Του Γιάννη Μπαμπούλια

Έκανα πίσω σιγά-σιγά, ξαναπήδηξα το φράχτη, και μπήκα στο αυτοκίνητο. Ήταν η πρώτη φορά στη ζωή μου, που με τραμπούκισε πρόβατο.

Έπρεπε να το περιμένω, φυσικά. Τα σκοτσέζικα πρόβατα, και ειδικά αυτά των Χάϊλαντς, δεν είναι σαν τα άλλα. Δεν υπάρχουν πολλά πρόβατα για χάρη των οποίων χιλιάδες άνθρωποι εκδιώχτηκαν από τα σπίτια τους ώστε τα χωράφια τους να γίνουν βοσκότοποι. Έχουμε να κάνουμε με πρόβατα που έχουν αίμα στις οπλές τους, αδίστακτα.

Φυσικά, είχαν συνεργούς. Πρόκειται για τη γνωστή σε όλους «ιδιωτική πρωτοβουλία». Καθώς περίπου 500 άνθρωποι κατέχουν περίπου τη μισή Σκωτία, εδάφη πάνω στα οποία μένει πολύς κόσμος, είναι λογικό τα συμφέροντα ιδιοκτητών και «νοικάρηδων» να μη συμβαδίζουν πάντα. Τον 18ο και 19ο αιώνα, οι μεγαλο-γαιοκτήμονες, με τη συνδρομή στρατού και αστυνομίας, «εκαθάρισαν» μεγάλα κομμάτια γης, που είχαν παραχωρηθεί σε γεωργούς, για να γίνουν βοσκοτόπια για πρόβατα, καθώς η βιομηχανική επανάσταση έκανε το μαλλί τους πολύτιμο. Οι ντόπιοι φυσικά αντέδρασαν, αλλά το Στέμμα δεν δίστασε να στείλει τακτικό στρατό (εκτός από δεκάδες αστυνομικούς) να συνδράμουν τον εκάστοτε ιδιώτη. Το αποτέλεσμα ήταν χιλιάδες τραυματίες, και αρκετοί νεκροί.

Στο νησί που βρίσκομαι, στο Χάρις, οι ντόπιοι προέρχονται από ακριβώς αυτούς τους διωγμένους. Τον 19ο αιώνα, ο τότε ιδιοκτήτης του νησιού ανάγκασε τους γεωργούς να εγκαταλείψουν την εύφορη και πράσινη ανατολική πλευρά του νησιού και να χτίσουν τα σπίτια τους στην δυτική, ένα τοπίο σχεδόν σεληνιακό, που μετράς εκατοστά χώματος ανάμεσα στα κυρίαρχα γκρίζα βράχια. Εκεί έπρεπε πλέον να βγάλουν τα προς το ζην, όσο η ανατολική πλευρά αφέθηκε ελεύθερη για τα πρόβατα. Ακόμα και σήμερα, τα οικονομικά προβλήματα που έχει δημιουργήσει αυτή η κίνηση είναι άλυτα. Τα νησιά και οι κάτοικοι τους είναι πάμφτωχα, με εξαίρεση το καλοκαίρι και τα χρήματα που φέρνει ο τουρισμός.

Πιο πρόσφατα, ο ιδιοκτήτης του Χάρις έτυχε να είναι καλός. Πολλές ιδιοκτησίες στα Χάιλαντς και στα νησιά βρίσκονται σε καλά ιδιωτικά χέρια. Όμως ένα κίνημα αμφισβητεί την θεωρία του «πεφωτισμένου» ηγέτη/καπιταλιστή/γαιοκτήμονα. Οι κοινότητες των Χάιλαντς αγοράζουν την γη από τους παραδοσιακούς ιδιοκτήτες της και με έργα υποδομής, όπως πράσινη ενέργεια, προσπαθούν να φέρουν έσοδα που θα βοηθήσουν στο ξαναζωντάνεμα των ολοένα και πιο άδειων χωριών τους.

«Δεν έχει σημασία αν είναι καλός ο τωρινός ιδιοκτήτης. Δεν ξέρουμε τι θα είναι ο διάδοχος του ή αν το πουλήσει». Αυτή είναι η λογική των κατοίκων εδώ στο νησί. Ζητούν ανάπτυξη για το καλό της κοινότητας, όχι που θα τραβήξει επιδοτήσεις και εύκολο χρήμα για τον ιδιοκτήτη. Ζητούν να διασφαλίσουν ότι δε θα αναγκαστούν ποτέ ξανά να αφήσουν τα σπίτια τους ώστε να βόσκουν αμέριμνα πρόβατα. Και κάπως έτσι, με δημοκρατικές και ανοιχτές διαδικασίες, στο βορρά της Ευρώπης ανοίγει ο τάφος της «ιδιωτικής πρωτοβουλίας».

Οι άνθρωποι εδώ είναι απαραίτητα αριστεροί ή ριζοσπάστες. Οδηγούνται από μία συγκεκριμένη ανάγκη: την ανάγκη να ελέγχουν το μέλλον τους. Να χρεωθούν οι ίδιοι τα λάθη ή τα κέρδη. Να μη χρειάζεται να παίρνουν την άδεια κάποιου που δεν μένει καν στο νησί για οποιοδήποτε αναπτυξιακό έργο χρειάζεται ο τόπος. Ως ιδιώτης μπορείς έπειτα να ξεκινήσεις πάνω στα εδάφη της κοινότητας ότι επιχείρηση θέλεις, με όρους: να δημιουργεί θέσεις εργασίας για τους ντόπιους, να σέβεται το περιβάλλον και να έχει μακροπρόθεσμο ορίζοντα. Η ιδιωτική πρωτοβουλία υπηρετεί την κοινότητα και όχι μόνο το ατομικό συμφέρον.

Φυσικά, κοιτώντας από το βορρά τα του νότου, μόνο τέτοιου είδους πρωτοβουλίες δεν βλέπουμε. Δεν χρειάζεται να αναφέρω παραδείγματα: οι Σκουριές, το λιμάνι του Πειραιά, το Ελληνικό, το βάρος που πέφτει στην αναξιόπιστη τουριστική βιομηχανία… Δεν υπάρχει σχέδιο που να συμπεριλαμβάνει την κοινωνία. Μόνο ακραίες μορφές εκμετάλλευσης φυσικών και μη πόρων.

Χρειαζόμαστε μία παρόμοια πρωτοβουλία. Δεν είναι μόνο τα εργοστάσια και τα εστιατόρια που έρχονται στον έλεγχο των εργαζομένων σημαντικά. Χρειαζόμαστε σχέδια για μακροπρόθεσμη ανάπτυξη που θα συμπεριλαμβάνει τους εκτός εργασιακού χώρου, που θα ανοίξει διαφορετικούς δρόμους για τις κοινότητες εκτός μεγάλων αστικών κέντρων και που θα αναδείξει άλλες δυνατότητες του τόπου πέρα από το bouzouki/tzatziki.

Δυστυχώς, αυτού του είδους οι πρωτοβουλίες θάφτηκαν από φελλούς τύπου ΓΑΠ, που έκανε την «πράσινη ανάπτυξη» ένα από τα πιο σύντομα ανέκδοτα στην ελληνική γλώσσα. Αυτό όμως δεν πρέπει να μας σταματάει από το να κοιτάζουμε παραπέρα. Ο Γιάννης Μηλιός του ΣΥΡΙΖΑ μου είχε πει σε μία συνέντευξη τον περασμένο Ιανουάριο πως αν γίνουν κυβέρνηση, θα δημιουργήσουν το νομικό πλαίσιο για ανάδειξη τέτοιων πρωτοβουλιών. Είναι το μοναδικό μεγάλο κόμμα που έχει τέτοια «χαρτιά» στην ατζέντα του. Ελπίζω, αν και όποτε τα καταφέρουν, να μην ξεχάσουν αυτήν την υπόσχεση. Αυτό θα που μένει είναι και εμείς να αποφασίσουμε, να ενεργοποιηθούμε, να δούμε τι θέλουμε να γίνει η Ελλάδα.

Πρέπει να τονιστεί στη δημόσια συζήτηση ότι δεν χρειαζόμαστε ιδιώτες σωτήρες και θείους απ’την Αμερική που θα «επενδύσουν» στην Ελλάδα. Χρειάζεται σχέδιο και όραμα. Το ιδιωτικό κεφάλαιο δεν ενδιαφέρεται για τον τόπο, από τη φύση του ψάχνει πάντα για πιο πράσινα λιβάδια. Αν είναι στο συμφέρον του, θα μας αντικαταστήσει με πρόβατα ή θα κάνει εμάς τέτοια. Εμείς οφείλουμε να δούμε πώς θα ξεφορτωθούμε τους νέους κοτζαμπάσηδες. Αλίμονο αν αφήσουμε, στα καλά του καθουμένου, να μας τραμπουκίζουν πρόβατα.