«Δεν θα είμαι στο… debate των παράλληλων μονολόγων» διαμήνυσε ο Νίκος Χατζηνικολάου από την περασμένη Τρίτη, αμέσως μετά την ανακοίνωση πως ο ίδιος θα συμμετάσχει, από την πλευρά των δημοσιογράφων, στο debate της 1ης Ιουλίου, μαζί με την Έλλη Στάη, τη Σία Κοσιώνη, τη Μάρα Ζαχαρέα και τον Αντώνη Σρόιτερ.

Δύο ημέρες αργότερα, ήταν η σειρά της Έλλης Στάη να πάρει δημόσια θέση, καθώς διατυπώνει και εκείνη ενστάσεις για τους όρους διεξαγωγής του «διαλόγου» μεταξύ των πολιτικών αρχηγών, στηλιτεύοντας το γεγονός πως οι δημοσιογράφοι δεν θα μπορούν να επανέλθουν σε ένα ερώτημα, πως οι πολιτικοί δεν θα έχουν το δικαίωμα για απευθείας ερωτήσεις, καθώς και στον περιορισμό των θεματικών ενοτήτων.

Ένα ακόμα πολύ σημαντικό σημείο στο άρθρο – παρέμβαση της δημοσιογράφου του Open, είναι εκείνο που αναφέρεται ευρύτερα στον ρόλο των δημοσιογράφων στη διαδικασία, καθώς εκτός της μομφής για δημοσιογράφους που… εναλάσσουν τον ρόλο τους μεταξύ δημοσιογράφου και πολιτικού, η Ε. Στάη θίγει και το ζήτημα της αντικειμενικότητας και της δημοσιογραφικής ανεξαρτησίας, διερωτώμενη για το μήνυμα που εκπέμπεται στους πολίτες «όταν δημοσιογράφοι με κάθε είδους συγγένεια, κομματική ή άλλη, εμφανίζονται ως εγγυητές του ελεγκτικού μηχανισμού της πολιτικής και των πολιτικών».

Υπενθυμίζεται πως η δημοσιογράφος του ΣΚΑΪ, Σία Κοσιώνη, είναι σύζυγος του δημάρχου Αθηναίων, Κώστα Μπακογιάννη, διατηρώντας συγγένεια με τον Κυριάκο Μητσοτάκη, ενώ η δημοσιογράφος του Star Channel, Μάρα Ζαχαρέα, είναι σύζυγος του πρώην κυβερνητικού εκπροσώπου της κυβέρνησης Καραμανλή και υποψήφιος με τη Νέα Δημοκρατία στις επερχόμενες εκλογές.

Διαβάστε ολόκληρο το άρθρο της Έλλης Στάη

«Περί debate και άλλων δαιμονίων

Πολιτικοί χωρίς διάλογο, δημοσιογράφοι χωρίς ρόλο. Όχι δεν πρέπει να μας αρκεί.

Ας ξεκινήσω με κάτι απλό και καθαρό. Δημοκρατία χωρίς διάλογο, χωρίς ανταλλαγή επιχειρημάτων, ιδεών, προγραμμάτων και σκέψεων δεν υπάρχει. Δημοκρατία χωρίς δημόσιο έλεγχο των λόγων και των πράξεων των πολιτικών προσώπων επίσης δεν υπάρχει.

Βαρετά αυτονόητο; Φαίνεται ότι δεν είναι.

Την Δευτέρα 1η Ιουλίου, οι πολίτες καλούνται να δουν στις τηλεοπτικές τους οθόνες έναν πολιτικό διάλογο ανάμεσα σε πέντε διεκδικητές της πολιτικής εξουσίας. Καλούνται να τους δουν καθιστούς ή όρθιους, αυτό δεν έχει σημασία, θα τους δουν, όμως, με στενό κορσέ σε κάθε περίπτωση. Θα τους δουν να απαντούν κατά μόνας, σε κύκλους ερωτήσεων, με θεματικές ενότητες προκαθορισμένες από αυτούς, κυνηγώντας το χρόνο των 90 δευτερολέπτων και αποδεικνύοντας ότι μπορούν τελικά… να τα καταφέρουν. Σαν άλλο “απαγορευμένο φρούτο”, οι απευθείας ερωτήσεις μεταξύ των πολιτικών αρχηγών απαγορεύονται για ακόμη μια φορά δια ροπάλου.

Το ίδιο σκηνικό θα υπάρχει και στην απέναντι πλευρά. Δημοσιογράφοι όσοι και οι πολιτικοί αρχηγοί (αλήθεια, γιατί τόσοι πολλοί;), στον ίδιο κορσέ, με θεματικές ενότητες ερωτήσεων που τους έχουν επιβληθεί από τα κόμματα, χωρίς τη δυνατότητα ελεύθερης αντίδρασής τους στα απαντώμενα.

Ένα debate χωρίς debate, λοιπόν.

Πολιτικοί χωρίς διάλογο και δημοσιογράφοι χωρίς ρόλο.

Αρκεί κανείς να ρίξει μια ματιά στο τι γίνεται στο εξωτερικό, στις ΗΠΑ ή πιο πρόσφατα στη Μεγάλη Βρετανία με το debate των υποψηφίων για την ηγεσία των Συντηρητικών, και θα καταλάβει πολύ καλά πώς είναι ο διάλογος και ποιοι είναι οι ρόλοι.

Και ας αφήσω τους πολιτικούς στην άκρη, αυτοί άλλωστε προσδιορίζουν αυτούς τους κανόνες.

Στο πλαίσιο του στενού αυτού κορσέ, οι δημοσιογράφοι καλούμαστε από τη διακομματική επιτροπή να επικυρώσουμε με την παρουσία μας μια αποτυχημένη πρακτική. Καλούμαστε να συμμετάσχουμε σε μια διαδικασία ασφυκτική και σχεδόν μηχανική, σε μια πολιτική συζήτηση στον δοκιμαστικό σωλήνα, για τους κανόνες της οποίας ουδέποτε ερωτηθήκαμε, ουδέποτε μας ζητήθηκε να τοποθετηθούμε ή να πούμε την άποψή μας και για την οποία διαθέτουμε μονάχα την επιλογή ενός “ναι” ή ενός “όχι”.

Εάν, λοιπόν, στην πολιτική εξουσία το περιβάλλον ενός “debate χωρίς debate” αρκεί, πρέπει κάποτε να κάνουμε σαφές, με καθε τρόπο και σε κάθε τόνο, ότι για εμάς τους δημοσιογράφους δεν πρέπει να αρκεί.

“Είμαστε αθώοι, λοιπόν, του παιχνιδιού που παίζεται στην πολιτική σκακιέρα;” θα μου πείτε. Σαφέστατα και όχι, δεν είμαστε αμέτοχοι.

Θεμελιώδης αρχή οποιασδήποτε ελεγκτικής διαδικασίας είναι η ανεξαρτησία του ελεγκτή από τον ελεγχόμενο.

Αυτό ακριβώς πρέπει να ισχύει και για τον ελεγκτικό ρόλο που ασκεί η δημοσιογραφία προς την πολιτική εξουσία.

Την τελευταία περίοδο, όμως, βλέπουμε να πολλαπλασιάζεται ένα εξαιρετικά ανησυχητικό φαινόμενο θόλωσης των διαχωριστικών γραμμών μεταξύ δημοσιογραφίας και πολιτικής. Αρκεί κάποιος να ρίξει μια ματιά στα ψηφοδέλτια των δύο μεγάλων κομμάτων. Δεκάδες δημοσιογράφοι που μέχρι πρότινος υπεραμύνονταν της αντικειμενικότητας και της αξιοπιστίας τους εμφανίζονται σήμερα ως υποψήφιοι. Και εάν βεβαίως αποτύχουν στον πολιτικό στίβο, θα επιστρέψουν ασμένως στην… “ανεπηρέαστη” δημοσιογραφία. Δεν είμαι καθόλου βέβαιη ότι το τόσο πληγωμένο επάγγελμά μας αντέχει και άλλη γκρίζα ζώνη.

Ποια ακριβώς δηλαδή αίσθηση αντικειμενικότητας και δημοσιογραφικής ανεξαρτησίας εκπέμπεται προς τον πολίτη, όταν δημοσιογράφοι με κάθε είδους συγγένεια, κομματική ή άλλη, εμφανίζονται ως εγγυητές του ελεγκτικού μηχανισμού της πολιτικής και των πολιτικών;

Μήπως θα έπρεπε, έστω και στο παραπέντε, να γίνει η ανατροπή; Να αποσαφηνιστούν επιτέλους οι ρόλοι και η διαδικασία, μακριά από a la carte σκοπιμότητες, ώστε να μπούμε στο πλαίσιο των κανονικών δεδομένων του ελεύθερου διαλόγου;

Αλλιώς θα ζούμε κάθε φορά την ίδια ασφυκτική διαδικασία, όπου απλώς θα διαλέγουμε το είδος του κορσέ…»