του Κωνσταντίνου Πουλή

Σε ένα χωριό αχρείων καταφθάνει μία ανυπεράσπιστη γυναίκα, που ζητάει καταφύγιο και πέφτει θύμα βιασμού. Στην αρχή ένας, μετά κάποιος άλλος, μετά και κάποιος ακόμα, τελικά τη βιάζουν όλοι. Ο πρώτος βιασμός είναι σοκαριστικός. Ο δεύτερος λίγο λιγότερο, αλλά είναι και αυτός σοκαριστικός. Καθώς προχωρούσε η ταινία –που δεν την καλοθυμάμαι τώρα πια– προσπαθούσα να συμφιλιωθώ με την ιδέα ότι ο τελευταίος βιασμός δεν μου φαινόταν πια σοκαριστικός. Ας το θέσουμε λοιπόν ως ερώτημα αρχής: πόσους διαδοχικούς βιασμούς μπορείς να παρουσιάσεις υποθέτοντας ότι η δραματουργική ένταση θα διατηρείται αμείωτη;

Αν κανείς σπεύσει να επισημάνει πως εδώ μιλάμε για ταινία και όχι για την πραγματικότητα, συνεπώς διαπράττουμε ύβριν μιλώντας για δραματουργία, φοβάμαι ότι υποτιμά τη δραματουργική διάσταση των ειδήσεων. Από την ανάλυση του Θουκυδίδη με βάση τα δραματουργικά μοτίβα της τραγωδίας ξέρουμε καλά πως δεν υπάρχει ποτέ καμία εξιστόρηση που να διεξάγεται χωρίς να μετέρχεται δραματουργικά μέσα. Αυτό συμβαίνει με το που ανοίγουμε το στόμα μας για να αφηγηθούμε μια ιστορία, δεν χρειάζεται να το επιδιώξουμε. Οι καημένοι οι παρουσιαστές ειδήσεων λοιπόν ζουν με αυτό το άγχος: Ενώ η ηθική ή νομική βαρύτητα του βιασμού είναι η ίδια, και για τον πρώτο και για τον τελευταίο, το μάτι του θεατή δυστυχώς συνηθίζει.

Έτσι ακριβώς συνηθίζουμε τη δυστυχία που παρακολουθούμε. Και μάλιστα, αυτό είναι το πιο τρομακτικό, συνηθίζουμε και τη δική μας δυστυχία. Όπως κανείς συνηθίζει τη βρώμα του ή τον θόρυβο από τα αεροπλάνα όταν μένει κοντά σε αεροδρόμιο. Υπάρχει ένα φαινόμενο που λέγεται προσαρμογή (ή εξοικείωση) του υποδοχέα στη νευρολογία, και σημαίνει ακριβώς το πώς μαθαίνει η μύτη να μη μυρίζει την ίδια μυρωδιά ή το κορμί να μην καταλαβαίνει το ρούχο πάνω στη σάρκα μας. Κάπως έτσι γλιτώνουμε, γιατί δεν είναι και εύκολο να ξαναγνωρίζεις και να επαναβεβαιώνεις τη θλίψη κάθε μέρα με φρέσκια ματιά. Αυτή η εξοικείωση είναι από τους μηχανισμούς με τους οποίους μαθαίνουμε να κρατάμε μια απόσταση από την πραγματικότητα για να την αντέχουμε.

Το κακό είναι πως ενώ η βρώμα είναι σαν να μην υπάρχει για μας όταν δεν τη μυρίζουμε, δεν συμβαίνει το ίδιο με τη δυστυχία. Είτε δείχνουν τα κανάλια στην τηλεόραση εικόνες ταλαιπωρημένων προσφύγων να ξεπαγιάζουν είτε όχι, αυτοί υπάρχουν. Στη διάρκεια της κρίσης υπήρξε πρώτα μια εξοικείωση με τις εικόνες των αστέγων. Αρχίσαμε να βλέπουμε κάποιους ανθρώπους να τρώνε από τα σκουπίδια, μετά περισσότερους και μετά πάψαμε να μετράμε. Μετά το ίδιο συνέβη με τις αυτοκτονίες και τελευταία με τους πρόσφυγες. Ένα, δύο, τρία, δεκατρία ρεπορτάζ, και κάπου εκεί το κανάλι βαριέται να λέει τα ίδια και τα ίδια.

Επειδή όμως η πολιτική και ηθική βαρύτητα αυτού που συμβαίνει δεν αλλάζει ούτε ελάχιστα ανάλογα  με το τι θυμόμαστε και τι δεν θυμόμαστε εμείς, χρειάζεται κάπως να ακονίσουμε τα αισθητήριά μας ώστε να μην ξεχνάμε. Όπως εκείνο το φάντασμα του πατέρα στον “Άμλετ” που φωνάζει «θυμήσου με», χρειάζεται να εξακολουθήσουμε να σκεφτόμαστε αυτό που οι ψυχικές μας άμυνες και η βαριεστιμάρα των καναλιών μάς καλούν να ξεχάσουμε. Πώς;

Μία λύση θα ήταν να αμφισβητήσουμε τη συναισθηματική βάση της ηθικής. Να αποδεχτούμε ότι στην πράξη μπορεί να οδηγείται κανείς από κίνητρα που δεν είναι τόσο αυθόρμητα, αλλά αυτό είναι αδιάφορο. Όπως συμβαίνει με τον οδηγό του ασθενοφόρου, που δεν μπορούμε να περιμένουμε ότι θα ζει καθημερινά την αγωνία ζωής και θανάτου των επιβατών του, αλλά θα οδηγεί γρήγορα όταν χρειάζεται, έτσι και εδώ μπορεί να αρκεί μια επιμονή που δεν εξαρτάται (μόνο) από τη φόρτιση. Το ζήτημα είναι πως αν αφεθούμε στη συναισθηματική μας αντίδραση, η εμπειρία λέει ότι αυτή δεν διαρκεί πολύ. Πόσα ρεπορτάζ για πρόσφυγες που κρυώνουν μπορούμε να δούμε και να έχουμε την ίδια αντίδραση, με την ίδια ένταση;

Επίσης, μπορούμε να ξανασκεφτούμε όχι τη συναισθηματική βάση της ηθικής, αλλά την πολιτική της αξία. Να αμφισβητήσουμε την ίδια την ηθική αντιμετώπιση των πολιτικών προβλημάτων. Αν υποθέσουμε ότι το να βασιζόμαστε στο συναίσθημα είναι επισφαλές, σκεφτόμαστε μετά αν μπορεί να υπάρξει αντίδραση που να μην έχει ανάγκη από τη συμπόνια. Αυτή θα ήταν μια πολιτική ανάγνωση που θα σνόμπαρε τη συναισθηματική σκέψη, λέγοντας ότι αυτά παθαίνουμε όταν προσπαθούμε να λύσουμε πολιτικά προβλήματα με ηθικά εργαλεία. Περιμένουμε, θα έλεγαν κάποιοι, να σταθμίσουμε την ηθική αγανάκτηση που προκαλεί το θέαμα του πόνου, για να ζυγίσουμε μετά κι εμείς ποιες είναι οι πιθανότητες να κουνηθεί κάποιο φυλλαράκι, με αποτέλεσμα έναν αδιέξοδο, γλυκερό ανθρωπισμό. Η σκέψη αυτή δεν ταιριάζει και πολύ στο δικό μου σκαρί.

Από την αρχή της κρίσης, από τη θέσπιση των πρώτων μέτρων που επιβλήθηκαν με το πρώτο μνημόνιο, αναρωτιόμασταν πόσο θα κρατήσει αυτό, ποια είναι τα περιθώρια της ανοχής που θα επιδείξει ο κόσμος που υφίσταται τις συνέπειες αυτής της πολιτικής. Αυτό κατάντησε πικρό αστείο στα χείλη των συστημικών σχολιαστών, που ειρωνεύονταν τις αισιόδοξες αριστερές προβλέψεις για εξεγέρσεις που καταφθάνουν οσονούπω, μετά το καλοκαίρι, με την επόμενη ψήφιση εξοντωτικών μέτρων κοκ. Οι σκέψεις για τη συνήθεια είναι για μένα μια προέκταση της ίδιας σκέψης για το τι είναι αυτό που κάνει τους ανθρώπους τόσο ανεκτικούς στη χειροτέρευση της ζωής τους. Δεν νομίζω ότι ωφελεί να υποβαθμίσουμε τη σημασία των συναισθημάτων, ούτε θεωρώ βεβαίως πρόσφορη στρατηγική την προπαγάνδα προκειμένου να τα χειραγωγήσουμε. Φοβάμαι όμως ότι είναι αναπόφευκτο, πως αν ποτέ κάτι κουνηθεί, θα είναι από μια απότομη εξαίρεση από τον κανόνα της επανάληψης. Θα είναι δηλαδή αυτό που μας ταρακουνάει εκτός συνήθειας.

Υπάρχουν ειδικοί όλων των λογιών που σκέφτονται τι πρέπει να γίνει. Το νόμισμα, το χρέος, οι τράπεζες, τα επιτόκια κοκ. Αυτά είναι για επιστημονικές φύσεις, για ανθρώπους με θετικό μυαλό. Η δική μου σκέψη από την αρχή της κρίσης εξασκείται σε παραλλαγές στο ίδιο πάντα ερώτημα: πώς εξηγείται τόση ανοχή; Έχω φάει μια φορά σε μεξικάνικο εστιατόριο, όπου δύο φίλοι έκαναν διαγωνισμό αντοχής στα καυτερά, με αποτέλεσμα να προσθέτουν πιπέρι στο τσίλι και τσίλι στο πιπέρι, μέχρι που φώναζαν και τα μάτια και η μύτη τους και το στόμα τους να σταματήσουν. Αυτή είναι η «προσαρμογή του υποδοχέα» για το κάψιμο: ο μαθημένος στα καυτερά θέλει όλο και πιο καυτερά για να καταλάβει. Έτσι λοιπόν κι εμείς, τα τέκνα της κρίσης, φαίνεται ότι όσο περνάει ο καιρός, τόσο περισσότερο χρειάζεται να σκληρύνει το παιχνίδι προκειμένου κάτι να μπορέσει να περάσει κάτω από χοντρό μας δέρμα. Γινόμαστε χοντρόπετσοι. Θύματα του δόγματος του σοκ, δεν καταλαβαίνουμε τίποτα. Βλέπω τις καθιερωμένες πορείες για την πρωτομαγιά, για το πολυτεχνείο, ακόμα και (φευ!) για τον Γρηγορόπουλο, και πάντα σκέφτομαι ότι δεν μπορώ να περιμένω τίποτα από τέτοιους μηχανισμούς τελετουργικά επαναλαμβανόμενης μαχητικότητας. Η συνήθεια μυρίζει παραίτηση.

Έλεγε ένας φίλος για τον στρατό, ότι πέρασε τις μέρες της βασικής εκπαίδευσης αδημονώντας να έρθει το πρώτο επισκεπτήριο. Όταν ήρθε, όλοι ήταν μετά χάλια. Πάνω που είχαν αρχίσει να συνηθίζουν και να βρίσκουν παρηγοριά στις μικροχοντράδες τους και τις φανταροπαρέες τους, το επισκεπτήριο θύμισε ξανά πώς ήταν ο κανονικός κόσμος, αυτός από τον οποίον προήλθαν όλοι, λίγες μέρες νωρίτερα. Κάπως έτσι φαντάζομαι ότι λειτουργεί ο λεγόμενος «ιδρυματισμός». Αντί να έχει σκέψεις ελεύθερου ανθρώπου κανείς, και να φαντάζεται παραλίες και βουνά, σκέφτεται τον προαυλισμό. Και μαθαίνει να περιμένει τη βολτίτσα στο προαύλιο, ώστε να μην απελπίζεται που του λείπει κάθε μέρα ο καθαρός αέρας του βουνού.

Δεν είμαστε φυλακισμένοι. Προστατευόμαστε όμως κι εμείς από την ελπίδα, για να μη θυμόμαστε πώς είναι να φαντάζεσαι τη ζωή σου αλλιώς. Αυτή η συνήθεια λοιπόν μάς προφυλάσσει από το επισκεπτήριο, από την ανάμνηση της όντως ζωής, από το οδυνηρό «πώς θα ήταν τα πράγματα αν…» Δεν ξέρω καθόλου πώς θα ήταν αυτό το «αν»: τι θα ζητούσαμε και τι θα πετυχαίναμε. Ξέρω όμως ότι όπως υπάρχει «ηδονή στον πονόδοντο», που έλεγε ο Ντοστογιέφσκι, έτσι υπάρχει και μια ηδονή στην καρτερικότητα, στο να μην περιμένουμε και να μην ελπίζουμε τίποτα. Δεν εννοώ το καζαντζακικό «δεν ελπίζω, είμαι ελεύθερος», που γράφουν τα κοντομάνικα στο Μοναστηράκι, εννοώ κάτι πολύ απλό και βαρύ: ότι έτσι σωζόμαστε από την απελπισία, με το να μην επιδιώκουμε τίποτα. Όσο σκεφτόμαστε μόνο αυτό που θα θέλαμε να συμβεί και φαντασιωνόμαστε εξεγέρσεις και φλεγόμενα πεζοδρόμια να πιέζουν γραφειοκράτες, απλώς και μόνο μελαγχολούμε. Αυτό που προτείνω είναι να κατανοήσουμε τα «δευτερογενή οφέλη»  αυτής της ψυχικής στάσης, ώστε να καταλάβουμε πώς διάολο γίνεται να περνάει τόσος καιρός και να μην κουνιέται φύλλο.

Το 2013, ένας άνδρας που είχε μείνει επί δεκαπέντε χρόνια σε ένα ενοικιαζόμενο δωμάτιο 1,56 τ.μ., στο Παρίσι, ζήτησε να του επιστραφούν τα ενοίκια, ως αποζημίωση για τις άθλιες συνθήκες της ζωής του. Γι’ αυτή τη σοφίτα χωρίς τουαλέτα πλήρωνε 300 ευρώ τον μήνα. Ο δικηγόρος της ιδιοκτήτριας μετέφερε την ευθύνη στο μεσιτικό γραφείο, καθότι αυτό το δωματιάκι παραβίαζε τη νομοθεσία, που επέβαλε να είναι τουλάχιστον 9 τ.μ. η επιφάνεια και 2,20 το ύψος. Όταν τον ρώτησαν οι δημοσιογράφοι πώς τα κατάφερε να μείνει εκεί για τόσα χρόνια, ο 50χρονος ενοικιαστής απάντησε: «συνηθίζει κανείς». Έχω γράψει ένα μικρό διήγημα βασισμένος σε αυτή τη φοβερή ιστορία και ιδίως στην καταληκτική φράση της, που απηχεί μια σοφία ντοστογιεφσκική, όπως όταν ο συγγραφέας λέει ότι ο άνθρωπος είναι το ζώο που συνηθίζει τα πάντα, στις «Αναμνήσεις από το σπίτι των πεθαμένων». Να ακούσουμε λοιπόν την ηχηρή παρότρυνση του Μάνου Χατζηδάκι να μη συνηθίσουμε το τέρας. Μιλούσε κάποτε για φασισμό και εννοούσε πράγματα που φαίνονται τώρα σχεδόν αγαθόκακα συγκριτικά, την Αυριανή κλπ, σε σύγκριση με τους αεράτους νεοναζί που κυκλοφορούν δίπλα μας τόσο αναίσχυντα σήμερα. Όμως σε αυτό το σχόλιο δεν μιλάει για την απλή χυδαιότητα. Μιλάει για τη συνήθεια που μαθαίνει τον άνθρωπο να αποδέχεται ησύχως τους εξαφανισμένους και βασανισμένους της χούντας του Πινοσέτ. Συνηθίζουμε για να μπορούμε να αντέχουμε. Για να μη χρειάζεται να σκεφτόμαστε ότι γίνεται και αλλιώς. Ταυτοχρόνως, η συνήθεια είναι ο τρόπος με τον οποίον εδραιώνεται η αποδοχή της βαρβαρότητας. Ένας ταπεινός και κρίσιμος στόχος λοιπόν είναι ακριβώς αυτός: να μη συνηθίσουμε.