#1 Το ζήτημα ανήκει σε δύο επίπεδα που συνυφαίνονται: ένα είναι το περιστατικό, ένα άλλο η δεύτερη ζωή του στον δημόσιο λόγο. Στο πρώτο, αυτό με το οποίο βρίσκεται κανείς αντιμέτωπος είναι πιο περίπλοκο από ό,τι σε συμβάντα του πρόσφατου παρελθόντος. Οι θέσεις των υποκειμένων είναι ασαφείς, αλλάζουν καθοδόν, τίποτα δεν μένει ακίνητο: ο επιτιθέμενος και ο αμυνόμενος, ο ισχυρός και ο ανίσχυρος. Ο ΖΚ ήταν αδύναμος και ευάλωτος από πολλές απόψεις μέχρι την ώρα του φρικτού θανάτου του. Τώρα μια ορισμένη αδυναμία έχει περάσει, με τη μορφή της ηθικής αδυναμίας, στην άλλη πλευρά, παρά την βλακώδη βεβαιότητά της για το αντίθετο. Ταυτιζόμαστε λοιπόν περισσότερο με κάποιο πρόσωπο του συμβάντος μεταφέροντάς το συχνά, με μια βιασύνη που με τρομάζει, στο επίπεδο των ιδεολογικών σχημάτων, των πεποιθήσεων, ή των εικόνων του εαυτού μας. Γιατί σε ό,τι έγινε αποκαλύφθηκε κάτι από το υπόστρωμα της κοινής μας ζωής, την οργή και την κόπωση των αντιστάσεων, αλλά ταυτόχρονα διαφάνηκε μια δική μας επιθυμία να ξεμπερδεύουμε μαζί του, να το τακτοποιήσουμε στη συνείδηση και στα γενικά σχήματά μας.
 
#2 Ενώ έχω στο μυαλό μου περισσότερες εκδοχές του ποιοι ήταν αυτοί οι άνθρωποι και τι συνέβη, σε μια κλίνω. Θεώρησα ανατριχιαστικές τις κουβέντες όσων έκριναν αυτονόητη τη στάση του καταστηματάρχη. Μου έκανε εντύπωση πόσο πολλοί ήταν αυτοί. Έχασα την ψυχραιμία μου όταν έφτασα να διαβάσω ανάρτηση γιατρού που έκρινε δημόσια ποιος αξίζει περίθαλψης και ποιος όχι – σε τέτοιες περιπτώσεις θα έπρεπε, σκέφτομαι, να γίνονται καταγγελίες στον ιατρικό σύλλογο, ή αυτός να παρεμβαίνει από μόνος του. Ισχύει όμως ευρύτερα: διαβάζοντας σχόλια θυμού ή θλίψης έχει κανείς ενίοτε την αίσθηση ότι το περιστατικό εξαφανίζεται μέσα στο γενικό σχήμα. Σαν να το θεωρούμε εύλογο ερήμην των συγκεκριμένων προσώπων, μια ακόμα επιβεβαίωση όσων ήδη ξέρουμε και πιστεύουμε. Ως εάν να μην διακυβεύεται πια στα αλήθεια κάτι, αφού τα πρόσωπα είναι για εμάς καθηλωμένα σε τυποποιημένους ρόλους: πρεζόνια και δολοφόνους, νοικοκυραίους και αποκλίνοντες. Θα είχε σημασία να αντισταθεί κανείς στις πεποιθήσεις και στις ιδεολογικές του θέσεις, ειδικά όταν συμβαίνει κάτι τόσο ισχυρό και αποκαλυπτικό. Όχι για να επιλέξει μια βολική θέση ίσων αποστάσεων, αλλά για να κινηθεί προς μια πιθανώς πιο άβολη. Όπου κανείς πια δεν είναι δικαιωμένος, ούτε μπορεί να δικαιωθεί. Κανείς ασφαλής από μια πραγματικότητα που διαρκώς υπερβαίνει τις δυνάμεις μας και μας εξουθενώνει. Ακόμα και αν οφείλει να υπερασπίζεται ταυτόχρονα μια πάντοτε συγκεκριμένη δικαιοσύνη που διαρκώς επείγει.
 
#3 Έχουμε ξαναδεί εκφράσεις οργής, τις έχουμε συζητήσει ξανά στον δημόσιο χώρο. Αλλά το ξέσπασμα γινόταν ομαδικά και αφορούσε κυρίως υλικά και συμβολικά αντικείμενα. Εκεί όπου οι στόχοι ήταν άνθρωποι, όπως σε περιπτώσεις της ΧΑ για παράδειγμα ή στην Μαρφίν, το έγκλημα ακουμπούσε σε ένα πολιτικό άλλοθι όσο τερατώδες κι αν ήταν. Εδώ έχουμε κάτι διαφορετικό. Που δεν εξαντλείται ούτε στους όρους μιας κοινής απόπειρας κλοπής ή μιας αυτοδικίας, έστω και μόνο διότι έγινε ενώπιον άλλων και με όρο το βλέμμα τους. Δεν είναι καν συνηθισμένο λιντσάρισμα. Βλέπουμε σε ένα βίντεο πιθανώς έναν εισβολέα που έχει μεν καταλάβει υπό μια έννοια τον χώρο, είναι ήδη εντός και κύριός του, αλλά ταυτόχρονα είναι και όμηρος, έχει εγκλωβιστεί, παραπαίει. Και έναν άλλο που βρίσκεται ξαφνικά εκτός, στερημένος των κεκτημένων και, κυρίως, της περίφραξής του (εκτοπισμένος υπό μια έννοια), που αποφασίζει πως το μόνο που του μένει από την κυριαρχία ή το δίκιο του, από το ένα ως το άλλο, είναι η πράξη του να μετατρέψει τον προσωρινά χαμένο χώρο του σε παγίδα εκδίκησης.

Η σωματική βαναυσότητα στο περιστατικό της Ομόνοιας ξεκινάει με μια παράξενη σωματική απόσταση που μοιάζει να την παροξύνει μέσα σε μια ειδική χωροταξία. Ο ΖΚ δεν είναι απτός, σχεδόν δεν έχει σώμα, είναι μόνο ένα φασματικό οπτικό αντικείμενο που δεν κλέβει (πιθανώς) μόνο, αλλά μολύνει με την ίδια του την παρουσία έναν εσωτερικό χώρο που κοιτάζεται έξωθεν, πίσω από την οθόνη μιας βιτρίνας. Ο ΖΚ είναι ξανά πάνω σε μια σκηνή, πολύ διαφορετική αυτή τη φορά. Το τρέκλισμά του, η αδυναμία του, επιτελούν ξανά κάτι στα μάτια εκείνων που τον κοιτάζουν, αλλά τώρα κάτι άσχημο. Εκείνο λοιπόν το φασματικό και μολυσμένο αντικείμενο είναι που δέχεται τη λυσσαλέα επίθεση, αφού ό,τι απειλείται είναι πολύ περισσότερο, πολύ ριζικότερο, από μια περιουσία, η οποία άλλωστε ήδη δεν απειλείται πια τη στιγμή της επίθεσης. Αυτό που κλέβει ο ΖΚ ακόμα και την ώρα που σίγουρα δεν κλέβει πια, είναι κάτι άλλο από αντικείμενα. Κάτι από τα βλέμματα, τους χώρους και τις αποστάσεις που ορίζουν αυτή την κλοπή και αυτή την επίθεση, φέρνει όλη την πόλη παρούσα σε εκείνο το σημείο πύκνωσης.
 
#4 Πάνε αρκετά χρόνια, πλησίαζα με ένα ταξί στην Ομόνοια. Ξαφνικά ο οδηγός αρχίζει να μου μιλάει για κάποιους επιχειρηματίες που θα αγοράσουν κτίρια της περιοχής και, φυσικά, θα φροντίσουν αυτή να ‘καθαρίσει’ και θα ξαποστείλουν άστεγους, πρεζόνια και ζητιάνους μακριά από τη βιτρίνα της Αθήνας. Κάπως έτσι τα είχε πει τότε, πριν την άνοδο της ΧΑ. Στην αρχή αναρωτήθηκα γιατί ταυτιζόταν με τους επιχειρηματίες και όχι με τους άλλους λ.χ. Μετά κατάλαβα το λάθος μου. Μιλούσε έτσι ακριβώς επειδή ταυτιζόταν με τους άλλους, από εκεί πήγαζε το μίσος. Το θυμήθηκα τώρα ξανά, καθώς σκεφτόμουν τι είδε ο καταστηματάρχης μέσα στο μαγαζί του που τον τρόμαξε και τον εξαγρίωσε: τον εαυτό του. Ή ίσως, ακόμα χειρότερα: τον γιο του.
 
#5 Ο ΖΚ πέθανε κατάμονος, ως ο τελευταίος των ανθρώπων. Όσοι τώρα σπεύδουν να τον οικειοποιηθούν για ένα εμείς (ειδικά απέναντι σε ένα εσείς) το οποίο επιπλέον επενδύουν με συλλογικές αξίες, τον τοποθετούν με υπερβολική βιασύνη σε ένα πλαίσιο που ο ίδιος του ο θάνατος, μοναχικός και ακάθαρτος, αυτός ακριβώς για τον οποίο οι ίδιοι τον τιμούν τώρα, αφήνει πολύ μακριά πίσω του. Αυτό το ‘πολύ μακριά’ δεν είναι απλό προϊόν συγκυρίας. Δεν πέθανε ακριβώς ο ακτιβιστής της λοάτκι κοινότητας, ή όχι μόνο αυτός, και αυτό το υπόλειμμα έχει εδώ σημασία. Αν ο καταστηματάρχης ήξερε ποιος ήταν, πιθανώς δεν θά θελε να μπλέξει και θα είχε αντιδράσει αλλιώς. Πέθανε με κλωτσιές ένα πρεζόνι που απέτυχε, ίσως, να κάνει μια κλοπή. Μπορεί μια κοινότητα να σκεφτεί τον εαυτό της με άξονα έναν τέτοιο απόβλητο που πληρώνει όπως πλήρωσε, όχι έναν πλήρως αθώο μάρτυρα, αλλά έναν αδύναμο και κατάμονο άνθρωπο που δεν στερείται πιθανώς μιας κάποιας, απροσδιόριστης ακόμα, ενοχής, έναν ανώνυμο, τελευταίο άνθρωπο; Τα άλλα, όσο κατανοητά, και ενίοτε απαραίτητα, και αν είναι ως αντιδράσεις ανθρώπων που συχνά στιγματίζονται, παραμένουν ανεπαρκή όταν δεν γλιστρούν κάποτε σε ένα αυτάρεσκο ιδίωμα. Ανεπαρκή όχι τόσο γιατί αξιώνεται μια ηθική καθαρότητα, όσο κυρίως γιατί αντλείται ένα ειδικό ‘εμείς’ και η επιβεβαίωσή του από εκεί όπου κανείς καλείται να κάνει το ακριβώς αντίθετο: να σκεφτεί έναν άνθρωπο απογυμνωμένο από κάθε ειδική ταυτότητα, μακριά από κάθε ομοιότητα ή συγγένειά του με εμάς κι επομένως από κάθε πολιτική ή κοινωνική χρησιμότητά του. Μια τέτοια γενναιοδωρία δεν είναι πολιτικός λυρισμός, αλλά ίσως ένα άλλο όνομα για τη δικαιοσύνη.

Ο Ηλίας Παπαγιαννόπουλος διδάσκει πολιτική φιλοσοφία στο πανεπιστήμιο Πειραιώς.