της Δανάης Καρυδάκη


Ένα Κυνήγι Μαγισσών;

Το άρθρο προσπαθεί να απαντήσει στο ερώτημα «ποιος επιτέθηκε στην Ελλάδα το ’41;», υπό το ευρύτερο πρίσμα «ποιος φταίει για τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και τα εγκλήματα που έλαβαν χώρα κατά τη διάρκειά του». Το κείμενο, όμως, επικεντρώνεται σε μια δριμεία κριτική ενάντια στη φιλόσοφο Hannah Arendt, χωρίς ταυτόχρονα να ξεδιπλώνεται η απαραίτητη τριβή με τη ζωή και το έργο της.

Αρχικά, αποσιωπάται το γεγονός ότι η ίδια η Arendt ήταν Εβραία της Γερμανίας, η οποία αυτοεξορίστηκε το 1933 από τη Γερμανία μετά την άνοδο του Χίτλερ και την έξαρση των διώξεων των Εβραίων, και ειδικά των ακαδημαϊκών που απαγορευόταν να διδάξουν στα πανεπιστήμια. Μετά από μια περιπλάνηση κατέληξε στη Γαλλία και αιχμαλωτίστηκε το 1940 στο Camp Gurs από τη φιλογερμανική κυβέρνηση του Vichy, διαφεύγοντας τελικά για τις ΗΠΑ σαν πρόσφυγας αιτούμενη άσυλο το 1941.

Πιστώνω ειλικρινά αυτή την αποσιώπηση σε μια τυχαία απροσεξία του αρθρογράφου και όχι σε συνειδητή επιλογή. Ο συνδυασμός όμως της αποσιώπησης με την παράθεση μιας και μόνης βιογραφικής πληροφορίας για την Arendt, ότι ήταν «άλλοτε ερωμένη του ναζιστή φιλόσοφου Μάρτιν Χάιντεγκερ» δημιουργεί την εντύπωση στον αναγνώστη ότι είχε κάποιον προσωπικό λόγο, και δη το ερωτικό της πάθος, να ξεπλύνει τους Γερμανούς στη μεταπολεμική περίοδο. Αν αναλογιστεί κανείς μάλιστα ότι η Arendt όχι μόνο διέλυσε τον δεσμό της με τον Heidegger όταν αυτός αρνήθηκε να αποστασιοποιηθεί από το Ναζιστικό κόμμα αλλά και άσκησε σκληρή κριτική στο magnus opus του Είναι και Χρόνος, ακριβώς εξαιτίας της επιρροής του (διαστρεβλωμένου) γερμανικού ρομαντισμού που περιγράφει και ο Γεωργίου στο άρθρο του, αναρωτιέται κανείς γιατί να υπονοείται ότι ένα θύμα του Ναζισμού όπως η Arendt να ήθελε να ξεπλύνει όχι απλά τους Γερμανούς, όπως υπονοείται με τον τίτλο του άρθρου, αλλά και τους ίδιους τους Ναζί. Γιατί να μην υπονοήσει αντίστοιχα κάποιος ότι ο Heiddeger προσχώρησε στο Ναζιστικό κόμμα εξαιτίας της ερωτικής του απογοήτευσης από την Εβραία Hannah Arendt; Μήπως διότι οι γυναίκες διανοούμενες θεωρούνται στερεοτυπικά ιδιαίτερα επιρρεπείς σε συναισθηματισμούς που τυφλώνουν την ορθολογική κρίση τους και, όπως μας έχουν συνηθίσει και οι χολυγουντιανές παραγωγές, το μόνο κίνητρο των πράξεων τους είναι η αγάπη τους για έναν και μοναδικό άντρα;

Το βασικό επιχείρημα της Arendt στην πραγματεία της για τη δίκη του Adolf Eichmann στην Ιερουσαλήμ το 1961 υπό τον τίτλο Η Κοινοτοπία του Κακού ήταν ότι ο κατηγορούμενος δεν ήταν κανένας ψυχοπαθής ή κανένα σαδιστικό τέρας, αλλά ένας κοινός γραφειοκράτης, από αυτούς που συναντάμε ακόμα στις (γερμανικές) δημόσιες υπηρεσίες, που ακολουθούσε τυφλά το γράμμα ενός
ρατσιστικού και άδικου νόμου. Σε μια ακραία έκφανση αυτού του παραδείγματος, θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι κάθε άδικος νόμος, όπως π.χ. η απέλαση κάποιου που αιτείται άσυλο πίσω στη χώρα όπου κινδυνεύει η σωματική του ακεραιότητα, απαιτεί κάποια εκτελεστικά όργανα τα οποία να υπακούουν αδιαπραγμάτευτα σε αυτόν τον νόμο χωρίς να μπαίνουν σε διλήμματα επί της
ηθικότητας της πράξης την οποία εκτελούν. Με άλλα λόγια, επανέρχεται το διαχρονικό ερώτημα της φιλοσοφίας του δικαίου, κατά πόσον κάτι νόμιμο είναι και ηθικό, στο οποίο είχε απαντήσει καταφατικά και ο αλήστου μνήμης Γιώργος Βουλγαράκης το 2008.

Το επιχείρημα της Arendt έγινε αντικείμενο σφοδρής κριτικής, ειδικά από τους Εβραίους, όπως ο φιλόσοφος και φίλος της Gershom Scholem ο οποίος την κατηγόρησε το 1963 ότι ευτελίζει τα Ναζιστικά εγκλήματα παρουσιάζοντάς τα ως κοινότοπα. Η Arendt όμως δεν παρουσίασε ως κοινότοπα τα εγκλήματα, αλλά τον δράστη τους. Πρόθεση της ήταν δηλαδή να αμφισβητήσει την ηγεμονική αναπαράσταση της δαιμονοποίησης των Ναζί που υπονοούσε ότι έβρισκαν απαραίτητα ευχαρίστηση στα εγκλήματα που διέπρατταν ή, όπως λέει και ο Γεωργίου, «είχαν δαιμονική φαντασία διανθίζοντας τα εγκλήματα πρώτα με ηθική εξόντωση των θυμάτων». Η Arendt, λοιπόν,αντί να αποδώσει τις αποτρόπαιες πράξεις του Eichmann στη διαστροφή, που θα τον καθιστούσε άλλωστε και μη υπόλογο αλλά και εξαίρεση στον κανόνα του «κανονικού καλού ανθρώπου», εστίασε την προσοχή της στην ικανότητα του Eichmann να σκέφτεται, με την φιλοσοφική έννοια. Ήταν,έγραφε, «τρομερά και τρομακτικά φυσιολογικός» ή, πιο άπλα, ένας ακόμα ηλίθιος από τους τόσους που κυκλοφορούν ανάμεσά μας.

Ο κυριότερος λόγος, όμως, που αυτή η επίθεση στην Arendt μοιάζει με κυνήγι μαγισσών, είναι γιατί η θεώρησή της περισσότερο εξυπηρετεί παρά αμφισβητεί το επιχείρημα του αρθρογράφου. Με άλλα λόγια τόσο η Arendt όσο και ο Γεωργίου θα συμφωνούσαν ότι το να πει κανείς ότι τον πόλεμο στην Ελλάδα το ’41 τον κήρυξαν οι Ναζί και όχι οι Γερμανοί είναι προϊόν ενός πολιτικού παιχνιδιού που ξεπερνά τα στενά όρια μιας ακαδημαϊκής διαμάχης. Όπως έχουν δείξει στις μελέτες τους ιστορικοί όπως ο Michael Marrus, o Dan Stone, o Peter Novick, ο Ian Kershaw και ο ίδιος ο David Cesarani που παραπέμπεται στο άρθρο, η δίκη του Eichmann το 1961 έβγαλε το Ολοκαύτωμα – που ως τότε δεν είχε καν όνομα – από το σκοτάδι και το έφερε στο φως της ιστορίας. Η ιστοριογραφική τάση από το τέλος του πολέμου έως τότε ήταν, όπως φανερώνουν τα έργα των Hugh Trevor-Roper και Alan Bullock τα οποία έχει αναλύσει σε βάθος ο δημοσιογράφος Ron Rosenbaum στο βιβλίο του Explaining Hitler: The Search for the Origins of His Evil (2014), να αποδίδονται τα Ναζιστικά εγκλήματα στη σατανική ιδιοφυία του Χίτλερ και σε μια μικρή ομάδα τρελών ακολούθων του. Αυτό φυσικά εξυπηρετούσε τις πολιτικές σκοπιμότητες του Ψυχρού Πολέμου καθώς έκλεινε το μάτι στους Δυτικογερμανούς, απαλλάσσοντάς τους από την ευθύνη και την ενοχή τους και εξασφαλίζοντάς τους μια θέση στην φιλελεύθερη, αντικομμουνιστική και αντιολοκληρωτική Δύση. «Η μελέτη των αιτιών του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου» έγραφε ο Μαρξιστής ιστορικός A.J.P. Taylor το 1961 στο The Origins of Second World War, «ήταν ελάχιστα ελκυστική, όταν οι άνθρωποι είχαν ήδη αρχίσει να μελετούν τις ρίζες του Τρίτου [Παγκοσμίου Πολέμου]».

Η μορφή λοιπόν του Eichmann με την κανονικότητά και την κοινοτοπία της άνοιξε τον δρόμο για μια ιστοριογραφική στροφή, όπου οι Ναζιστές δεν ήταν απλά ένα μάτσο ψυχοπαθείς αλλά σύντονοι με δομικές και λειτουργικές διαστρεβλώσεις της συνέχειας του γερμανικού κράτους.

«Η μηχανή εξολόθρευσης» γράφει η Arendt στην Κοινοτοπία του Κακού «είχε σχεδιαστεί και τελειοποιηθεί με κάθε λεπτομέρεια πολύ πριν ο τρόμος χτυπήσει την ίδια τη Γερμανία, και η περίπλοκη γραφειοκρατία της λειτουργούσε με την ίδια ακλόνητη ακρίβεια τόσο στα χρόνια της εύκολης νίκης όσο και στα τελευταία χρόνια της προβλεπόμενης ήττας». Η σκέψη της ανήκει δηλαδή στο ιστοριογραφικό ρεύμα που ένας άλλος Μαρξιστής φιλόσοφος, ο Tim Mason, ονόμασε το 1981 φανξιοναλιστικό, όπου μη παραβλέποντας τον ρόλο των υποκειμένων αποδίδει μεγαλύτερη ευθύνη στο σύστημα, δηλαδή στην καπιταλιστική γραφειοκρατική μηχανή πολέμου στην οποία είχε μετατραπεί η Γερμανία. Αυτή την Αρεντιανή θεώρηση των πραγμάτων υιοθετούν άλλωστε αρκετοί ιστορικοί και θεωρητικοί όπως ο Christopher Browning ή ο Zygmunt Bauman. Με άλλα λόγια, όχι μόνο η θεωρία της Arendt δεν λειτούργησε σαν «τελευταίο προπύργιο ηθικής ασυλίας για τους Γερμανούς», όπως ισχυρίζεται το άρθρο, αλλά μάλλον το ακριβώς αντίθετο.

Αμφιλεγόμενες πηγές, αυτή η μάστιγα

Πέραν του γεγονότος ότι η προσωπική επίθεση στην Arendt μοιάζει να είναι ικανή συνθήκη για να αποδομήσει το «οι Γερμανοί τα κάνανε», έντονο προβληματισμό προκαλεί η επιλογή των πηγών του άρθρου, ή μάλλον η έλλειψη κριτικής πάνω σε αυτές.

Για παράδειγμα, ο συγγραφέας βασίζει το επιχείρημα ότι η Arendt είχε «ρατσιστικές απόψεις» αποκλειστικά πάνω σε ένα προβοκατόρικο και αρκετά αστήρικτο άρθρο της Jerusalem Post από τον Μάιο του 2016 υπό τον τίτλο «Hannah Arendt, white supremacist». Αν και στο παρελθόν, η συγκεκριμένη εφημερίδα είχε αριστερό πρόσημο, έχει πάρει μια ξεκάθαρη δεξιά στροφή από τα μέσα περίπου της δεκαετίας του ’80, παίρνοντας τον κεντρικό ρόλο της φωνής του Ισραηλινού εθνικισμού (ή αλλιώς Σιωνισμού αλλά όχι με την συνομωσιοθεωρητική αλά George Soros έννοια) στο αγγλόφωνο κοινό ανά τον κόσμο, όπως θα διαπιστώσει κανείς ξεφυλλίζοντας τα άρθρα της. Η κατηγορία ότι η Arendt υπήρξε «Γερμανίδα εθνικίστρια» δεν είναι καινούριο φαινόμενο εκ μέρους των Ισραηλινών εθνικιστών.

Η καταγραφή του σκοτεινού ρόλου των Εβραίων κοινοταρχών και ραβίνων που συνεργάστηκαν με τους Ναζί στην Κοινοτοπία του Κακού αλλά και η κριτική στον τρόπο με τον οποίο το κράτος του Ισραήλ έστησε τη δίκη του Eichmann είχε ξεσηκώσει μεγάλο κύμα αντιδράσεων ενάντια στην Arendt η οποία κατηγορήθηκε για αντισημιτισμό. «Πόσο δίκιο έχεις ότι δεν νιώθω μια τέτοιου είδους αγάπη» έγραφε το 1963 η Arendt στον Scholem όταν την κατηγόρησε ότι δεν αγαπάει τον Εβραϊκό λαό. «Πρώτον, ποτέ στη ζωή μου δεν ‘αγάπησα’ ένα έθνος ή μια συλλογικότητα…Είναι γεγονός ότι αγαπώ μόνο τους φίλους μου και είμαι σχεδόν ανίκανη να νιώσω οποιοδήποτε άλλο είδος αγάπης. Δεύτερον, μια τέτοιου είδους αγάπη για τους Εβραίους θα μου έμοιαζε ύποπτη, καθώς είμαι η ίδια Εβραία. Δεν αγαπώ τον εαυτό μου ή οτιδήποτε γνωρίζω ότι ανήκει στην ουσία του είναι μου. Υπό αυτή την έννοια, δεν αγαπώ τους Εβραίους ούτε ‘πιστεύω’ σε αυτούς. Ανήκω σε αυτό τον λαό, λόγω της φύσης και της πραγματικότητας».

Το συγκεκριμένο άρθρο από την Jerusalem Post αναφέρει μάλιστα ότι η Arendt είναι ρατσίστρια όχι μόνο ενάντια στους Εβραίους αλλά και ενάντια στους μαύρους της Αμερικής, επειδή στο δοκίμιό της Reflections on Little Rock άσκησε κριτική στην ιστορική απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου των Η.Π.Α. Brown v. Board of Education του 1954, σύμφωνα με την οποία ο φυλετικός διαχωρισμός ήταν αντισυνταγματικός και έπρεπε να καταργηθεί σε όλα τα σχολεία της επικράτειας. Η οπτική όμως ότι η Arendt άσκησε κριτική επειδή συμφωνούσε με τον φυλετικό διαχωρισμό είναι διαστρεβλωμένη. Το επιχείρημά της ήταν ότι θεωρούσε ότι το να υποχρεώσει κανείς τους μαύρους γονείς να στέλνουν τα παιδιά τους σε ένα μεικτό σχολείο στο οποίο θα υφίσταντο βία από τους λευκούς συμμαθητές τους αλλά και το να βάλει κανείς τα παιδιά μπροστάρηδες να πολεμήσουν τον αγώνα των ενηλίκων για την κοινωνική ισότητα μπορούσαν να θεωρηθούν μια άλλης μορφής καταπάτηση των κοινωνικών δικαιωμάτων τους.

Which side are you on boys, which side are you on?

Το να διαφωνεί κάποιος με την Arendt είναι ένα πράγμα, καθ’όλα σεβαστό. Το να αξιώνεται όμως ότι της κάνει κριτική εξ αριστερών χρησιμοποιώντας τα επιχειρήματα της άλλης πλευράς είναι κάτι τελείως διαφορετικό. Για παράδειγμα, το επιχείρημα του άρθρου ότι η Arendt εξίσωσε τον Κομμουνισμό με τον Ναζισμό στο βιβλίο της Origins of Totalitarianism (1951), ταυτίζεται με την άποψη των δεξιών φιλελεύθερων που χρησιμοποιούν τα λόγια της φιλοσόφου για να υποστηρίξουν την αστεία θεωρία των δύο άκρων. Δεν χρειαζόταν όμως κανείς να διαβάσει σε βάθος το αρκετά περίπλοκο βιβλίο της Arendt για να διαπιστώσει ότι κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Έφτανε μια ματιά στα περιεχόμενα και τις περιλήψεις των κεφαλαίων για να συμπεράνει ότι η Arendt παρατηρεί απλά ένα κοινό μοτίβο για τη δύναμη της ιδεολογίας ως κινητήριας δύναμης της κοινωνίας στη Σταλινική Ρωσία και τη Ναζιστική Γερμανία. Επιπρόσθετα, η ίδια θεωρεί ότι και τα δύο καθεστώτα ήταν τα αγαπημένα παιδιά του Ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού, μια άποψη την οποία οι δεξιοί αμελούν επιμελώς να αναφέρουν.

Ο αρθρογράφος αναφέρει ότι αυτό το βιβλίο «αποτέλεσε ένα τέλειο πνευματικό εργαλείο από τις αμερικανικές υπηρεσίες για την κλιμάκωση του αντικομμουνιστικού μένους», το οποίο είναι και απόλυτα ακριβές. Προσθέτει όμως ότι η Arendt εν γνώσει της συμφωνούσε με «την συνειδητή εργαλειοποίηση του έργου της» γράφοντας σε περιοδικά που χρηματοδοτούνταν από τη CIA. Είναι ευρύτερα γνωστό ότι εν μέσω Ψυχρού Πολέμου η CIA χρηματοδοτούσε πολιτιστικά φόρουμ και μερίδα του Τύπου που φιλοξενούσαν απόψεις που έκαναν κριτική στη Σοβιετική Ένωση. Αυτή όμως η χρηματοδότηση ήταν μυστική, όπως είναι άλλωστε και αναμενόμενο και από μια μυστική υπηρεσία, και αποκαλύφτηκε με ένα μεγάλο σκάνδαλο το 1967. Μάλιστα ο Thomas Braden, αρχηγός του International Organizations Division της CIA είπε ότι τα λεφτά στα περιοδικά «προέρχονταν από τη CIA και ελάχιστοι το ήξεραν εκτός της υπηρεσίας». Αν υπάρχει κάποιο στοιχείο ότι η Arendt πριν το 1967, όπου και έγραψε τα δυο προαναφερθέντα βιβλία, γνώριζε την ανάμειξη της CIA, θα πρέπει αδιαμφισβήτητα να αποτελέσει το περιεχόμενο ενός ακαδημαϊκού άρθρου που θα σπάσει ταμεία.

Στον αντίποδα της Arendt, ο Γεωργίου προτείνει τη θεωρία του ψυχολόγου Lawrence Kohlberg για τα στάδια της ηθικής εξέλιξης. Η συγκεκριμένη θεωρία εξυμνεί στη βάση της τη δεξιά φιλελεύθερη ιδεολογία, καθώς εστιάζει στην εξύψωση της λογικής του ατόμου σε επίπεδο θεϊκού κριτή ή, όπως το θέτει πολύ ωραία ο αρθρογράφος, αφορά «οικουμενικές ηθικές αρχές που πηγάζουν από τη θεμελιώδη πίστη στην ουσιαστική…αξιοπρέπεια όλων των ανθρώπινων όντων που δρουν λογικά». Πέραν αυτού, όμως, έχει δεχτεί και κριτική από φεμινίστριες όπως η συνάδελφός του Carol Gilligan, διότι με το να θεωρεί τις ηθικές κρίσεις που βασίζονται στη λογική και σε αντικειμενικές αρχές ανώτερες από αυτές που βασίζονται στην αξιοποίηση των ανθρωπίνων σχέσεων είναι σαν να λέει ότι η κοινωνική συμπεριφορά των αντρών είναι κατά κανόνα ηθικά ανώτερη από αυτή των γυναικών.

Στην κατακλείδα του άρθρου, ο Γεωργίου υιοθετεί την άποψη ότι οι Γερμανοί έκαναν πριν τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο μια στροφή στο «τυποποιημένο μεσαιωνικό παρελθόν τους» από όπου «ξεπήδησε η συντηρητική ρομαντική θεωρία κατά την οποία η ανθρώπινη ελευθερία ήταν νοητή μόνο σε σύνδεση με την ολότητα του κράτους, το οποίο φυσικά θα ελέγχουν οι προνομιούχοι». Με άλλα λόγια, οι Γερμανοί πάτησαν ένα pause στην πρόοδο και στα διδάγματα του Διαφωτισμού, γύρισαν στις αρχές του φεουδαρχικού παρελθόντος το οποίο και εξιδανίκευαν και, έτσι, έγιναν ικανοί για τα χειρότερα εγκλήματα. Αυτή η θέση βολεύει για άλλη μια φορά τους φιλελεύθερους που είναι λάτρεις του Διαφωτισμού και βλέπουν την ιστορία γραμμικά, σαν να οδεύει στην όλο και πιο προοδευτική μορφή της χωρίς πισωγυρίσματα ή ασυνέχειες. Αντίθετα, οι νεομαρξιστές εκπρόσωποι της Σχολής της Φρανκφούρτης Max Horkheimer και Theodor Adorno έγραφαν στη Διαλεκτική του Διαφωτισμού ότι ο Ναζισμός είναι προϊόν του Διαφωτισμού ακριβώς επειδή, όπως και η ηγεμονική φιλελεύθερη ιδεολογία της προηγούμενης περιόδου, εξύψωσε την επιστήμη στο βάθρο της έκπτωτης θρησκείας. Η πεποίθηση, για παράδειγμα, περί ανωτερότητας της Αρίας Φυλής βασίζεται πάνω σε μια διαστρεβλωμένη θεώρηση της Δαρβινικής θεωρίας της εξέλιξης των ειδών. Μονάχα λοιπόν μια κριτική στα διδάγματα του Διαφωτισμού και της Νεωτερικότητας, και όχι μονάχα του υποτιθέμενου σκοταδιστικού Μεσαίωνα, θα βοηθήσει στο να κατανοηθεί η άνοδος του Ναζισμού και στο να μην επαναληφθεί ένα ακόμα ολοκαύτωμα στο μέλλον.

Και για να κλείσουμε την κριτική σε αυτή την εξαιρετική προσπάθεια να εισαχθεί το ιστορικό ρεπορτάζ στην ελληνική δημοσιογραφία, να σημειώσουμε ότι η συνειδητοποίηση ότι κανονικοί άνθρωποι, Γερμανοί, Έλληνες, Γάλλοι, σαν εμάς και σαν εσάς, μορφωμένοι και «πολιτισμένοι», είναι ικανοί για τα πιο απάνθρωπα εγκλήματα υπό τις δεδομένες συνθήκες ενός συστήματος είναι πραγματικά τρομακτική και μπορεί να οδηγήσει κάποιον να επικαλεστεί το οτιδήποτε για να την
αρνηθεί. Η παραδοχή, όμως, ότι το παράλογο και το απάνθρωπο συνυπάρχουν μέσα μας μαζί με το λογικό και το ανθρώπινο, είναι ένα πρώτο βήμα για να εμποδίσουμε την άνοδο ενός νέου Ναζισμού, είτε αυτός θα λέγεται Χρυσή Αυγή, είτε Donald Trump είτε Pegida και AfD. Έχουμε λοιπόν αρκετό δρόμο μπροστά μας.