Σε συνέντευξή του στην γερμανική εφημερίδα Neue Passauer Presse, ο Β. Σόιμπλε αναφέρει: «Η ΕΚΤ είναι αρμόδια και για τις 19 χώρες-μέλη της Ευρωζώνης, στις οποίες δυστυχώς υπάρχουν μεγάλες οικονομικές διαφορές. Αν όλες οι οικονομίες ήταν τόσο ισχυρές όσο η γερμανική, τότε σίγουρα το βασικό επιτόκιο θα ήταν διαφορετικό. Εργαζόμαστε ωστόσο προς την γεφύρωση των διαφορών».

Κληθείς μάλιστα να σχολιάσει την κατάσταση σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, ο γερμανός ΥΠΟΙΚ σημειώνει: «Είμαι αισιόδοξος ότι η Γαλλία υπό την προεδρία του Εμανουέλ Μακρόν θα σημειώσει προόδους. Στην Ιταλία βρισκόμαστε στο σωστό δρόμο. Και η Ελλάδα εξελίσσεται καλύτερα από ό,τι πριν από ένα ή δύο χρόνια. Αποδίδουν σήμερα, με μικρά βήματα, καρπούς οι μεταρρυθμίσεις, τις οποίες έπρεπε να αποσπάσουμε από την Αθήνα».

Για την πολιτική των επιτοκίων υποστηρίζει πάντως, ότι «επειδή βελτιώνεται η συνολική οικονομική κατάσταση στην Ευρωζώνη, αλλά και επειδή δεν υφίσταται πια κίνδυνος αποπληθωρισμού, υπάρχουν ενδείξεις από κύκλους του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ ότι σταδιακά θα τερματιστεί η πολιτική του υπερβολικά φθηνού χρήματος. Αυτός θα είναι ο σωστός δρόμος».

Στο ερώτημα αν είναι απαραίτητη η παραμονή του ΔΝΤ στο τρίτο ελληνικό πρόγραμμα προσαρμογής, ο Β. Σόιμπλε υπογραμμίζει: «Το τρέχον πρόγραμμα προβλέπει την συμμετοχή του Ταμείου. Σε περίπτωση που το ΔΝΤ αποφάσιζε να αποχωρήσει, τότε αυτό θα άλλαζε ριζικά το πρόγραμμα και κατά συνέπεια θα απαιτούνταν η ψήφος του γερμανικού κοινοβουλίου. Θεωρώ ωστόσο δεδομένο ότι τα πράγματα θα παραμείνουν όπως αποφασίστηκαν από την Ευρωζώνη, το ΔΝΤ και την ελληνική κυβέρνηση το 2015».