Από τα βασικά προβλήματα που διαπιστώνει η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (ΑΠΔΠΧ) αναφέρεται στην εστίαση της εικόνας «για τη διαπίστωση πράξεων που εµπίπτουν στους επιδιωκόµενους σκοπούς αφορά µια ειδικότερη και αυτοτελή κατηγορία υποκειµένων των δεδοµένων, καθώς τίθεται πλέον στο στόχαστρο συγκεκριµένο πρόσωπο, προκειµένου να διαπιστωθεί η τέλεση πράξεων που εµπίπτουν στους επιδιωκόµενους σκοπούς».

Όπως εξηγείται, «όταν η εστίαση και η στόχευση συγκεκριµένου προσώπου ή αντικειµένου (π.χ. οχήµατος) που δύναται να οδηγήσει σε ταυτοποίηση αποσκοπεί στη διακρίβωση εγκληµάτων, τότε η πράξη της επεξεργασίας δια της εστίασης της κάµερας φέρει χαρακτηριστικά ποινικοδικονοµικής ανακριτικής πράξης µε όσα συνεπάγεται σε επίπεδο εφαρµογής της οικείας νοµοθεσίας, περιλαµβανοµένων των απαιτούµενων σχετικών εγγυήσεων ελέγχου και επίβλεψης».

Υπογραμμίζεται πως, σε αυτό το πλαίσιο, διαπιστώνεται η απουσία νοµοθετικής πρόβλεψης ορισµού ενός εκπροσώπου ανεξάρτητης και αµερόληπτης διοικητικής αρχής ή δικαστικού/εισαγγελικού λειτουργού που θα αποφασίζει εκ των προτέρων ή θα ελέγχει ή θα επιβλέπει την διαδικασία εστίασης καθώς και τις µεταγενέστερες εξαρτηµένες πράξεις επεξεργασίας (π.χ. επιλογής) του συναφούς υλικού.

Ξεκαθαρίζεται μάλιστα πως η εστίαση της εικόνας δεν επιτρέπεται σε περιπτώσεις κατά τις οποίες δεν έχουν τελεσθεί παράνομες πράξεις. Προβλήματα σημειώνονται ακόμα και στο σημείο που το σχέδιο προλέπει πως «επιτρέπεται η εγκατάσταση και λειτουργία συστηµάτων επιτήρησης σε δηµόσιους χώρους, όταν…υπάρχει ανάγκη ιδιαίτερης προστασίας συγκεκριµένων χώρων, κτιρίων, εγκαταστάσεων ή προσώπων», καθώς τονίζεται πως η σχετική διάταξη «εκφεύγει» των εξουσιοδοτικών διατάξεων του νόμου, ενώ ζητάει να αναδιατυπωθεί η διάταξη και να γίνουν σαφείς οι επιδιωκόμενοι σκοποί.

Η Αρχή θέτει σοβαρούς προβληματισμούς για το προωθούμενο σχέδιο του υπουργείου Προστασίας του Πολίτη, καθώς ξεκαθαρίζει πως από τις διατάξεις του Συντάγματος «δεν προκύπτει η δυνατότητα περιορισµού της έννοιας των δεδοµένων προσωπικού χαρακτήρα µε νοµοθετική πρόβλεψη και άρα ούτε η µείωση του επιπέδου προστασίας του δικαιώµατος του ατόµου στον πληροφοριακό αυτοκαθορισµό του».

Για την εγκατάσταση των καμερών, η Αρχή σημειώνει πως δεν γίνεται ξεκάθαρα μία σειρά από σοβαρά ζητήματα, όπως το ποιος θα αποφασίζει την εγκατάσταση τέτοιων συστημάτων παρακολούθησης, ποιος θα είναι ο χρόνος ενεργοποίησής τους και υπό ποιες προϋποθέσεις, ποιο θα είναι το πρόσωπο που θα λαμβάνει τις σχετικές αποφάσεις και με ποιες εγγυήσεις, με ποια κριτήρια θα αποφασίζεται η επιτήρηση ενός συγκεκριμένου χώρου, αλλά και σημαντικά ζητήματα για την καταγραφή συγκεκριμένων προσώπων, για τα οποία δεν υπάρχει νομοθετική πρόβλεψη ορισμού εκπροσώπου ανεξάρτητης και αμερόληπτης διοικητικής αρχής, όπως δικαστικό ή εισαγγελικός λειτουργός.

Ένα ακόμα σημαντικό σημείο, αυτό για τις φορητές κάμερες και για τον… αστυνομικό κάμερα-ΜΑΤ, τονίζεται πως και πάλι δεν προσδιορίζεται το πρόσωπο που θα αποφασίζει κάτι τέτοιο, καθώς το σχέδιο αναφέρει πως «η λειτουργία φορητών καµερών επιτρέπεται σε κάθε περίπτωση που υπάρχει άµεσος σοβαρός κίνδυνος τέλεσης αξιόποινης πράξης από τις προβλεπόµενες στο άρθρο 3 του παρόντος διατάγµατος». Η Αρχή διαπιστώνει και πάλι απουσία νομοθετικής πρόβλεψης για τον ορισμό εκπροσώπου ανεξάρτητης και αμερόληπτης αρχής ή δικαστικού/εισαγγελικού λειτουργού.

Διαβάστε ακόμα:

Το πιο επικίνδυνο νομοσχέδιο της Μεταπολίτευσης

Συνταγματικά προβληματική η παρακολούθηση δημόσιων συναθροίσεων από «αρμόδια δημόσια αρχή»

Σημαντική είναι και η αναφορά που κάνει η Αρχή στο ζήτημα της επιτήρησης των δημοσίων υπαίθριων συναθροίσεων, διότι συνδέεται με την άσκηση του ατομικού δικαιώματος του συνέρχεσθαι, καθώς και επειδή πολλές φορές, «τα εκδηλούµενα στις συναθροίσεις προσωπικά δεδοµένα εµπίπτουν στην κατηγορία των ειδικών κατηγοριών (ευαίσθητων) δεδοµένων (π.χ. πολιτικές συναθροίσεις)».

Υπό το πρίσµα αυτό, σημειώνει η Αρχή, είναι συνταγµατικά προβληµατικό η εγκατάσταση και λειτουργία συστηµάτων επιτήρησης δηµόσιων συναθροίσεων να ανατίθεται αορίστως σε «αρµόδια δηµόσια αρχή». Θα πρέπει να πρόκειται για δικαστικό/εισαγγελικό λειτουργό που να πληρεί τις προϋποθέσεις της προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας των άρθρων 87 επ. Συντ. Το πρόσωπο αυτό θα πρέπει να είναι αρµόδιο για να κρίνει και εάν υπάρχει κίνδυνος για τη ζωή ή σωµατική ακεραιότητα προσώπου (τελευταίο εδάφιο της παρ. 1).

Μάλιστα, σημειώνεται με νόημα πως εφόσον συντρέχει «απειλή σοβαρής διατάραξης της κοινωνικοοικονοµικής ζωής σε ορισµένη περιοχή» προβλέπεται από τον νόμο για την κατ’ εξαίρεση απαγόρευσης μίας συνάθροισης, και όχι παρακολούθησής της.

Ακόμα, σε άλλο σημείο, υπογραμμίζεται πως η διάταξη του άρθρου που προβλέπει την ακρόαση και καταγραφή δεδομένων ήχου, συνομιλιών δηλαδή σε δημόσιο χώρο, παραβιάζει ευθέως τα ατομικά δικαιώματα, εκτός εάν συντρέχουν συγκεκριμένοι λόγοι που προβλέπονται ήδη από τον νόμο. Τονίζεται ωστόσο πως ακόμα και έτσι, η λήψη και επεξεργασία δεδομένων ήχου «είναι ατελής και αντίθετη προς τις αρχές της νοµιµότητας, αντικειµενικότητας και διαφάνειας που διέπουν την επεξεργασία των δεδοµένων, διότι η πρόβλεψη παροχής αποφασιστικής αρµοδιότητας στην εισαγγελική αρχή δια «σχετικής εντολής ή έγκρισής» της είναι παντελώς αόριστη, αφού δεν προσδιορίζεται ιδίως ποια είναι η καθ’ ύλη αρµόδια εισαγγελική αρχή, ποια είναι η διαδικασία και ο τρόπος παροχής της «σχετικής εντολής» ή της µεταγενέστερης «έγκρισης», ούτε όµως προβλέπεται η διαδικασία καταστροφής των δεδοµένων σε περίπτωση µη έγκρισης της εν λόγω λήψης και επεξεργασίας δεδοµένων ήχου».

Ακόμα πιο ξεκάθαρα, η Αρχή τονίζει πως η εν λόγω διάταξη ως έχει, θα παραβίαζε εκ πλαγίου τις διατάξεις του άρθρου 254 παρ. 1 περ. ε’, 2-6 ΚΠ∆ καθώς θα επιτρεπόταν η ακρόαση και καταγραφή δεδοµένων ήχου για αξιόποινες πράξεις ήσσονος βαρύτητας και µε µειωµένες ουσιαστικές και διαδικαστικές διασφαλίσεις σε σχέση µε τα αντίστοιχα προβλεπόµενα από τον ΚΠ∆, παραβιάζοντας µε τον τρόπο αυτό τις αρχές της νοµιµότητας, αντικειµενικότητας και διαφάνειας που διέπουν την επεξεργασία των δεδοµένων.

«Σε αυτό το πλαίσιο διαπιστώνεται η απουσία νοµοθετικής πρόβλεψης ορισµού ενός εκπροσώπου ανεξάρτητης και αµερόληπτης διοικητικής αρχής ή δικαστικού/εισαγγελικού λειτουργού που θα αποφασίζει εκ των προτέρων ή θα ελέγχει ή θα επιβλέπει την διαδικασία εστίασης καθώς και τις µεταγενέστερες εξαρτηµένες πράξεις επεξεργασίας (π.χ. επιλογής) του συναφούς υλικού. Θα πρέπει εποµένως η εν λόγω διάταξη να καταστεί σαφής και πλήρης, ώστε να τηρούνται οι αρχές που διέπουν την επεξεργασία των δεδοµένων» σημειώνεται σχετικά.

Επίσης, αναφορικά με τη διατήρηση των καταγεγραμμένων δεδοµένων προσωπικού χαρακτήρα φυσικών προσώπων, η Αρχή συμφωνεί επί της αρχής με τις προθεσμίες για διαγραφή τους, 48 ώρες ή 15 ημέρες, ενώ για πρόσωπα «ως ύποπτα µελλοντικής τέλεσης εγκληµάτων» έως δέκα χρόνια. Τονίζεται όμως πως στο σχέδιο του υπουργείου ΠΡΟΠΟ δεν υπάρχει σαφής περιγραφή, ούτε της διαδικασίας διαγραφής τους, ούτε το πρόσωπο που θα είναι υπεύθυνο για αυτήν, ενώ σημειώνεται πως δεν υπάρχουν σχετικές προβλέψεις για τους ανήλικους.

Πάντως, αναφορικά με τους «υπόπτους», τίθενται σοβαρές ενστάσεις, καθώς τονίζεται πως στην «υπό εξέταση διάταξη δεν περιλαµβάνεται κανενός είδους κριτήριο χαρακτηρισµού ενός φυσικού προσώπου ως υπόπτου τέλεσης µελλοντικών εγκληµάτων, το οποίο συνιστά προϋπόθεση συλλογής και διατήρησης των δεδοµένων του, αν και σύµφωνα µε τη νοµολογία του ∆ΕΕ “η διατήρηση των δεδοµένων πρέπει πάντοτε να ανταποκρίνεται σε αντικειµενικά κριτήρια που να αποδεικνύουν τη σχέση µεταξύ των δεδοµένων των οποίων η διατήρηση προβλέπεται και του επιδιωκόµενου σκοπού. Ειδικότερα, οι προϋποθέσεις αυτές πρέπει, στη πράξη, να είναι σε θέση να οριοθετήσουν αποτελεσµατικά την έκταση του µέτρου και, εν συνεχεία, το κοινό το οποίο αυτό αφορά”».

Διαβάστε ακόμα:

Συνδικαλιστικές οργανώσεις αστυνομικών και πυροσβεστών ζητούν την απόσυρση του νομοσχεδίου ποινικοποίησης των διαδηλώσεων

Πολλά τα προβλήματα δεδομένων

Ακόμα, τονίζει πως είναι επιτακτική ανάγκη να διενεργηθεί μελέτη εκτίμησης αντικτύπου στην περίπτωση «συστηματικής παρακολούθησης δημοσίως προσβάσιμου χώρου σε μεγάλη κλίμακα», καθώς και ο ορισμός Υπευθύνου Προστασίας Δεδομένων στην περίπτωση «στην περίπτωση «τακτικής και συστηµατικής παρακολούθησης των υποκειµένων των δεδοµένων σε µεγάλη κλίµακα», χωρίς, όπως σημειώνει, να εξαρτάται η τήρηση των εν λόγω υποχρεώσεων από τα «τεχνικά χαρακτηριστικά» των εν λόγω συστημάτων που επικαλείται το υπουργείο ΠΡΟΠΟ πως θα συλλέγει.

Ξεκαθαρίζεται παράλληλα πως είναι υποχρεωτική η διαμόρφωση καταλόγου «µε τα είδη των πράξεων επεξεργασίας που υπόκεινται στην απαίτηση για διενέργεια εκτίµησης αντίκτυπου σχετικά µε την προστασία δεδοµένων σύµφωνα µε το άρθρο 35 παρ. 4 του ΓΚΠ∆». Ο κατάλογος αυτός καθιστά υποχρεωτική τη διενέργεια εκτίµησης αντικτύπου σε περιπτώσεις συστηµατικής και σε µεγάλη κλίµακα επεξεργασίας για την παρακολούθηση, την παρατήρηση ή τον έλεγχο των φυσικών προσώπων µε χρήση δεδοµένων που συλλέγονται µέσω συστηµάτων βιντεοεπιτήρησης ή µέσω δικτύων ή µε οποιοδήποτε άλλο µέσο σε δηµόσιο χώρο, δηµοσίως προσβάσιµο χώρο ή ιδιωτικό χώρο προσιτό σε απεριόριστο αριθµό προσώπων.

Στη Γνωμοδότηση της Αρχής σημειώνεται ακόμα και ο σκεπτικισμός για τα «συστήματα επιτήρησης» που προτίθεται να χρησιμοποιήσει το υπουργείο Προστασίας του Πολίτη, παράλληλα με την προβληματική παραδοχή πως «καθίσταται δυσχερής η εξαντλητική και περιοριστική απαρίθµηση κάθε είδους και τεχνολογίας συσκευών ή συστηµάτων καταγραφής εικόνας ή και ήχου», παραθέτοντας παραδείγματα όπως κινητές κάμερες ή μη επανδρωμένα αεροσκάφη (drones). Παρά ταύτα, σημειώνεται πως η χρήση τεχνολογικών µέσων επιτήρησης οφείλει να γίνεται τόσο µε σεβασµό στο ειδικό πλαίσιο λειτουργίας των µέσων αυτών, όσο και στη νοµοθεσία για την προστασία των δεδοµένων προσωπικού χαρακτήρα.

Όχι τυχαία, η Αρχή υπογραμμίζει πως τα Συστήματα μη Επανδρωμένων Αεροσκαφών έχουν απαγορευτεί από το Γαλλικό Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο, καθώς κρίθηκε πως δεν υπάρχει κατάλληλο θεσμικό πλαίσιο για την παρακολούθηση πολιτών με τέτοια μέσα. Επίσης, η Αρχή προϊδεάζει για ενδεχόμενα μελλοντικά σχέδια, όπως η χρήση λογισμικών αναγνώρισης και ταυτοποίησης προσώπου (facial recognition), τονίζοντας εκ των προτέρων πως ακόμα και αν τηρούνται όλες οι αρχές επεξεργασίας και νομιμότητας, από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Προστασίας ∆εδοµένων (ΕΣΠ∆) έχει ήδη επισημανθεί πως η χρήση υπηρεσιών τεχνητής νοημοσύνης για σκοπούς επιβολής του νόμου «ενδέχεται να µη συνάδει µε το θεσµικό πλαίσιο της Ε.Ε. για την προστασία από την επεξεργασία δεδοµένων προσωπικού χαρακτήρα».

Σε άλλο σημείο, αναφορικά με τις δημόσιες αρχές που θα είναι αρμόδιες για την επεξεργασία των δεδομένων που θα καταγράφουν οι κάμερες, σημειώνεται πως η διάκριση μεταξύ των υπευθύνων επεξεργασίας «δεν καθίσταται σαφής και κατανοητή, µε συνέπεια να παραβιάζονται οι αρχές της νοµιµότητας, αντικειµενικότητας και διαφάνειας κατά την επεξεργασία δεδοµένων προσωπικού χαρακτήρα».

Περαιτέρω, οι εν λόγω διατάξεις δεν πληρούν τις απαιτήσεις της αρχής της νοµιµότητας που απορρέουν από τις διατάξεις των άρθρων 7 ΧΘ∆ΕΕ και 8 ΕΣ∆Α και αφορούν την «ποιότητα» του εθνικού νόµου και δη της έκφανσης της προβλεψιµότητας που επιτάσσει ότι «[…] η νοµοθεσία των κρατών µελών, η νοµική βάση ή το νοµοθετικό µέτρο θα πρέπει να είναι διατυπωµένα µε σαφήνεια και ακρίβεια και η εφαρµογή τους να είναι προβλέψιµη για όσους υπόκεινται σε αυτά, όπως απαιτείται από τη νοµολογία του ∆ικαστηρίου και του Ευρωπαϊκού ∆ικαστηρίου Ανθρωπίνων ∆ικαιωµάτων» (βλ. αιτ. σκ. 33 Οδηγίας
680/16 µε αναφορά στον καθορισµό των απαιτήσεων συµβατότητας των εθνικών ρυθµίσεων προς τον ΧΘ∆ΕΕ και την ΕΣ∆Α).

Συνολικά, το σχέδιο που αφορά τον υπεύθυνο επεξεργασίας μιας υπηρεσιακής δομής της ελληνικής αστυνομίας, τονίζεται πως είναι αμφίβολο εάν πληροί τα κριτήρια του υπευθύνου επεξεργασίας «και τούτο, τόσο διότι ο νόµος απονέµει τις αρµοδιότητες στην αρµόδια δηµόσια αρχή (δηλαδή την Ελληνική Αστυνοµία) αλλά και διότι οι δοµές αυτές είναι αµφίβολο αν διαθέτουν την απαιτούµενη αυτοτέλεια για να αποφασίσουν οι ίδιες σχετικά µε τα µέσα της επεξεργασίας».

Αναλυτικά η Γνωμοδότηση της ΑΠΔΠΧ: