Μια σύντομη ματιά σε μερικά εκλογικά αποτελέσματα μας δίνει την πλήρη εικόνα. Και αυτή η εικόνα είναι ανάμεικτη.

Πίνακας 1: Ακροδεξιά Κόμματα- Αποτελέσματα Ευρωεκλογών 2014

Χώρα Κόμμα 2009 2014
Αυστρία FPÖ 12.71 19.72
Δανία DF 15.4 26.60
Φινλανδία True Finns 9.79 12.9
Γαλλία FN 6.34 24.86
Γερμανία NDP n/a 1
Σουηδία SD 3.27 9.70
Ην. Βασίλειο UKIP 16.09 26.77
Ελλάδα GD 0.5 9.38
Αυστρία BZÖ 4.58 0.47
Βέλγιο VB 9.85 4.14
Βουλγαρία Ataka 11.96 2.96
Ελλάδα LAOS 7.15 2.70
Ουγγαρία Jobbik 14.77 14.67
Ιταλία LN 10.2 6.16
Ολλανδία PVV 16.97 13.32
Σλοβακία SNS 5.56 3.61
Ρουμανία PRM 8.65 2.70
Ην. Βασίλειο BNP 6.3 1.11

 
Πίνακας 2: Επίδοση Εθνικού Μετώπου (FN): Ευρωεκλογές

Εκλογικό έτος Ποσοστό ψήφων (%) FN Έδρες FN
1994 10.5 11
1999 5.7 5
2004 9.8 7
2009 6.3 3
2014 24.9 24

Πίνακας 3: Επίδοση Εθνικού Μετώπου (FN): Κοινοβουλευτικές Εκλογές

Εκλογικό έτος Ποσοστό ψήφων (%) FN 1ος  γύρος Ποσοστό ψήφων (%) FN 2ος  γύρος Έδρες
1993 12.69 5.78 0
1997 15.25 5.7 1
2002 11.12 1.9 0
2007 4.29 0.1 0
2012 13.26 3.7 2

Πίνακας 4: Επίδοση Εθνικού Μετώπου (FN): Προεδρικές Εκλογές
    

Εκλογικό έτος Ποσοστό ψήφων (%) FN 1ος γύρος Ποσοστό ψήφων (%) FN 2ος γύρος
1995 15.27
2002 16.86 17.79
2007 10.44
2012 17.90

Πίνακας 5: Επίδοση Εθνικού Μετώπου (FN) στις περιφερειακές εκλογές

Εκλογικό έτος Ποσοστό ψήφων (%) FN 1ος γύρος Ποσοστό ψήφων (%) FN 2ος γύρος
2004 14.70 12.38
2010 11.42 9.17
2015 27.73 27.1

Πηγές: Ministère de l’intérieur και European Election Database.

Πιο συγκεκριμένα, αυτή η εικόνα μας λέει τρία πράγματα:

1. Το Εθνικό Μέτωπο έχει όντως βελτιώσει τις επιδόσεις του μέσα σε ένα ευρύτερο πλαίσιο ανόδου των ακροδεξιών κομμάτων σε όλη την Ευρώπη.  Συχνά δίνεται μια εξήγηση στο πλαίσιο «των νικητών και των χαμένων της παγκοσμιοποίησης», η οποία υποστηρίζει ότι η οικονομική πίεση φέρνει στην επιφάνεια τις ανισότητες της παγκοσμιοποίησης, με τους ηττημένους να εκφράζουν τη διαμαρτυρία τους μέσω της ψήφου τους προς την ακροδεξιά. Η εικόνα, όμως, είναι ανάμεικτη, καθώς οι επιδόσεις μιας σειράς από ακροδεξιά κόμματα έπεσαν στην ουσία από το 2009 έως το 2014.

Στην πραγματικότητα, μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών που έχουν βιώσει περισσότερο την οικονομική κρίση, μόνο η Ελλάδα έχει εκλέξει ένα ακροδεξιό κόμμα στο κοινοβούλιο, ενώ άλλα τέτοια κόμματα παραμένουν περιθωριοποιημένα στην Ισπανία και την Πορτογαλία. Η Ιρλανδία δεν έχει κανένα ακροδεξιό κόμμα. Η Γαλλία δεν έχει δώσει κάποιο από τα χειρότερα χτυπήματα, έχει σχετικά χαμηλά επίπεδα ανεργίας (περίπου 10% το 2016) και μια αρκετά καλή λειτουργία του συστήματος κοινωνικής πρόνοιας. Η κλασική άποψη για «τους νικητές και τους χαμένους της παγκοσμιοποίησης» δεν μπορεί να τεθεί σε συγκριτικό πλαίσιο για τον απλό λόγο ότι, αν και όλες οι κοινωνίες έχουν ηττημένους, δεν έχουν όλες επιτυχημένα ακροδεξιά κόμματα.

2. Οι επιδόσεις των ακροδεξιών κομμάτων, συμπεριλαμβανομένης της επίδοσης του Εθνικού Μετώπου, ποικίλλει ανάλογα με τον τύπο των εκλογών. Αυτά τα κόμματα έχουν την τάση να αποδίδουν καλύτερα στο πλαίσιο δευτερευουσών εκλογών, όπως οι εκλογές για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, όπου οι ψηφοφόροι μπορούν να εκφράσουν την αποδοκιμασία τους προς το κόμμα που βρίσκεται στην εξουσία και προς το βασικό κόμμα της αντιπολίτευσης χωρίς να διακινδυνεύουν την άνοδο ενός ακραίου κόμματος στην κυβέρνηση.

3. Ως εκ τούτου, σχετικά με την περίπτωση να κυβερνήσουν πραγματικά, οι προσδοκίες για την ακροδεξιά είναι λιγότερες. Η τελευταία φορά που το Εθνικό Μέτωπο έφτασε στον δεύτερο γύρο ήταν το 2002, όταν ο τότε αρχηγός του κόμματος, Ζαν Μαρί Λεπέν, νικήθηκε από τον Ζακ Σιράκ με 82,2% έναντι 17,79%.

Σημαίνει αυτό ότι υπερβάλλουμε για τις πιθανότητες της επιτυχίας του; Όχι. Σημαίνει ότι επικεντρωνόμαστε μόνο στην επιτυχία όσον αφορά την πρόσβαση στην κυβέρνηση, ενώ παραβλέπουμε μια άλλη, λιγότερο απλή μορφή επιτυχίας, η οποία είναι η ικανότητα αυτών των κομμάτων να γίνουν ανταγωνιστικά κόμματα, ανεξάρτητα από το αν κερδίζουν στις εκλογές.

Το κύριο πρόβλημα είναι το ίδιο το γεγονός ότι μια νίκη της Λεπέν είναι πιθανή. 

Για να κατανοήσουμε από πού πηγάζει αυτό το φαινόμενο, θα πρέπει να εξετάσουμε τις διαφορές με συγκριτικό τρόπο. Ποια είναι τα πιο επιτυχημένα ακροδεξιά κόμματα και γιατί μερικά μπορούν να επωφεληθούν καλύτερα από την οικονομική, κοινωνική και πολιτική ανασφάλεια των ψηφοφόρων από ό,τι κάποια άλλα; Πώς ταιριάζει σε αυτήν την εικόνα το Εθνικό Μέτωπο;

Εφόδια: Η «νέα φόρμουλα για τη νίκη»;

Ενώ τα ευρωπαϊκά ακροδεξιά κόμματα διαφέρουν σε πολλά επίπεδα, είναι η από κοινού έμφασή τους στην εθνική κυριαρχία και στις πολιτικές που προωθούν μια «εθνική προτίμηση», δηλαδή πολιτικές που τοποθετούν τους «ντόπιους» κατοίκους στην πρώτη θέση σε μια σειρά από διάφορους τομείς συμπεριλαμβανομένων της κοινωνικής πρόνοιας και των κοινωνικών υπηρεσιών, που μας επιτρέπει να τα τοποθετήσουμε στην  ευρύτερη «ακροδεξιά ομπρέλα».

Ο εθνικισμός είναι το βασικό θέμα που «ανήκει» στην ακροδεξιά. Τα κόμματα αυτά προσφέρουν «εθνικιστικές λύσεις» σε μια σειρά από κοινωνικοοικονομικά προβλήματα, προκειμένου να επωφεληθούν από τις ανασφάλειες των ψηφοφόρων.

Με λίγες εξαιρέσεις (συμπεριλαμβανομένης της ελληνικής Χρυσής Αυγής και του ουγγρικού Jobbik) τα πιο επιτυχημένα ευρωπαϊκά ακροδεξιά κόμματα είναι αυτά που χρησιμοποιούν στη ρητορική τους μια έκδοση του εθνικισμού που εστιάζει στα φιλελεύθερα και θεσμικά στοιχεία της εθνικής ταυτότητας (civic nationalism), έτσι ώστε να παρουσιάσουν τον εαυτό τους και τις ιδεολογίες τους σαν αυθεντικούς υπερασπιστές της δημοκρατίας, της διαφορετικότητας και της ανοχής.

Αν και τα ακροδεξιά κόμματα είναι εξ ορισμού κόμματα που αποκλείουν τον Άλλον, ο αποκλεισμός αυτός δεν δικαιολογείται πλέον αποκλειστικά με εθνοτικούς όρους, αλλά στοχεύει περισσότερο σε όσους δεν μοιράζονται τις φιλελεύθερες αξίες «μας», όπως η δημοκρατία, η πολυπολιτισμικότητα και το κράτος δικαίου.

Αυτά τα κόμματα παρουσιάζουν το έθνος «μας» ως ανεκτικό, φιλελεύθερο και ποικιλόμορφο, που απειλείται από την είσοδο μη ανεκτικών, αντιδραστικών και στενόμυαλων «άλλων». «Εμείς», υποστηρίζουν, δεν αποκλείουμε βάσει της φυλής, αλλά βάσει της ανοχής, δηλαδή εκείνους που απορρίπτουν τις φιλελεύθερες δημοκρατικές αξίες «μας». Αντί λοιπόν να δικαιολογήσει τη θέση του με βάση τα αποκλειστικά και αμετάβλητα κριτήρια της εθνικής ένταξης, όπως η φυλή και η κοινή καταγωγή, τα οποία είναι αυτά που ακολούθησαν και τα φασιστικά κόμματα, η «νέα» ακροδεξιά χρησιμοποιεί όλο και περισσότερο ιδεολογικά επιχειρήματα και έτσι βρίσκεται όλο και πιο κοντά σε mainstream απόψεις.

Αυτό ακριβώς κάνει το Εθνικό Μέτωπο. Η Μαρίν Λεπέν πήρε τη σκυτάλη από τον πατέρα της, ακολουθώντας μια στρατηγική «απο-δαιμονοποίησης» του κόμματος. Το κόμμα στηρίζει τη στάση του κατά των μεταναστών (δηλαδή της πολιτικής της «εθνικής προτίμησης») με την επίκληση κυρίως στις πολιτισμικές και πολιτικές πτυχές της εθνικής ταυτότητας, προσφέροντας ιδεολογικές και όχι βιολογικές εκλογικεύσεις για το ποιος ανήκει στο γαλλικό έθνος. Το κόμμα παρουσιάζει τους άλλους ως εχθρικούς, επειδή οι λεγόμενες μη ανεκτικές πεποιθήσεις τους αποτελούν απειλή για τις «δικές μας» εθνικές αξίες, και όχι εξαιτίας της εθνικότητας τους αυτής καθ’ αυτής, μετατοπίζοντας έτσι τα όρια του αποκλεισμού από την εθνικότητα στην ιδεολογία.

Αλλάζει η «νέα φόρμουλα νίκης» το προφίλ των ψηφοφόρων;

Αυτός ακριβώς είναι ο στόχος: τόσο στη Γαλλία όσο και αλλού στην Ευρώπη, η ακροδεξιά προσπαθεί να διεισδύσει στις μεσαίες τάξεις. Ποιος ψηφίζει το Εθνικό Μέτωπο; Η κλασική άποψη είναι ότι το ψηφίζουν οι οικονομικά ανασφαλείς. Αυτό συνήθως μεταφράζεται στην αυτόματη παραδοχή ότι οι οικονομικά ανασφαλείς είναι πρώτα απ’ όλα τα λαϊκά στρώματα: οι εργάτες, οι εργαζόμενοι σε χειρωνακτικές, επισφαλείς θέσεις εργασίας ή οι άνεργοι.

Ωστόσο, η οικονομική ανασφάλεια δεν σχετίζεται μόνο με τους έχοντες και τους μη έχοντες, τους άνεργους ή/και τις εργατικές τάξεις. Είναι ένα θέμα που σχετίζεται με τον βαθμό στον οποίο η επιδείνωση των οικονομικών συνθηκών μπορεί να έχει αρνητικές επιπτώσεις στις προσδοκίες ή/ και στην κοινωνικοοικονομική κατάσταση τόσο όσων βρίσκονται εντός της αγοράς εργασίας όσο και όσων είναι εκτός, δηλαδή για ένα ευρύ φάσμα κοινωνικών ομάδων, συμπεριλαμβανομένων και των μεσαίων τάξεων.

Αυτός είναι ο λόγος που η παραδοσιακή βάση των ψηφοφόρων του Εθνικού Μετώπου σιγά-σιγά αλλάζει. Εκτός από τους «θυμωμένους λευκούς», δηλαδή τους ανέργους ή τους άνδρες της εργατικής τάξης με χαμηλό εισόδημα και με χαμηλό μορφωτικό επίπεδο που είναι οι πιο πιθανοί υποστηρικτές της ακροδεξιάς, η στρατηγική της Μαρίν Λεπέν για την «από-δαιμονοποίηση» έχει  επεκταθεί σε μια ευρύτερη εκλογική βάση που συμπεριλαμβάνει «νεότερους» ψήφους και γυναίκες ψηφοφόρους. 

Περιστάσεις: ο ανταγωνισμός

Σε αυτές τις κρίσιμες εκλογές, η Μαρίν Λεπέν προσπαθεί να επωφεληθεί από τις οικονομικές και πολιτικές ανασφάλειες, προβάλλοντας τη δική της «εθνικιστική» λύση στα γαλλικά προβλήματα. Γιατί θα πρέπει να πιστέψουν σε αυτές τις λύσεις οι ψηφοφόροι;

Κατά πολλούς τρόπους, η αύξηση της υποστήριξης προς το κόμμα της και προς τα ακροδεξιά κόμματα σε άλλες χώρες σε περιόδους οικονομικής αστάθειας, αποτελεί ένα παράδοξο.

Κατ’ αρχάς, είναι το παράδοξο του κέντρου: Οι θεωρίες κοινής αποδοχής για τον ανταγωνισμό των κομμάτων μπορούν να μας κάνουν να αναμένουμε ότι, σε περιόδους αστάθειας, οι ψηφοφόροι είναι πιο πιθανό να επιλέξουν το κόμμα που πιστεύουν ότι είναι πιο αξιόπιστο για να διαχειριστεί την κατάσταση. Αυτό θα πρέπει να είναι ένα μεγάλο, ισχυρό, μη λαϊκίστικο κόμμα που θα έχει μακροχρόνια εμπειρία στη διακυβέρνηση.

Στη συνέχεια, υπάρχει το παράδοξο της αριστεράς: η οικονομική κρίση είναι κυρίως ένα οικονομικό πρόβλημα, και ως εκ τούτου θα πρέπει να περιμένουμε ότι τα κόμματα που θέτουν «ζητήματα ιδιοκτησίας» στην οικονομία είναι πιο πιθανό να επωφεληθούν στις εκλογές. Αλλά δεν επωφελούνται και ο λόγος είναι ο ανταγωνισμός. Η Λεπέν και η ευρωπαϊκή ακροδεξιά δεν εκμεταλλεύονται μόνο τις ανασφάλειες των ψηφοφόρων αλλά και την αδυναμία των ανταγωνιστών τους να προσελκύσουν ψηφοφόρους, λόγω των δικών τους προβλημάτων σχετικά με την ιδεολογία και την ταυτότητά τους. Μπορούμε να παρατηρήσουμε τις λεγόμενες κρίσεις του κέντρου και της κεντροαριστεράς στην Ευρώπη: στις πρόσφατες εκλογές στην Ολλανδία, ο Εργατικός Συνασπισμός έχασε με μεγάλη διαφορά. Στην Ελλάδα το ΠΑΣΟΚ κατέρρευσε μετά την έκρηξη της οικονομικής κρίσης και δεν μπόρεσε ποτέ να ανακτήσει τη δύναμή του, ενώ νέες φιλελεύθερες-κεντρώες και κεντροαριστερές πρωτοβουλίες παραμένουν στο περιθώριο.

Στο Ηνωμένο Βασίλειο, το Εργατικό Κόμμα του Κόρμπιν είναι σε αναζήτηση της ταυτότητάς του, μεταξύ του «παλιού» και του «νέου». Στη Γαλλία ο Ολάντ θεωρείται ότι απέτυχε να προσφέρει λύσεις στα προβλήματα της χώρας συμπεριλαμβανομένης της κοινωνικής ένταξης, την τρομοκρατία και τον αποκλεισμού από την αγορά εργασίας. Οι συνέπειες είναι σοβαρές: Αντί να προσφέρουν ενδιαφέρουσες νέες λύσεις που να έρχονται σε αντίθεση με την ακροδεξιά ρητορική, τα κόμματα αυτά πιστεύουν ότι, προκειμένου να είναι ανταγωνιστικά θα πρέπει να «αντιγράψουν» την ακροδεξιά ατζέντα. Και έτσι, αντί να αποστασιοποιηθούν, επιτρέπουν τον ανταγωνισμό να καθοδηγείται από την ακροδεξιά.

Συμπέρασμα: Προοπτικές

Είναι απίθανο η Μαρίν Λεπέν να κερδίσει τις εκλογές (το λέω βέβαια αυτό με μια επιφύλαξη. Άλλωστε και το Brexit και ο Τραμπ ήταν εξίσου απίθανα σενάρια). Παρά την άνοδό του στις πρόσφατες ολλανδικές εκλογές, το ολλανδικό Κόμμα της Ελευθερίας (PVV) του Γκερτ Βίλντερς δεν τα πήγε τόσο καλά όσο ήλπιζε ο Βίλντερς. Για πολλούς, αυτό θεωρήθηκε ως ένα ρήγμα στην ακροδεξιά τάση.

Αλλά υπάρχει και ένας άλλος τρόπος για να το δούμε: Ο μεγαλύτερος κίνδυνος που τίθεται από τα ακροδεξιά κόμματα είναι ότι, ανεξάρτητα από το αν θα κερδίσουν στις εκλογικές αναμετρήσεις, εισέρχονται στη σφαίρα του mainstream, του κοινωνικώς αποδεκτού. Εν μέρει λόγω του νέου είδους ρητορικής που θολώνει τα όρια μεταξύ του τι είναι ακραίο και τι mainstream, εν μέρει λόγω της αύξησης των προσπαθειών -και των επιτυχιών τους- στην προσέλκυση των μεσαίων τάξεων και εν μέρει λόγω της κρίσης στην αριστερά και το φιλελεύθερο κέντρο, αυτά τα κόμματα νομιμοποιούνται.

Καθοδηγούν με αποτελεσματικότητα τα θέματα της ατζέντας, εδραιώνουν τη ρητορική τους και καθορίζουν το ποιους άλλους κυρίαρχους παράγοντες θα ανταγωνιστούν. Ανεξάρτητα από το εκλογικό αποτέλεσμα, η Μαρίν Λεπέν είναι μια υπολογίσιμη υποψήφιος. Και αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημα.

Πώς μπορούμε λοιπόν να προστατεύσουμε τις κοινωνίες μας από την ακροδεξιά; Η απάντηση είναι σε μεγάλο βαθμό στο πώς θα ανταποκριθούμε. Χρειαζόμαστε ανταγωνιστικά κόμματα με ενδιαφέρουσες νέες λύσεις για τις ανασφάλειές μας, κόμματα που να αντιμάχονται παρά να μιμούνται την ακροδεξιά αφήγηση, να καθορίζουν την ατζέντα και να ορίζουν τις παραμέτρους του πολιτικού ανταγωνισμού και όχι να γίνονται έρμαια στην αρένα της ακροδεξιάς.

Δρ. Δάφνη Χαλικιοπούλου είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο του Reading με ειδίκευση στη μελέτη του εθνικισμού, των ακροδεξιών ομάδων σε όλη την Ευρώπη και τη συγκριτική ευρωπαϊκή και βρετανική πολιτική. Το πιο πρόσφατο βιβλίο της είναι το «Η εθνικιστική λύση της Χρυσής Αυγής. Κρίση του έθνους-κράτους και άνοδος της άκρας δεξιάς στην Ελλάδα» (2015).