50 χρόνια πριν , το 1961 ο αμερικάνος ψυχολόγος και καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Yale , Stanley Milgram, πραγματοποίησε ένα από τα πλέον αμφιλεγόμενα από ηθικής και δεοντολογικής άποψης πειράματα κοινωνικής ψυχολογίας, το «πείραμα της υπακοής» όπως ονομάστηκε. Τέσσερις εθελοντές λειτουργούσαν ως «δάσκαλοι» απέναντι σ’ έναν «μαθητή» με τον οποίο δεν είχαν οπτική επαφή. Αν ο μαθητής δεν απαντούσε σωστά θα έπρεπε να του διοχετευθεί μια ποσότητα ρεύματος.  Αν συνέχιζε να δίνει λανθασμένες απαντήσεις η ισχύς του ηλεκτροσόκ θα αυξανόταν.  Σ’ αυτό το σημείο κάποιοι από τους εξεταστές εξέφρασαν την επιθυμία τους να αποχωρήσουν και ο πειραματιστής τους έκανε την εξής παραίνεση: « Το πείραμα απαιτεί να συνεχίσετε». Σχεδόν το 65% των εξεταστών συνέχισε το πείραμα μέχρι τέλους.

Παρά τις αβίαστες ταυτίσεις και τις προφανείς ομοιότητες, υπάρχουν ορισμένες θεμελιώδεις διαφορές ανάμεσα στο πειραματικό εργαστήρι του Milgram και σ’ εκείνο που έστησαν Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και Ευρωπαϊκή Ένωση σ’ αυτή τη γωνιά της Μεσογείου . Στο πρώτο ,λοιπόν, οι «εθελοντές»  είχαν εξαπατηθεί ως προς το σκοπό του πειράματος, πίστευαν ότι αφορούσε τη μελέτη της ανθρώπινης μνήμης, ενώ τα ηλεκτροσόκ και οι συνακόλουθες κραυγές του «μαθητή» ήταν ψεύτικα. Στο δικό μας, οι «εθελοντές» της  κυβέρνησης όχι απλώς συναίνεσαν στη μεθοδολογία και τους σκοπούς του πειράματος αλλά εσχάτως ευχαριστούν κιόλας τον πειραματιστή για την ύπαρξη του. Μόνο που  σε αυτή την περίπτωση τόσο τα ηλεκτροσόκ , όσο και οι κραυγές είναι απολύτως αληθινά.

«Το βαρέλι απέκτησε πάτο» έλεγε ο Βαγγέλης Βενιζέλος την επομένη της συμφωνίας της 21ης του Ιούλη.  Ενάμιση μήνα μετά αποδείχθηκε ότι το βαρέλι τελικά είναι τρύπιο. Τρύπιες κινδυνεύουν να γίνουν και οι τσέπες μισθωτών και συνταξιούχων  μετά την τρίτη κατά σειρά  και άκρως δραματοποιημένη τηλε – εκτέλεση των αποδοχών  τους.  Μειώσεις από 20 έως και 40%. Μόνο ο Πάγκαλος έλειπε απ’ αυτό το κάδρο να ισχυριστεί ότι «μαζί τα δουλέψαμε». Ενώ ένας άγνωστος ακόμα αριθμός πολλών χιλιάδων δημοσίων υπαλλήλων – μεγαλύτερος μάλλον από τις 20.000 που υπέβαλλαν αιτήσεις συνταξιοδότησης μέσα σε μια εβδομάδα χάρη στους «αριστοτεχνικούς» χειρισμούς της κυβέρνησης – θα οδηγηθεί στην εργασιακή εφεδρεία, δηλαδή στο επίδομα ανεργίας. Κι αυτό άλλωστε φορολογείται πλέον. Πάντα όμως στο όνομα της αποφυγής της χρεοκοπίας. Μιας χρεοκοπίας, η πιθανότητα της οποίας με οικονομοτεχνικούς όρους ανέρχεται στο 99,9% και με κοινωνικούς όρους έχει ήδη συντελεστεί.

Γιατί όταν ένα στα δέκα σπίτια ζει με κομμένο ηλεκτρικό ρεύμα, το «Δεν πληρώνω» το χαράτσι – ειδικό τέλος για ακίνητα – δεν αναδεικνύεται ούτε ως πολιτική επιλογή, ούτε ως ελάχιστο συνδικαλιστικό καθήκον , όπως αυτό που έπραξε η ΓΕΝΟΠ ΔΕΗ αρνούμενη να μετατρέψει τη ΔΕΗ σε φοροεισπρακτικό μηχανισμό αλλά ως αυτονόητος όρος επιβίωσης. Επίσης, για την επιτομή της επισφαλούς εργασίας , τα μπλοκάκια των 500 και 600 ευρώ μηνιαίως που πρέπει να καλύπτουν οι ίδιοι το κόστος των ασφαλιστικών εισφορών, το «Δεν πληρώνω» το χαράτσι – τέλος επιτηδεύματος εδώ- δε συνιστά απαραίτητα συλλογική πρακτική αντίστασης αλλά μονόδρομο απελπισίας.  Όπως και η άρνηση να πιεις μια μπύρα σ’ ένα μπαρ πληρώνοντας συντελεστή ΦΠΑ 23% , όσο δηλαδή και να αγοράσεις ένα Rolex, δε σηματοδοτεί αποδόμηση των καταναλωτικών προτύπων αλλά πραγματική οικονομική δυσπραγία.

Βεβαία η συζήτηση περί φορολογίας είναι πάντα λίγο επίφοβη γιατί υπάρχει ο κίνδυνος να διολισθήσει στο αμιγώς νεοφιλελεύθερο δίπτυχο «λιγότερο κράτος – λιγότεροι φόροι». Μια απλή παράθεση αριθμών όμως – όχι από την ΕΛΣΤΑΤ – μπορεί να τη διαφωτίσει. Όπως για παράδειγμα ότι στην Ελλάδα η αναλογία άμεσων – έμμεσων φόρων είναι 39,5%-60,5% χωρίς να συνυπολογίζεται η πρόσφατη αύξηση του ΦΠΑ, ούτε η εξίσωση πετρελαίου θέρμανσης και κίνησης, δηλαδή το μεγαλύτερο ποσό εισρέει στα δημόσια ταμεία από τους έμμεσους φόρους , τους άδικους φόρους.  Ένα άλλο παράδειγμα, εξίσου οικείο:  σύμφωνα με μελέτη του ΟΟΣΑ για το 2009 η πραγματική φορολογική επιβάρυνση της εργασίας στην Ελλάδα ανέρχεται στο 35,1%  ενώ η πραγματική φορολόγηση για τα κέρδη  στο 15,9% . Χωρίς να μιλήσουμε να τη φορολόγηση της εκκλησιαστικής περιουσίας ή τα 600 δις που βρίσκονται στις ελβετικές τράπεζες.

Μ’ αυτή την έννοια η υπεράσπιση μιας στάσης συνέπειας ως προς τις φορολογικές υποχρεώσεις συνάδει μ’ ένα σύστημα δίκαιης προοδευτικής φορολόγησης , όπου υπάρχει και μια ανταποδοτική λειτουργία, μια επιστροφή προς την κοινωνία με δημόσιες υπηρεσίες και δεν προορίζονται οι φόροι για την αποπληρωμή ενός δυσβάσταχτου και τοκογλυφικού χρέους. Το διακυβευμα λοιπόν δεν είναι άλλο απ’ το πώς οι ατομικές πρακτικές θα μετατραπούν σε μαζικό κίνημα πολιτικής ανυπακοής, πως το κίνημα το που αρνήθηκε να πληρώσει διόδια για να βγάζουν υπερκέρδη μια χούφτα κατασκευαστικές εταιρείες, που αρνήθηκε να πληρώσει εισιτήρια στις αστικές συγκοινωνίες όταν η κυβέρνηση εκπονεί σχέδια αποδιάρθρωσης τους, που μπλόκαρε τους πλειστηριασμούς ακινήτων μικροοφειλετών από τις τράπεζες την Τετάρτη, να αρνηθεί σήμερα να πληρώσει τα χαράτσια και αύριο ένα δημόσιο χρέος απεχθές στο μεγαλύτερο του μέρος και μη βιώσιμο σε κάθε περίπτωση.

Σ’ αυτή τη συνθήκη , όπου τα όρια της νομιμότητας μεταβάλλονται κατά το δοκούν, γίνονται όλο και πιο ασφυκτικά για πλατιά κοινωνικά στρώματα, όλο και πιο ρευστά για μια κυβέρνηση που διαστρεβλώνει τη λαϊκή βούληση, η απειθαρχία δεν αποτελεί μόνο εργαλείο υπεράσπισης κατακτήσεων αλλά ίσως  και της ίδιας της δημοκρατίας. Οι πολίτες δεν έχουν πολλές επιλογές. Η θα κάψουν τα εκκαθαριστικά τους ή θα τα βλέπουν στον ύπνο τους. Η θα συμπληρώσουν τα ονόματα των υπουργών του κυβερνώντος κόμματος στις λίστες της εφεδρείας   ή θα πλεονάζει ο ανταγωνισμός και ο φόβος στις υπηρεσίες τους. Η θα καταλάβουν τους οργανισμούς που προορίζονται για λουκέτο ή θα συγχωνεύσουν το βιοτικό τους επίπεδο.

Σ’ αυτό το πείραμα αν η υπόθεση εργασίας είναι ότι με διαρκείς επώδυνες επιθέσεις μέτρων , θα εξασθενίσουν οι λαϊκές αντιστάσεις και  θα εμπεδωθεί η βαρβαρότητα , τότε η πολιτική ανυπακοή μπορεί να εξελιχθεί σε αστάθμητη μεταβλητή. Να ανοίξει μια σχισμή στο απέραντο σκοτάδι.

 «Κατά βάθος είναι ζήτημα φωτός», που έγραφε κι ο Σεφέρης.