Στην Ελλάδα έχουμε συνηθίσει να αναφερόμαστε στον τουρισμό ως τη «βαριά βιομηχανία της χώρας», μεταφράζοντας λίγο λοξά το αγγλικό industry, το οποίο θα μπορούσαμε να αποδώσουμε ορθότερα ως «τομέα», αλλά τότε θα χανόταν το γούστο και η αίγλη. Η βιομηχανία εξάλλου είναι ισχυρή λέξη κι αν κυρίως αναφέρεται στην παραγωγή προϊόντων κι όχι υπηρεσιών, ποιος ασχολείται σοβαρά με μια τέτοια λεπτομέρεια; Εκτός από αυτό, η «βαριά βιομηχανία» είναι μια ονοματική φράση συνυφασμένη με τις ανεπτυγμένες οικονομίες, δηλαδή τις καπιταλιστικές οικονομίες – πρότυπα περασμένων δεκαετιών, όπως η Γερμανία και η Ιαπωνία, που η χρήση της υποδηλώνει ότι -το δίχως άλλο- κάποιος ανήκει σε ένα πανίσχυρο κλαμπ και δεν είναι του πεταμάτου ώστε να κάνει γεωργία και κτηνοτροφία, που τα λες και ξεπερασμένες παραγωγικές ασχολίες…
Αυτό το μικρό λεκτικό παιχνίδι αντανακλά το γεγονός ότι, στο εσωτερικό της χώρας, υπάρχουν ολόκληρες περιοχές και μικροκοινωνίες που έχουν πιστέψει ότι αποτελούν έναν οικονομικό κλάδο παροχής υπηρεσιών, ο οποίος οδηγεί την εγχώρια οικονομία. Είναι όμως έτσι; Και τι ακριβώς σημαίνει άραγε πολύ υψηλό ποσοστό συμβολής του τουρισμού στο γενικό ΑΕΠ μιας χώρας;
Σύμφωνα με τα στατιστικά του 2018 από την Παγκόσμια Τράπεζα, η Ελλάδα κατατάσσεται 27η στον κόσμο στις χώρες όπου ο τουρισμός συμβάλει σημαντικά στο γενικό ΑΕΠ. Το ποσοστό είναι 8.28%. Ακριβώς από πάνω μας ακολουθούν οι εξής πέντε χώρες: Νήσοι Κεϋμάν (8.29%), Αλβανία (9.49%), Ισλανδία (8.63%), Κιριμπάτι (8.66%), Φιλιππίνες (8.70%). Ενώ οι πρώτες πέντε χώρες είναι οι εξής: Μαλδίβες (38.92%), Βρετανικές Παρθένοι Νήσοι (32.96%), Μακάο (28.05%) Αρούμπα (27.64%), Σεϋχέλλες (25.74%).
Τι βλέπει κανείς άραγε από αυτά τα στατιστικά; Εγώ παρατηρώ ας πούμε, ότι οι άνθρωποι, δηλαδή ο καπιταλισμός μασκαρεμένος σε «συνήθειες», έχουν συνδυάσει τους λεγόμενους «εξωτικούς προορισμούς» των πλούσιων με χώρες που δεν είναι ενταγμένες και αναγνωρισμένες σε διεθνές σύστημα όπως ο Ο.Η.Ε. (από τις πέντε πρώτες μόνο οι Μαλδίβες και πρόσφατα οι Σεϋχέλλες είναι αναγνωρισμένα κράτη και μέλη του Ο.Η.Ε.). Επίσης, οι εξωτικοί προορισμοί μαζικού τουρισμού αποτελούν φορολογικούς παραδείσους και χώρες που γενικά η εξαθλίωση των κατοίκων και η διαφθορά δίνει και παίρνει. Οι περισσότερες χώρες από αυτές, αν και δεν έχουμε μετρημένα στατιστικά για όλες τους, εντάσσονται σε ευρύτερες περιοχές με υψηλό δείκτη διαφθοράς στον δημόσιο τομέα (βλ. δείκτη CPIA transparency, accountability, and corruption in the public sector rating). Παράλληλα από τα στοιχεία βλέπουμε ότι έχουν πολύ υψηλό Δείκτη Ανθρώπινης Ανάπτυξης (ΔΑΑ), συνήθως πάνω από 0,900. Αυτό σημαίνει ότι σε ένα ιδανικό σενάριο, αυτές οι χώρες θα οδηγούσαν την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη στην ευρύτερη περιοχή τους. Γιατί όμως δεν είναι έτσι;
Από την Thomas Cook στην Airbnb: Ο μαζικός τουρισμός ως μηχανισμός αναπαράστασης
Η πρόσφατα πτωχευμένη Thomas Cook ξεκίνησε την καριέρα της υπό τον Thomas Cook τον προπάππου (ας πούμε) το 1841, όταν είχε τη φαεινή ιδέα να διοργανώσει οργανωμένες εκδρομές για το κίνημα ενάντια στην κατανάλωση αλκοόλ (Temperance Movement) το οποίο προερχόταν, μεταξύ άλλων, από πρώην αλκοολικούς. Με αυτόν τον τρόπο ο Thomas Cook και κυρίως ο γιος του, ο John Mason Cook, γιγάντωσαν την ιδέα των μαζικών οργανωμένων εκδρομών με θεματικό περιεχόμενο ήδη από τις αρχές του 1870, όπου είχαν οργανωθεί από την εταιρία οι πρώτες μαζικές οργανωμένες εκδρομές στην Ευρώπη και τις Η.Π.Α. Κάτι νέο είχε γεννηθεί και αυτό ήταν ο μαζικός τουρισμός.
Περίπου ενάμιση αιώνα αργότερα, το 2008 θα βγει στη διαδικτυακή σφαίρα η σελίδα airbedandbreakfast.com η οποία είναι η επιχειρηματική ιδέα δυο νεαρών συγκατοίκων από το Σαν Φρανσίσκο των Η.Π.Α. των Brian Chesky και Joe Gebbia. Αυτοί οι τύποι, σύμφωνα με τον δικό τους μύθο, δεν είχαν και πολλά λεφτά να πληρώσουν το πανάκριβο νοίκι τους και αποφάσισαν να βάλουν ένα φουσκωτό στρώμα στο σαλόνι τους και να το νοικιάσουν . Η εταιρία Airbnb ήταν γεγονός και μια νέα σελίδα στο μαζικό τουρισμό και τα αποτελέσματά του στις δυτικές κοινωνίες είναι σήμερα μια μεγάλη συζήτηση.
Πρακτικά, ο Thomas Cook το 1841 και οι Chesky και Gebbia το 2008 έκαναν ακριβώς το ίδιο πράγμα. Ήταν οι πρώτοι που σκέφτηκαν να «περιφράξουν» μια κοινή ιδέα και πρακτική που μέχρι τότε κανείς δεν είχε τοποθετήσει με επιτυχία στην επίσημη οικονομική σφαίρα. Το γιατί αυτοί πέτυχαν και όχι κάποιοι άλλοι δεν απασχολεί το παρόν κείμενο, όμως αξίζει να δούμε ότι πώς ο μαζικός τουρισμός λειτουργεί πρώτα και κύρια ως μηχανισμός αναπαράστασης της πραγματικότητας.
Η ιδέα του τουρίστα ως ρομαντικού περιπλανώμενου που ταξιδεύει από δική του επιλογή και γνωρίζει νέα μέρη εμφανίζεται αρκετά όψιμα στην ιστορία της ανθρωπότητας. Η διάσημη αμερικανίδα ανθρωπολόγος Velene Smith έχει ορίσει τον τουρίστα ως «ένα άτομο που προσωρινά βρίσκεται σε καθεστώς ελεύθερου χρόνου και εθελοντικά επισκέπτεται ένα μέρος μακριά από το σπίτι του με σκοπό να βιώσει μια αλλαγή».
Ο μαζικός τουρισμός, λοιπόν, στηρίχθηκε αρχικά σε μια ανθρώπινη ανάγκη η οποία γινόταν ελεύθερα και ανεμπόδιστα, την οποία ο καπιταλισμός περιέφραξε με γνώμονα τη δημιουργία κέρδους. Η αναπαράσταση της πραγματικότητας που κάνει ο μαζικός τουρισμός βασίζεται στην ιεροποίηση του ελεύθερου χρόνου. Ο μαζικός τουρισμός δημιουργεί μια διάκριση: στη μια πλευρά βάζει ένα καθημερινό «παρόν» που αφορά την εργασία, την οικιακή εργασία και τις καθημερινές υποχρεώσεις σε ένα «εδώ», το οποίο περιλαμβάνει συγκεκριμένους τόπους, όπως είναι ο χώρος εργασίας και το σπίτι. Στην άλλη πλευρά πηγαίνει ένα «εκεί» το οποίο εξωτικοποιείται, είτε αφορά το σπίτι μας στο χωριό, είτε έναν τόπο παιδικών αναμνήσεων, μια ειδυλλιακή παραλία, ακόμα κι έναν τόπο μακρινό.
Για να το κάνει αυτό, ο μαζικός τουρισμός έχει δημιουργήσει διάφορα «τελετουργικά», ένα σύμπαν από μικρές συμβάσεις, όπως ότι τα αεροπλάνα φεύγουν συγκεκριμένες ώρες και πρέπει να τα προλάβει κανείς για να πάει εκεί που θέλει, ότι στο μέρος διαμονής πρέπει κάποιος να προϋπαντήσει τον επισκέπτη (ακόμα κι αν αυτός είναι ο υπάλληλος της ρεσεψιόν ενός ξενοδοχείου) και πάει λέγοντας.
Ο λαγός στο καπέλο: Η εξαφάνιση των εργασιακών σχέσεων
Το πρόβλημα είναι ότι για να δημιουργηθεί αυτό το μαγικό κι εξωτικό «εκεί», ο «τουριστικός τόπος» πρέπει να αποκρύψει και μια σειρά από διάφορες «ενοχλητικές» λεπτομέρειες. Όπως για παράδειγμα, ότι κάποιοι στον τόπο επίσκεψης μένουν όλες τις ημέρες του χρόνου καθώς είναι ο τόπος διαμονής τους. Επίσης, υπάρχουν άνθρωποι που εργάζονται, όπως μας θυμίζει το παλιό, σεξιστικό ανέκδοτο με τον γυναικολόγο και τον μπάρμαν. Κι αυτό είναι ίσως το πιο σημαντικό. Ο μαζικός τουρισμός δημιουργεί μια δική του «αντικειμενική πραγματικότητα»: ότι οι σχέσεις εργασίας στον τουριστικό τομέα πρέπει να διέπονται από μια ιδιαίτερη μορφή υποτέλειας, όπου ο εργαζόμενος στον τουριστικό κλάδο οφείλει να είναι customer-oriented, όπως λένε στη γλώσσα των σύγχρονων μάνατζερ. Η ευχαρίστηση του πελάτη, δηλαδή η διαρκής επιτέλεση μιας μη-κανονικής κανονικότητας, όπου ο τουρίστας προσέρχεται για να φύγει «μακριά από όλα», όσα τον δεσμεύουν στον «κανονικό του χρόνο», είναι μια ιδιότυπη θρησκευτικού τύπου λειτουργία την οποία υπηρετούν οι πιστοί, οι ακόλουθοι και οι ιερουργοί του μαζικού τουρισμού. Στην ελληνική πραγματικότητα αυτό απεικονίζεται στις εργασιακές σχέσεις που βιώνουν οι χιλιάδες εργαζόμενοι στον τουριστικό τομέα και στην πραγματικότητα των τόπων που υπάγονται στην τουριστική ανάπτυξη. Στα καψόνια στο εστιατόριο του Έκτορα Μποτρίνι, στα 1500 ευρώ ενοίκιο που ζητήθηκαν στην Σαντορίνη από αναπληρώτρια εκπαιδευτικό, στο πρόβλημα άδρευσης των ελαιόδεντρων στην περιοχή του Κόστα Ναβαρίνο και στη λειψυδρία στην Πάρο, λόγω των εκτεταμένων δίκτυων από πισίνες και πάει λέγοντας…
Σπάζοντας το θρησκευτικό ταμπού ενάντια στους τουρίστες;
Αν ο μαζικός τουρισμός, όπως τον εμπνεύστηκε ο Thomas Cook πριν δύο αιώνες, μπορεί να παραλληλιστεί στη θρησκευτική του λειτουργία με τον Αγγλικανισμό, καθώς υπήρξε λίγο παραδοσιακός, λίγο προοδευτικός και αρκετά αποτελεσματικός, η τουριστική peer economy τύπου Airbnb είναι η Σαιεντολογία: new age επιστημονικοφάνεια με διάφορους διάσημους κράχτες και στην ουσία υπερκέρδη για λίγους και μια έρημο εξαπατημένων μικρο-ιδιοκτητών.
Η Ελλάδα έχει ήδη ξεπεράσει εδώ και ένα-δυο χρόνια τα όρια αντοχής των επιμέρους τόπων σε σχέση με τη λεγόμενη τουριστική ανάπτυξη. Στην ουσία, η αυξανόμενη εξάρτηση από τον τουρισμό και η προσπάθεια να αυξηθεί η ένταση της εργασίας στο πεδίο αυτό δημιουργεί αντικειμενικές εργασιακές και κοινωνικές ερήμους. Ειδικές οικονομικές ζώνες, όπου θα καθίστανται τυπικά «άνυδρες», εφόσον δεν θα υπάρχουν άλλες λειτουργίες εκτός από τις τουριστικές μικρο-οικονομίες, τόσο ο τουρισμός θα ρίχνει χρήμα για να καλύψει τις ανάγκες τους. Αυτό είναι ισάξιο του να ποτίζει κανείς ένα καρπερό περιβόλι με θαλασσινό νερό.
Παράλληλα, η ιστορία και η εξέλιξη των τόπων που έχουν προσδεθεί πλήρως στην τουριστική οικονομία πρέπει να μας προϊδεάσει για το τί πρόκειται να γίνει στο πολιτικό πεδίο. Μεγαλύτερη τουριστική ανάπτυξη δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς πολιτική και κοινωνική διαφθορά. Στον πυρήνα αυτής της λογικής της ανάπτυξης βρίσκεται μια δύσκολη, συχνά προσωπική σχέση. Αυτή του επισκέπτη-τουρίστα με τον τόπο που επισκέπτεται. Ίσως, τελικά, στην Ελλάδα σήμερα, η «ελληνική φιλοξενία» να είναι περισσότερο βλαπτική για τη χώρα και τους κατοίκους της παρά ωφέλιμη…