Στα στελέχη περιλαμβάνονται οι τρεις πρόεδροι της Βιομηχανίας, ένας αντιπρόεδρος και δύο διευθυντές που σύμφωνα με βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης, αντιμετωπίζουν την κατηγορία της κακουργηματικής απιστίας. Όπως περιγράφεται στο βούλευμα, η οικονομική ζημιά που προκλήθηκε στην περιουσία της βορειοελλαδίτικης επιχείρησης ανέρχεται σε 50 εκατ. ευρώ.
 
Επίσης σε δίκη παραπέμπονται ακόμη έξι άτομα, που πιθανότατα υπήρξαν πρόεδροι, αντιπρόεδροι και διευθύνοντες σύμβουλοι τριών συνεργαζομένων εταιρειών (πελατών της ΕΒΖ). Για ένα ακόμη πρόσωπο που περιλαμβανόταν στη δικογραφία δεν προέκυψαν τελικά ποινικές ευθύνες και απηλλάγη με το ίδιο βούλευμα.
 
Στη σχετική μηνυτήρια αναφορά καταγγελλόταν ότι οι προηγούμενες διοικήσεις συνέχιζαν να χορηγούν ζάχαρη επί πιστώσει στις τρεις παραπάνω εταιρίες-πελάτες, παρότι αυτές δεν τηρούσαν τους όρους που προβλέπονταν στις σχετικές συμβάσεις και παρά το γεγονός ότι οι οφειλές τους ανέρχονταν σε υπέρογκα ποσά.
 
Με βάση την παραπάνω αναφορά είχε διαταχθεί έρευνα, την οποία διενήργησε η Οικονομική Αστυνομία, το πόρισμα της οποίας διαβιβάστηκε στον εισαγγελέα Διαφθοράς Θεσσαλονίκης Αχιλλέα Ζήση, που με τη σειρά του παρήγγειλε διώξεις εις βάρος των εμπλεκόμενων προσώπων, ενώ ακολούθησε κύρια ανάκριση. 
 
Στο βούλευμα αναφέρεται πως οι κατηγορούμενοι «δεν προέβησαν σε καμία ενέργεια για τη θέσπιση προκαθορισμένης (έγγραφης) διαδικασίας σχετικά με τη λήψη-έγκριση των παραγγελιών ζάχαρης από πελάτες της και την εκτέλεσή τους προς αυτούς, παρότι το ηλεκτρονικό σύστημα της ΕΒΖ είχε τη δυνατότητα προειδοποίησης σε περίπτωση υπέρβασης των εγκεκριμένων πιστωτικών ορίων και μάλιστα είχε δοθεί προφορική εντολή από το δ.σ. της ΕΒΖ στην υπηρεσία μηχανογράφησης να εγκαταστήσει σύστημα παρακολούθησης του πλαφόν κάθε πελάτη, ούτως ώστε να μπλοκάρεται αυτομάτως η φόρτωση σε περίπτωση υπέρβασης, εντολή για την εκτέλεση της οποίας ουδέποτε μερίμνησαν ή έλεγξαν ως προς το εάν εκτελέστηκε».