Η αίσθηση που έχουμε είναι για «σταθερή πορεία της πανδημίας, χωρίς μεγάλες αλλαγές από την προηγούμενη εβδομάδα» ανέφερε η Βάνα Παπαευαγγέλου. Όπως είπε παρατηρείται σταδιακή μείωση στις περισσότερες περιοχές και μείωση νέων εισαγωγών αλλά τόνισε ότι διατηρείται η πίεση στα νοσοκομεία. «Μπορούμε να πούμε ότι ο τόπος ακόμα βράζει», είπε χαρακτηριστικά.

Σχετικά με την απόφαση να παραμείνουν κλειστά τα σχολείο έως τις 7 Ιανουαρίου, η καθηγήτρια Παιδιατρικής Λοιμωξιολογίας και μέλος της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων, Βάνα Παπαευαγγέλου, δήλωσε ότι «παρά την υποτονική βελτίωση στην επιδημιολογική εικόνα στη χώρα, εισηγηθήκαμε την αναβολή του ανοίγματος των σχολείων για δύο λόγους. Το πιο σημαντικό κριτήριο από την έναρξη της πανδημίας είναι η εικόνα στις ΜΕΘ και η εικόνα στις ΜΕΘ δεν βελτιώθηκε. Έτσι οποιαδήποτε κινητικότητα εντός και εκτός των σχολείων θα μπορούσε να δημιουργήσει προβλήματα».

Επιπλέον, η ίδια τόνισε ότι αμφισβητήθηκε επίσης το όφελος του ανοίγματος των σχολείων αφού απέμεναν ημέρες μέχρι τις διακοπές των Χριστουγέννων. Η απόφασή μας δεν αναιρεί τη θέση ότι τα σχολεία είναι τα τελευταία που πρέπει να κλείνουν και τα πρώτα που πρέπει να ανοίξουν».

Μάλιστα, χαρακτήρισε άριστη τη λειτουργία της τηλεκπαίδευσης «αλλά τίποτα δεν συγκρίνεται με τη δια ζώσης εκπαίδευση. Εξακολουθούμε να υποστηρίζουμε ότι δεν παρατηρείται μετάδοση στα σχολεία, ειδικά στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση. Για αυτό εισηγηθήκαμε το άνοιγμα των σχολείων μετά τα Φώτα».

Από την πλευρά του, ο καθηγητής Ιατρικής Γκίκας Μαγιορκίνης μίλησε για «μικρότερη συρρίκνωση σε σχέση με τις προηγούμενες δύο εβδομάδες» αλλά για «μικρά σημεία υποχώρησης» της πανδημίας στη Βόρεια Ελλάδα.

Καταγράφεται μικρότερη μείωση των νέων κρουσμάτων πλέον στην Αθήνα από ό,τι στην Θεσσαλονίκη καθώς η μείωση αυτή είναι 7-8% στην Αττική και 25% στην Θεσσαλονίκη. Μεταξύ άλλων ανέφερε πάντως ότι ο δείκτης αναπαραγωγής στην Αττική και στη Θεσσαλονίκη είναι κάτω από το 1.

Έκανε λόγο για υψηλό επιδημιολογικό φορτίο σε περιοχές όπως η Λάρισα, και χαμηλό στα νότια της χώρας. Τέλος, αναφερόμενος στις ηλικίες είπε ότι σ’ αυτές που υπάρχει μεγαλύτερη επίπτωση της νόσου είναι ηλικίες 40 με 65 ετών και στους 65 ετών και άνω.