Η διεθνής συμφωνία του 2015 για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, από την οποία αποχώρησαν μονομερώς οι ΗΠΑ του Ντόναλντ Τραμπ το 2018, επανέρχεται στο τραπέζι, μέσω διαμεσολαβιτικής προσπάθειας την οποία ελπίζουν να αναλάβουν οι ευρωπαϊκές χώρες-μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, Γαλλία και Αγγλία και η Γερμανία. H συμφωνία, γνωστή ως Κοινό Ολοκληρωμένο Σχέδιο Δράσης (Joint comprehensive plan of action, JCPOA), την οποία υπέγραψαν όλα τα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας και η Γερμανία, υπήρξε αποκαλυπτική της αδυναμίας της διεθνούς κοινότητας να αντιμετωπίσει τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό. 

Οι υπουργοί Εξωτερικών των τριών κρατών, που συναντήθηκαν στο Βερολίνο, στοχεύουν στην από κοινού μεσολάβηση μεταξύ της Ιρανικής κυβέρνησης και της νέας κυβέρνησης των ΗΠΑ, ώστε η συμφωνία να ενεργοποιηθεί και πάλι και, όπως αναφέρουν δημοσιογραφικές πηγές, με στόχο και να οργανώσουν την κοινή τους αντίδραση σε περίπτωση που εν τελεί η κυβέρνηση Τραμπ, στο δίμηνο που της απομένει, προβεί σε κάποια ακραία ενέργεια, όπως ο βομβαρδισμός εγκαταστάσεων στο έδαφος του Ιράν. Όπως έγινε γνωστό προ εβδομάδας, ο αμερικανός πρόεδρος άλλαξε τους επικεφαλής όχι μόνον του υπουργείου Άμυνας αλλά και του Πενταγώνου, ελπίζοντας ότι θα λάβει πράσινο φως για μία τέτοια επίθεση. Είναι γνωστό ότι τα δύο τελευταία χρόνια η κυβέρνηση Τραμπ δέχεται πιέσεις από την σύμμαχο της κυβέρνηση Νετανιάχου, στο Ισραήλ, να προχωρήσει σε ανοικτή σύρραξη με το Ιράν. 

Πιθανή επιτυχία της πρωτοβουλίας των τριών σημαίνει, κατ΄αρχήν, την άρση των κυρώσεων κατά του Ιράν, που το έχουν στραγγαλίσει οικονομικά και, κυρίως, έχουν εντείνει σε πολύ μεγάλο βαθμό τις συνέπειες της πανδημίας, καθώς οι ελλείψεις βασικών αγαθών και τα εμπάργκο στις παραγγελίες φαρμακευτικών και ιατρικών υλικών έχουν γονατίσει τη χώρα. 

Μέχρι σήμερα, η Ευρώπη δεν κατάφερε να παρακάμψει τις αμερικανικές κυρώσεις, περιοριζόμενη κυρίως σε ευχολόγια, με αποτέλεσμα οι ευρωπαϊκές εταιρίες να έχουν χάσει ένα σημαντικό πελάτη. 

Η συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν περιείχε και την άρση των κυρώσεων κατά της χώρας, κάτι που η Ιρανική πλευρά θύμιζε σε κάθε ευκαιρία, όσο υλοποιούσε τις από την πλευρά της δεσμεύσεις – χαρακτηριστικά το είχε υπενθυμίσει, μάλιστα, ο υπουργός Εξωτερικών του Ιράν, Μοχάμεντ Τζαβάντ Ζαρίφ, ακόμη και μία μέρα μετά το έγκλημα πολέμου που αποτελούσε η δολοφονία Σολεϊμανί. Τότε ο ίδιος ο Ζαρίφ ανακοίνωσε ότι, εφόσον το Ιράν έχει πράξει όλα όσα όφειλε βάσει της συμφωνίας, θα έπρεπε να προχωρήσει αντίστοιχα και η άρση των κυρώσεων και «πάγωσε» την από πλευράς Ιράν συνέχιση λήψης μέτρων με βάση τα προβλεπόμενα. Από τότε η κυβέρνηση Τραμπ έχει επιβάλει τρεις ακόμη φορές βαρύτατες κυρώσεις στο Ιράν και σε όποιον συνεργάζεται με το Ιράν, και μάλιστα εν μέσω πανδημίας, με πιο πρόσφατο το πακέτο κυρώσεων του Σεπτεμβρίου που μας πέρασε. 

Οι ως τώρα πληροφορίες από την Τεχεράνη δείχνουν ότι η παρούσα κυβέρνηση δεν είναι αρνητική σε αυτή την προοπτική, αν και υπάρχουν ενστάσεις, ειδικά καθώς η ως τώρα ευρωπαϊκή στάση δεν υπήρξε σταθερή υπέρ των διεθνών συμφωνιών και του διεθνούς δικαίου, υποκύπτοντας στον αμερικανικό παράγοντα. Στο Ιράν αναμένεται να αναδειχθεί νέα κυβέρνηση στις Προεδρικές εκλογές της 18ης Ιουνίου 2021. Εάν ως τότε δεν έχει επανέλθει η συμφωνία, είναι αδήλωτο τι μπορεί να ακολουθήσει. Υπενθυμίζεται ότι την συμφωνία του 2015 είχαν συνυπογράψει η Ρωσία, η Κίνα και οι τρεις ευρωπαϊκές χώρες που φέρονται σήμερα να δραστηριοποιούνται.

Η παρούσα κυβέρνηση της Τεχεράνης, φαίνεται θετική σε επανένταξη στη συμφωνία, ανακοινώνοντας το εμμέσως πρόσφατα, μέσω του εκπροσώπου της, ο οποίος ανέφερε ότι «κάποιες μεγάλες ξένες εταιρίες έχουν έρθει και ετοιμάζονται να επιστρέψουν στη χώρα αν αρθούν οι κυρώσεις» των ΗΠΑ, και «όποιος δεν εγκατέλειψε το Ιράν θα έχει ευκαιρίες για περαιτέρω ανάπτυξη» των δραστηριοτήτων του στη χώρα. 

Σε διαφορετικό μήκος κύματος κινήθηκε, σε πρόσφατες δηλώσεις του, ο ανώτατος πνευματικός ηγέτης του Ιράν, Αγιατολάχ Αλί Χαμενεΐ. Ο Αλί Χαμενεϊ φάνηκε πολύ πιο συγκρατημένος, και χαρακτήρισε αναξιόπιστους τους δυτικούς, αναφερόμενος στον τρόπο με τον οποίο η διεθνής κοινότητα δεν υπερασπίστηκε τη συμφωνία και τονίζοντας ότι οι συμφωνίες «απέβησαν άκαρπες» και «η μόνη λύση είναι να μην τις εφαρμόζουμε και να προχωρήσουμε. Τα κράτη της Δύση που επεμβαίνουν σε περιφερειακές υποθέσεις όλη την ώρα λένε σε εμάς να μην παρεμβαίνουμε. Οι κυρώσεις ήταν ένα έγκλημα που διέπραξαν οι ΗΠΑ μαζί με τους Ευρωπαίους εταίρους τους», είπε χαρακτηριστικά ζητώντας από το λαό του Ιράν να συνεχίσει να αντιστέκεται. Είναι πάντως πιθανό οι δηλώσεις να μην είναι κάθετα κατά της συμφωνίας, αλλά να εντάσσονται σε μελλοντική προσπάθεια του Ιράν, εφόσον το Κοινό Ολοκληρωμένο Σχέδιο Δράσης ενεργοποιηθεί και πάλι, να ζητήσει αποζημιώσεις για την τεράστια βλάβη που προκάλεσαν στην οικονομία του οι παράνομες κυρώσεις των ΗΠΑ, οι οποίες θα δρουν και ως εγγύηση, κατά κάποιο τρόπο, ότι η συμφωνία αυτή τη φορά θα τηρηθεί.