Ο 48χρονος Σίγκουρσον Άρνασον κρίθηκε ένοχος για χειραγώγηση του χρηματιστηρίου με τη διατήρηση των μετοχών της τράπεζας σε τεχνητά υψηλό επίπεδο.
 
Σε ποινές φυλάκισης εννέα και τριών μηνών καταδικάστηκαν επίσης δύο πρώην στελέχη της τράπεζας.
 
Η Landsbanki είχε αγοράσει πολυάριθμες μετοχές και είχε χορηγήσει δάνεια σε επενδυτές, γενικά μικρής φερεγγυότητας, ώστε να αγοράζουν τις μετοχές της.
 
Η αιφνίδια επιδείνωση της παγκόσμιας κρίσης τον Σεπτέμβριο του 2008 οδήγησε την Landsbanki, όπως και τις δύο μεγάλες ανταγωνίστριές της στην Ισλανδία, τις Kaupthing και Glitnir, σε κατάρρευση υπό το βάρος των κολοσσιαίων χρεών που επισωρεύτηκαν μετά από χρόνια επιθετικής επέκτασής τους στο εξωτερικό. 
 
Η εξέλιξη προκάλεσε τη σχεδόν πλήρη αποδιάρθρωση του χρηματοοικονομικού συστήματος και την ελεύθερη πτώση του ισλανδικού νομίσματος. Η ισλανδική κυβέρνηση επέλεξε να αφήσει τα τραπεζικά ιδρύματα να πτωχεύσουν πριν προχωρήσει στην εκκαθάρισή τους.
 
Η ισλανδική Δικαιοσύνη αναφέρεται συχνά ως υπόδειγμα για τη βούλησή της να ρίξει φως στις καταχρήσεις, οι οποίες έθρεψαν την κρίση του τραπεζικού τομέα.
 
Βαρύτερες ποινές -3,5 έτη φυλάκισης και 5,5 χρόνια κάθειρξης- επιβλήθηκαν τον Δεκέμβριο του 2013 σε τρία πρώην ανώτατα στελέχη της Kaupthing, που είχαν αποκρύψει πως ένας επενδυτής από το Κατάρ αγόρασε το 5,1% του μετοχικού κεφαλαίου της τράπεζας χάρη σε δάνειο που του είχε χορηγήσει η ίδια.
 
Ο πρωθυπουργός της χώρας την εποχή εκείνη, ο Γκέιρ Χίλμαρ Χόρντε, είχε οδηγηθεί ενώπιον ειδικού δικαστηρίου. Κρίθηκε μεν ένοχος τον Απρίλιο του 2012 για την κατηγορία ότι δεν συγκάλεσε υπουργικά συμβούλια όπως όφειλε από το Σύνταγμα της χώρας, αλλά δεν του επιβλήθηκε ποινή. Κατόπιν ορίστηκε πρεσβευτής της Ισλανδίας στην Ουάσινγκτον.