άλλως ρυθμιστικές αρμοδιότητες που είχε έως τότε. Επομένως, ισχυρός δεν μπορεί να είναι. Ειδικότερα στις συνθήκες της κρίσης, τον πρόεδρο τον κατάντησαν φιλιπινέζα των μνημονιακών κυβερνήσεων, να υπογράφει προεδρικά διατάγματα και εξοντωτικούς για την κοινωνία νόμους, χωρίς να έχει ούτε καν το δικαίωμα της αναπομπής τους στη Βουλή. Μοναδικό όπλο που του έχει απομείνει -αν υποτεθεί ότι θα υπήρχε εκ μέρους του τέτοια πρόθεση- είναι η παραίτηση, οπότε βέβαια θα εκατηγορείτο ότι παραβαίνει τον θεσμικό του ρόλο και ότι οδηγεί τη χώρα σε άκαιρες εκλογές θέτοντας σε κίνδυνο την οικονομική και την ευρωπαϊκή της υπόσταση. Αυτά που λένε και τώρα, δηλαδή, εκβιάζοντας την ψήφο των βουλευτών προκειμένου να μη γίνουν εκλογές. Τέρμα, λοιπόν με το επιχείρημα περί «ισχυρού προέδρου».
 
Από ’κει και πέρα, βέβαια, υπάρχει το θέμα της χρησιμοποίησης της προεδρικής εκλογής και της απαιτούμενης αυξημένης πλειοψηφίας, για το μπλοκάρισμα της συνέχισης των μνημονιακών πολιτικών. Να τη πάλι κι εδώ η κατηγορία για παραχάραξη των θεσμών και για κατάχρηση των συνταγματικών προβλέψεων. Πρόκειται βέβαια για την απόλυτη υποκρισία και πάλι. Τόσο η Νέα Δημοκρατία όσο και το ΠΑΣΟΚ έχουν στο πρόσφατο παρελθόν χρησιμοποιήσει τον ίδιο μηχανισμό προκειμένου να οδηγήσουν τη χώρα σε πρόωρες εκλογές ή έχουν απειλήσει να το κάνουν. Για λόγους μάλιστα εμφανώς ιδιοτελείς, δεδομένου ότι δεν είχαν σκοπό να εμποδίσουν καταλυτικές εξελίξεις όπως η περαιτέρω κατεδάφιση του ασφαλιστικού, η επιδείνωση των ήδη ισχνών εργασιακών σχέσεων, η επιβολή νέων φόρων και η συνέχιση των απολύσεων από τον δημόσιο τομέα.
 
Όπως και να ’χει, η θητεία του προέδρου λήγει τώρα και όχι σε ενάμιση χρόνο, οπότε για να συνεχιστούν οι μνημονιακές πολιτικές πρέπει οπωσδήποτε να εκλεγεί πρόεδρος της Δημοκρατίας.
 
Ας δούμε όμως πιο συγκεκριμένα για ποιο θέμα μιλάμε: Ποτέ στο παρελθόν δεν έχει γίνει μια τόσο μεγάλη προεκλογική εκστρατεία, δεν έχει χυθεί τόσο μελάνι και δεν έχουν επιστρατευθεί τόσες απειλές για να επηρεαστεί ένα τόσο περιορισμένο  εκλογικό σώμα. Τι εκλογικό σώμα είναι αυτό; Τριακόσιοι άνθρωποι όλοι κι όλοι.
 
Αλλά ούτε κι αυτό ισχύει. Απ’ αυτούς τους τριακόσιους, η θέση τουλάχιστον 238 (127 από τη ΝΔ, 28 από το ΠΑΣΟΚ, 71 από τον ΣΥΡΙΖΑ και 12 από το ΚΚΕ) θεωρείται απολύτως δεδομένη. Άρα μας μένουν 62, ένα μίνι εκλογικό σώμα από το οποίο η κυβέρνηση φιλοδοξεί να αντλήσει τουλάχιστον 25 ψήφους για να εκλέξει πρόεδρο (πριν από λίγον καιρό μάλιστα έλεγε ότι το θεωρούσε σίγουρο – αλλά δεν το λέει πια). Αλλά κι αυτό δεν είναι ακριβές, αν υπολογίσει κανείς ότι 6 από τους ανεξάρτητους βουλευτές έχουν ρητά δηλώσει ότι θα ψηφίσουν τον κ. Σταύρο Δήμα, ενώ άλλοι 9 έχουν δηλώσει ότι δεν θα τον ψηφίσουν. Απομένουν λοιπόν 47 βουλευτές, από τους οποίους πρέπει να πειστούν να ψηφίσουν τον κ. Δήμα 19.
 
Όλη η φασαρία, λοιπόν, γίνεται γι’ αυτούς τους 47 ανθρώπους! Αυτούς απειλεί ο κ. Γιούνκερ. Γι’ αυτούς ήρθε ο κ. Μοσκοβισί στην Ελλάδα. Σ’ αυτούς απευθύνονται οι προειδοποιήσεις του κ. Σόιμπλε, καθώς και δημοσιεύματα των μεγαλύτερων εφημερίδων και ειδησεογραφικών πρακτορείων του κόσμου. Γι’ αυτούς κάνουν σαματά οι αγορές. Για χάρη τους ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος απεμπολεί τον θεσμικό του ρόλο και μπαίνει στα χωράφια της πολιτικής, αναμασώντας -και μάλιστα σε ασυνήθιστα υψηλούς τόνους- όσα έλεγε ως υπουργός Οικονομικών. Σ’ αυτούς απευθύνεται ο κ. Βενιζέλος λέγοντας ότι δεν θα τους επιτρέψει να ματαιώσουν το έργο του και να εξανεμίσουν τις προσπάθειές του (και φυσικά τις θυσίες του ελληνικού λαού).
 
Και φτάνουμε έτσι στο πιο λεπτό σημείο της όλης ιστορίας. Στα δικαιώματα των Ελλήνων βουλευτών, αυτών των 47 αμφιλεγόμενων, εντέλει, οι οποίοι καλούνται να πάρουν την ευθύνη είτε να εκλέξουν πρόεδρο είτε να οδηγήσουν τη χώρα σε εκλογές – καταστροφικές κατά τη μία άποψη και λυτρωτικές κατά την άλλη.
 
Κατ’ αρχήν δεν θα ήθελα να μιλήσω για αποστασία. Σε ένα τόσο ρευστό πολιτικό σκηνικό όπως το σημερινό, είναι δύσκολο να πεις ποιος διαχωρίζει για λόγους αρχής τη θέση του από το κόμμα με το οποίο εκλέχτηκε, και ποιος για λόγους ιδιοτελείς. Ωστόσο, είναι γεγονός ότι απ’ αυτούς τους 47 οι 34 ανήκουν σε τρία κόμματα: Ανεξάρτητοι Έλληνες, ΔΗΜΑΡ και Χρυσή Αυγή. Τα τρία κόμματα έχουν πάρει σαφείς αποφάσεις, με ομοφωνία ή έστω με μεγάλη πλειοψηφία. Είναι δύσκολο να δεχτείς αποσκιρτήσεις της τελευταίας στιγμής, χωρίς να γίνεις καχύποπτος. Εξίσου καχύποπτος πρέπει να είναι κανείς απέναντι στο ενδεχόμενο να τροποποιήσει την τελευταία στιγμή την άποψή του κάποιο από τα τρία αυτά κόμματα. Πολύ δε περισσότερο που, βάσει της αριθμητικής, θα χρειαζόταν να μετατοπιστεί τουλάχιστον ένα απ’ αυτά προκειμένου να προκύψει ο μαγικός αριθμός 180, μαζί και με αρκετούς από τους εναπομείναντες ανεξάρτητους.
 
Θέλω να πω δυο λόγια και γι’ αυτούς τους τελευταίους. Εντάξει, αποσχίστηκαν από τα κόμματα με τα οποία εκλέχτηκαν και έγιναν ανεξάρτητοι βουλευτές. Φυσικά δεν είναι κανονικοί ανεξάρτητοι βουλευτές, υπό την έννοια ότι δεν εκλέχτηκαν κατεβαίνοντας στις εκλογές με αυτή την ιδιότητα. Εξελέγησαν με κάποιο κόμμα και αργότερα διαφοροποιήθηκαν. Δεν μπορείς εύκολα να τους προσάψεις μομφή γι’ αυτό, κι ούτε είναι σωστό τέτοιου είδους αποσκιρτήσεις να τις κρίνουμε με δύο σταθμά – όταν μας βολεύουν να τις υμνούμε κι όταν δεν μας βολεύει να τις καταγγέλλουμε. Σημειώνω ωστόσο ότι ουδείς εξ αυτών φαίνεται να έκανε τη σκέψη ότι αφού απέκλινε από τις απόψεις του κόμματός του ή, σε μιαν άλλη ανάγνωση, αφού έκρινε ότι το κόμμα του απέκλινε από τις προεκλογικές του δεσμεύσεις, θα μπορούσε να παραιτηθεί και να πάει στο σπίτι του με ήσυχη συνείδηση. Έμειναν εκεί και συνέχισαν να πολιτεύονται κατά το δοκούν, εν ονόματι των ψηφοφόρων που τους εξέλεξαν, αν και αυτή η νομιμοποίηση είναι κάπως αόριστη και νεφελώδης. Αυτόν τον δρόμο επέλεξε ακόμα και ο Σπύρος Λυκούδης, παρά το γεγονός ότι εκείνος εξελέγη χωρίς σταυρό προτίμησης, ως βουλευτής επικρατείας, δηλαδή τοποθετήθηκε στη λίστα κατόπιν επιλογής του Φώτη Κουβέλη ή, έστω, του κομματικού μηχανισμού.
 
Θα μπορούσα να δεχτώ ακόμα και αυτή την οριακή συνθήκη. Εκείνο που θεωρώ αδικαιολόγητο είναι η κολοκυθιά που παίζουν αυτοί οι 13 άνθρωποι τους τελευταίους μήνες, αρνούμενοι με διάφορες προφάσεις να τοποθετηθούν εγκαίρως και ρητά σε ένα τόσο μεγάλο ζήτημα. Ακόμα και τώρα, στο παρά πέντε, άλλος σου λέει ότι θέλω να δω τι θα συμβεί στη Σύνοδο Κορυφής και μετά να αποφασίσω (ώπα, μεγάλε), άλλος ότι θέλει να πειστεί ότι ο κ. Σαμαράς δεν επιθυμεί τις εκλογές, και άλλοι απλώς αφήνουν τα πράγματα να αιωρούνται, λες και θα λάβουν τη θεία φώτιση ή κάποια εντολή των ψηφοφόρων τους την τελευταία στιγμή.
 
Αυτή η καιροσκοπική συμπεριφορά παραπέμπει τον κακοπροαίρετο -ίσως και τον καλοπροαίρετο- παρατηρητή ότι κάτι παίζεται εδώ, κάποια διαπραγμάτευση, ένα ευαίσθητο παρασκήνιο. Και γι’ αυτό δεν φταίει προφανώς κανένας άλλος, παρά ο δικός τους τακτικισμός.
 
Θα ήταν άδικο ωστόσο να μην αναφέρουμε και μιαν άλλη αλήθεια. Οι περισσότεροι από τους βουλευτές που δεν ανήκουν στα τέσσερα κόμματα (Νέα Δημοκρατία, ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ, ΚΚΕ – ενδεχομένως και Χρυσή Αυγή), κατά πάσαν πιθανότητα δεν θα έχουν ελπίδες επανεκλογής σε περίπτωση πρόωρων εκλογών. Το ατομικό τους συμφέρον θα τους υπαγόρευε να εκλέξουν πρόεδρο της Δημοκρατίας, να παραμείνουν επί 16 μήνες στη Βουλή με όποιο όφελος αυτό συνεπάγεται, και ενδεχομένως να διεκδικήσουν κατόπιν και μια θέση στα ψηφοδέλτια των κυβερνητικών κομμάτων. Εάν λοιπόν επιβεβαιωθούν τελικά οι αποχρώσες ενδείξεις και δεν εκλεγεί πρόεδρος της Δημοκρατίας, θα πρέπει να το αναγνωρίσουμε σε όσους εξ αυτών θα αντισταθούν μέχρι τέλους, σε πείσμα του στενού τους συμφέροντος.