Σε συνέντευξη που παραχώρησε σε ραδιοφωνικό σταθμό της χώρας του, ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε υπεραμύνθηκε της γερμανικής οικονομικής πολιτικής και της οπτικής της χώρας του για την ευρωζώνη.

Στην παρατήρηση ότι η Γερμανία επιτρέπει στον εαυτό της να επικεντρώνεται περισσότερο την ανάπτυξη και λιγότερο τα χρέη, αλλά δεν επιτρέπει το ίδιο στις χώρες του Νότου, απάντησε ότι αυτές βρίσκονται σε μια κατάσταση στην οποία θα πρέπει να μειώσουν τα χρέη τους, τα οποία είναι υπερβολικά, διότι έχουν χάσει την εμπιστοσύνη των αγορών.

Όσον αφορά την έκδοση ευρωομολόγων, ανέφερε: Θα πρέπει να δημιουργήσουμε κανόνες σταθερότητας και ανάπτυξης, τους οποίους οι χώρες δεν θα υπόσχονται μόνο να τους τηρήσουν αλλά και θα τους εφαρμόζουν. Υποσχέσεις ακούσαμε πολλές στο παρελθόν από τις χώρες που έχουν σήμερα πρόβλημα, αλλά όμως δεν τις τήρησαν και για αυτό θα πρέπει να φτιάξουμε τώρα κανόνες. Πιστεύω πως οι προτάσεις του κ. Μπαρόζο κινούνται στη σωστή κατεύθυνση. Παράλληλα, όμως, θεωρώ πως θα πρέπει βραχυπρόθεσμα να υπάρξουν αλλαγές στις συνθήκες. Η γερμανική κυβέρνηση θα καταθέσει σχετικές προτάσεις. Αυτό θα πρέπει να γίνει γρήγορα γιατί δεν έχουμε μήνες καιρό. Θα πρέπει τώρα να ανακτήσουμε την εμπιστοσύνη των αγορών, να ξανακερδίσουμε τους επενδυτές από όλο τον κόσμο, διότι προς το παρόν υπάρχει πρόβλημα στις αγορές ομολόγων πολλών ευρωπαϊκών κρατών, τα οποία θα πρέπει να επαναχρηματοδοτηθούν».

Σε σχέση με το ότι η Γερμανία το 2010 αρχικά είχε πει «όχι» στον μηχανισμό στήριξης για την Ελλάδα και μετά άλλαξε τη γνώμη της και κατά πόσο κάτι τέτοιο θα μπορούσε να επαναληφθεί σήμερα με τα ευρωομόλογα ο Β. Σόιμπλε διευκρίνισε:

«Συγχέετε κάποια πράγματα. Το 2010 είπαμε ότι η Ελλάδα, όπως και άλλες χώρες, θα πρέπει να λύσουν μόνες τους τα προβλήματά τους. Όταν αυτό το κάνουν είναι υποχρέωσή μας και προς το συμφέρον μας να βοηθήσουμε. Τώρα η Ελλάδα θα πρέπει να τηρήσει τις δεσμεύσεις της. Τις τελευταίες εβδομάδες υπήρξαν κάποιες αμφιβολίες και πρέπει να επιμείνουμε ότι δεν μπορούμε να τον αποφύγουμε το δρόμο της προσαρμογής για την Ελλάδα . Για τον λόγο αυτό είναι διαφορετική η κατάσταση απ' ό,τι το 2010».