Σίγουρα δεν αποτέλεσε κεραυνό εν αιθρία η απόφαση ενός από τα ανώτατα τούρκικα δικαστήρια να καταρρίψει την απόφαση του 1934 με την οποία η Αγία Σοφία απεκδυόταν τον θρησκευτικό της χαρακτήρα και γινόταν μουσείο. Δεν είναι κάτι καινούρια η επιθυμία τούρκικων ομάδων πίεσης να προχωρήσουν σε αλλαγή στη χρήση διάφορων ιστορικών μνημείων της εποχής του σουλτάνου Μωάμεθ του Β’ και μεταγενέστερων, στα πλαίσια της κατασκευής μιας νέο-ισλαμικής ταυτότητας.

Για παράδειγμα, η ΜΚΟ με το πομπώδες όνομα Sürekli Vakıflar Tarihi Eserlere ve Çevreye Hizmet Derneği (που με κάμποση βοήθεια από τον αγαπητό συνάδελφο, δημοσιογράφο Γιώργο Χρονόπουλο μεταφράζω ως: Μόνιμη υπηρεσία διεύθυνσης για  τα ιστορικά μνημεία και την περιβαλλοντική οργάνωση) «τρέχει» δικαστικά το θέμα από το 2005. Δικό της αποτέλεσμα είναι η δικαστική εξέλιξη που βοηθά στην αλλαγής της χρήσης της Αγίας Σοφίας από μουσείο σε τέμενος. Το εντυπωσιακό με την εν λόγω ΜΚΟ είναι ότι επιθυμεί να γίνουν λατρευτικοί χώροι όχι μόνο η Αγία Σοφία, αλλά και διάφορα τζαμιά-μνημεία, όπως το εμβληματικό Φετιχιέ τζαμί στη Ρωμαϊκή Αγορά στο κέντρο της Αθήνας και το Μπαϊρακλή τζαμί στη Λάρισα.

Δεν χρειάζεται να έχει κανείς μεγάλη φαντασία για να καταλάβει δύο πράγματα. Πρώτον, ότι αυτή η ιδέα δεν είναι και ιδιαίτερα πρωτότυπη και μάλιστα έχει οδηγήσει σε πλείστες γραφικότητες. Οι προσπάθειες να λειτουργήσει η Αγία Σοφία ως χριστιανική εκκλησία, δηλαδή να αλλάξει ο χαρακτήρας της ως μνημείου, έχει γίνει και από την ελληνική πλευρά. O ελληνοαμερικάνος λομπίστας, πάλαι ποτέ πρόεδρος του τοπικού κόμματος των Δημοκρατικών αλλά και Κυβερνήτης στο New Hampshire το 1991 -καθώς και στενός φίλος της ΝΔ στην Ελλάδα- Chris Spirou, ίδρυσε το 2005 την Παγκόσμια Ενορία της Αγίας Σοφίας (International Christian Orthodox Congregation of Agia Sophia, Inc.) με έδρες στο Λουξεμβούργο και την Αθήνα. Στις 17 Σεπτεμβρίου του 2010 είχε προσπαθήσει να τελέσει και λειτουργία στην Αγία Σοφία αλλά του απαγορεύτηκε η είσοδος στην Τουρκία, κίνηση που ήταν στα όρια του διπλωματικού επεισοδίου. Η απαγόρευση εισόδου οδήγησε τον Spirou να δηλώσει κάτι σεμνό σαν, «δεν καταλαβαίνω γιατί ο Πρόεδρος Ερντογάν μου συμπεριφέρεται διαφορετικά από ότι στον Πάπα».

Το δεύτερο σημαντικό που πρέπει να θυμάται κανείς όταν επιχειρεί να συζητήσει για το θέμα, είναι ότι η χρήση της Αγίας Σοφίας για πολιτικούς λόγους δεν είναι μια ιδιαιτερότητα του συγκεκριμένου μνημείου. Η ιδιαιτερότητα της ενασχόλησης με τα μνημεία έχει δύο παράγοντες. Ο πρώτος είναι ότι από τη φύση τους τα μνημεία είναι αντικείμενα πολιτικής. Αν δεν ήταν θα τα ονομάζαμε αλλιώς και θα τους φερόμασταν και εντελώς διαφορετικά. Όπως έχει αναφέρει και ο συγγραφέας Γουίλιαμ Φώκνερ στο θεατρικό του Ρέκβιεμ για μια μοναχή, «Το παρελθόν δεν είναι νεκρό. Δεν είναι καν περασμένο» (The past is not dead. It’s not even past) και με βάση αυτή τη συλλογιστική η καλλιτέχνιδα Κάρεν Κίπποφ θα γράψει ότι στη σχέση των μνημείων με τον δημόσιο χώρο και το ανθρώπινο σώμα αντιπαλεύουν η ιστορία και η μνήμη ως αντίρροπες δυνάμεις. Από τη μία η ιστορία είναι μια διαρκώς ημιτελής (εξ ου και προβληματική) ανακατασκευή από κάτι που δεν υπάρχει πια, ενώ η μνήμη συνδέεται με τη ζωή και τις κοινωνίες και γι’ αυτό είναι και εύθραυστη στις μεταβολές. Τα μνημεία λοιπόν, έρχονται όχι να μας θυμίσουν το παρελθόν, κάτι τέτοιο δεν θα μπορούσαν να το κάνουν, καθώς «εξιστορούνται» στο παρόν. Συνεπώς, τα μνημεία μας προσδένουν στο κάθε φορά παρόν ενός συγκεκριμένου κοινωνικού συσχετισμού.

Ο δεύτερος παράγοντας που αφορά την πολιτική χρήση των μνημείων είναι η οικονομία. Μόνο τη δεκαετία 2000-2010 διάφορες ΜΚΟ που ασχολούνταν με την αποκατάσταση της Αγίας Σοφίας συγκέντρωσαν περίπου 1.000.000 δολάρια. Ομοίως, ο Spirou δεν τα πήγε άσχημα με το fundraising για τους δικούς του σκοπούς. Ας μην ξεχνάμε, επίσης, ότι η Αγία Σοφία είναι το «Ταζ Μαχάλ της Τουρκίας» και ο πιο συχνός επισκέψιμος προορισμός (με εισιτήριο) στη χώρα.

Με βάση τα παραπάνω, το παρόν κείμενο δεν θέλει να μπει στο βάθος της σημασίας της απόφασης αυτής για το εσωτερικό της Τουρκίας. Θέλει πραγματική γνώση της τούρκικης πολιτικής και κοινωνικής πραγματικότητας για να επιχειρήσει κανείς μια ανάλυση που να μην είναι αρκούντως ελληνοκεντρική / οριενταλιστική και σε αυτό δηλώνω την ανεπάρκειά μου. Θέλω όμως στο παρόν κείμενο να αναπτύξω την ύπαρξη δύο παράλληλων τάσεων με αφορμή το συμβάν αυτό, που αφορούν την ελληνική πλευρά. Η μία είναι η τάση ενσωμάτωσης της ελληνοκεντρικής – εθνικιστικής αφήγησης για τα τεκταινόμενα από το σύνολο του επίσημου και ημι-επίσημου πολιτικού φάσματος και η δεύτερη μια τάση υπερπολιτικοποίησης των γεγονότων από την κυβερνητική πλευρά. Με λίγα λόγια, θεωρώ ότι την εξέλιξη για την Αγία Σοφία περισσότερο την χρησιμοποίησε η ελληνική πλευρά για να φωτίσει μια δική της αντίληψη για πράγματα που σχετίζονται με τις εξελίξεις στην ελληνική κοινωνία, παρά γιατί αντιλαμβάνεται κάποιον πραγματικό κίνδυνο από την τουρκική πλευρά ή έστω, ενδιαφέρεται για κάτι τέτοιο στο άμεσο μέλλον.

Βόηθα Παναγιά μου κι εσύ Πατροκοσμά…

Η κυρίαρχη εθνική αφήγηση λοιπόν, θέλει την Αγία Σοφία να απειλείται άμεσα από την μετατροπή της σε τζαμί, καθώς κάτι τέτοιο θα αλλοιώσει ανεπανόρθωτα τον χαρακτήρα της ως θρησκευτικού μνημείου της Χριστιανοσύνης και θα πλήξει τα ελληνικά συμφέροντα, τα οποία εκφράζονται μέσα από την αναγνώριση της Αγίας Σοφίας ως κορωνίδας της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Η λέξη κλειδί στην ιστορία μας εδώ είναι η «τουρκική προκλητικότητα». Η μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τέμενος είναι μια κίνηση που δεν μπορεί να συμβεί άμεσα, αλλά η απόφαση του δικαστηρίου λειτουργεί τροχιοδεικτικά για το μέλλον κι αυτό είναι κάτι που άπτεται της κοινής λογικής. Το κόστος της όποιας μετατροπής της για μόνιμες θρησκευτικές ανάγκες είναι τεράστιο για την τούρκικη οικονομία αυτή τη στιγμή, η οποία είναι σε ύφεση. Για την ακρίβεια, παρόλα τα ρεπορτάζ που αναφέρουν πιθανή αύξηση του ΑΕΠ κατά 0,6% για το 2020, με κλεισμένο το πρώτο τετράμηνο της χρονιάς η τουρκική οικονομία είναι στα χειρότερα επίπεδα της τελευταίας εικοσαετίας και οι πλέον ψύχραιμοι των (σοβαρών) οικονομικών αναλυτών προβλέπουν σημαντική ύφεση της τάξης του 8%.

Πώς λοιπόν μια τέτοια κίνηση είναι άμεσα προκλητική; Η ουσία εδώ είναι ότι παρόλες τις σημαντικές ανησυχίες που εγείρει μια διαφορετική χρήση της Αγίας Σοφίας από την μουσειακή, όπως την είχαμε συνηθίσει⸱ ανησυχίες που εκφράστηκαν κυρίως μέσα από θεσμούς, επιστημονικές ενώσεις και άλλους φορείς, είναι σαφές ότι η ελληνική πολιτική σκηνή επέλεξε να πάρει τις ανησυχίες αυτές και να τις ενσωματώσει στο αφήγημα περί άμεσης επιθετικής κίνησης του «Σουλτάνου Ερντογάν». Εδώ λοιπόν αναδύεται μια πρώτη σημαντική τάση για το ζήτημα. Το σύνολο του επίσημου πολιτικού φάσματος τοποθετείται αποδεχόμενο όχι τα γεγονότα, αλλά την κυβερνητική αφήγηση. Έτσι, η πλέον χαρακτηριστική δήλωση ανήκει στο ΚΚΕ όπου διαβάζουμε ότι η αλλαγή στον χαρακτήρα της Αγίας Σοφίας «μεθοδεύτηκε απ’ την κυβέρνηση Ερντογάν και αποτελεί ένα ακόμη στοιχείο κλιμάκωσης της τουρκικής προκλητικότητας». Είναι πράγματι ενδιαφέρον να προσπαθήσει να εξηγήσει κανείς τη μεθόδευση ενός προγραμματικού στοιχείου που υπάρχει στον πολιτικό λόγο και στις ενέργειες του ΑΚΡ ήδη από το 2013. Ακόμα και στην πέρα από το κοινοβούλιο Αριστερά και Αναρχία, η επίκληση της τούρκικης προκλητικότητας έχει ενδιαφέρον, η οποία συνδέεται είτε με αναζητήσεις γύρω από τον ιμπεριαλισμό, είτε με αναλύσεις που βλέπουν μια επίθεση στην κοσμική Τουρκία και στην τούρκικη εργατική τάξη. Σε κάθε περίπτωση, ο Ερντογάν είναι επιθετικός και αυτό είναι ένα δόγμα που πρέπει να γίνει αποδεκτό από το σύνολο όσων τοποθετούνται στο ζήτημα, ανεξάρτητα από την πολιτική τους τοποθέτηση.

Η δεύτερη τάση είναι η υπερπολιτικοποίηση των γεγονότων από την κυβέρνηση. Η κυβέρνηση έχει σηκώσει τους τόνους στέλνοντας επιστολές στο Λαϊκό Κόμμα, επισκεπτόμενη το Ευρωκοινοβούλιο και απειλεί με κάθε είδους κυρώσεις την Τουρκία μέσω του Νίκου Δένδια. Την ίδια ώρα, περισσότερο ή λιγότερο διακριτικά, η τούρκικη πλευρά απλά ψιθυρίζει στην Ε.Ε τις λέξεις «Λιβύη» και «Συρία» και υπενθυμίζει ότι είναι βασικός φύλακας των ευρωπαϊκών συνόρων. Η υπερπολιτικοποίηση, αρχικά, δεν δίνει το δικαίωμα στο ελληνικό κοινό να στοχαστεί αν πράγματι μπορεί ένα κράτος ή ένας υπερεθνικός οργανισμός όπως η Ε.Ε να επιβάλλει οικονομικές κυρώσεις π.χ. στον τομέα του τουρισμού (όπως ζήτησε ο Νίκος Δένδιας) για την ενδεχόμενη -στο αόριστο μέλλον- αλλαγή χρήσης ενός μουσείου σε τέμενος. Κάτι τέτοιο μοιάζει μέσα από τον λόγο της κυβέρνησης και λογικό και εφικτό, το οποίο αν δεν ευοδωθεί δεν θα είναι από την ανικανότητα της ελληνικής κυβέρνησης η οποία λέει συνειδητά ψέματα προς όλους, αλλά από τους άσπονδους φίλους μας της Ε.Ε, οι οποίοι δεν αποφασίζουν να πολεμήσουν την Τουρκία για χάρη της Ελλάδας και της Χριστιανοσύνης.

Στη συνέχεια, η τάση της υπερπολιτικοποίησης αφαιρεί την όποια δυνατότητα ξεδιπλώματος στρατηγικής από τους επίσημους ελληνικούς θεσμούς, καθώς τα γεγονότα και τις δυναμικές τους διαδέχεται ο ηθικός πανικός. Πολιτικοποιώντας την συζήτηση με όρους κατεπείγοντος, δημιουργούνται και οι απαραίτητες κοινωνικές και πολιτικές συναινέσεις για μεγαλύτερη εσωτερική καταπίεση στο άμεσο μέλλον.

Εκ νέου ανακάλυψη της εκκοσμίκευσης ή πολιτική πνευματικότητα από όπου κι αν προέρχεται;

Τελικά, στο ημι-υπαρκτό θέμα της αλλαγής της χρήσης της Αγίας Σοφίας από μουσείο σε τέμενος, το βασικό πρόβλημα είναι ότι με διάφορους τρόπους επανέρχονται με τρόπο εμφατικό εννοιολογικές κατηγορίες που μοιάζουν να θέλουν να εξηγήσουν το πρόβλημα αλλά το συσκοτίζουν ακόμα περισσότερο. Η πιο σημαντική από αυτές είναι η περίφημη «κοσμική Τουρκία» που εκφράζεται υποτίθεται από την απόφαση του Κεμάλ Ατατούρκ να γίνει η Αγία Σοφία μουσείο, το 1934.

Αρχικά, να πούμε εδώ ότι η εκκοσμίκευση εμφανίζεται στη συζήτηση ως έννοια που έχει αμιγώς θετικές ιδιότητες per se, χωρίς περαιτέρω επεξήγηση. Στην περίπτωση της Τουρκίας, ο κεμαλισμός ως ρεύμα εκκοσμίκευσης ταυτίζεται αποκλειστικά με την πρόοδο, με τον τρόπο που αντιλαμβάνεται κανείς την εκκοσμίκευση στις Σκανδιναβικές χώρες ή τη Γαλλία. Η απόφαση για την αλλαγή της χρήσης της Αγίας Σοφίας είναι, συνεκδοχικά, ένα πλήγμα στην πρόοδο και την πολιτική ελευθερία στην Τουρκία. Το πρόβλημα με αυτή την ανάγνωση είναι ότι παραγνωρίζει ότι ο κεμαλισμός ως πολιτικό ρεύμα έφερε στην σύγχρονη τούρκικη πολιτική ιστορία τέσσερα πραξικοπήματα (1960, 1971, 1980, 1997) με την περίφημη χούντα του Κενάν Εβρέν (επίσημα 1980-1983) να αφήνει βαθιά τα σημάδια της στην τουρκική κοινωνία ως σήμερα. Από την άλλη, η εικοσαετής σχεδόν πολιτική επικυριαρχία του Ερντογάν βασίζεται σε ένα νέου τύπου, νεοφιλελεύθερο, κοινωνικό συμβόλαιο το οποίο αφορά πολύ περισσότερο πληθυσμό από τα μορφωμένα μικροαστικά και μεσοαστικά στρώματα στα οποία μιλάει ο παραδοσιακός κεμαλισμός. Στην ουσία, η νέο-ισλαμική ταυτότητα της Τουρκίας του Ερντογάν είναι πιο κοντά στον κύριο πληθυσμό της Τουρκίας και έχει μεγαλύτερες πιθανότητες εξέλιξης της χώρας ως σημαντικής περιφερειακής δύναμης και ηγετικής δύναμης των σουνιτών μουσουλμάνων στη Μ. Ανατολή.

Μια τέτοια ανάγνωση πρέπει να γίνεται με αντίστοιχες τάσεις της ελληνικής κοινωνίας. Η ΝΔ σήμερα δεν αποτελεί μόνο μια παραδοσιακή δεξιά. Έρχεται να υπογράψει ένα νεοφιλελεύθερο κοινωνικό συμβόλαιο το οποίο αναζητά στο πολιτισμικό επίπεδο έναν συνδυασμό ελληνορθόδοξης «πνευματικότητας», ακροδεξιάς υφής και λόγου. Δεν μπορεί λοιπόν μια τέτοια τάση να αναμετρηθεί με το νέο-ισλαμικό τούρκικο αφήγημα και επιλέγει να επιτεθεί στον γνώριμο κεμαλισμό, όπως το έκανε τη δεκαετία του 1990. Όμως απέναντι δεν βρίσκεται ο κεμαλισμός και δεν μπορεί επίσης να είναι ούτε σύμμαχος.

Κλείνοντας, ο χαρακτήρας ενός μνημείου είναι μια διαρκής πρόσδεση στο παρόν. Αυτό σημαίνει ότι η Αγία Σοφία δεν θα μπορούσε να παραμείνει εσσαεί μουσείο και αυτό δεν είναι αποτέλεσμα μιας αυταρχικής στροφής ενός ημι-παράφρονα Σουλτάνου. Στην τούρκικη κοινωνία σήμερα συντελείται ένα χτίσιμο πολιτικής-θρησκευτικής ταυτότητας η οποία χρειάζεται τις δημόσιες νίκες της και τις προσδέσεις τις στον δημόσιο χώρο. Συνεπώς, λαμβάνοντας ως δεδομένο τον σημερινό συσχετισμό δύναμης θεωρούμε αναπόδραστο το γεγονός ότι η Αγία Σοφία θα γίνει τέμενος.

Προσωπικά, θεωρώ ότι δεν υφίσταται στην πράξη κάποιο νέο με πνευματική σημασία, αλλά μάλλον μια απόδειξη ότι η «κοινωνική ψυχή» της Τουρκίας δεν μπορεί να προσδένεται στην δυτική αφήγηση του εκκοσμικευμένου κράτους και γι’ αυτό τον λόγο οι εκκλήσεις για ένα μουσείο το οποίο είναι παγκόσμια κληρονομιά μάλλον δεν έχουν τόσα ευήκωα ώτα στην Τουρκία. Αντίστοιχα, στην Ελλάδα πλεονάζουν οι υποκριτικές φωνές και μια κίβδηλη εθνικιστική έξαρση η οποία στις ήπιες στιγμές της μασκαρεύεται ότι την ενδιαφέρουν τα ψηφιδωτά και ο διάκοσμος, ενώ στις εξάρσεις της ζητά να πάρει την Πόλη. Ο ενδιάμεσος δρόμος είναι να δει κανείς με ενδιαφέρον και χωρίς άγχος την ενδεχόμενη μεταστροφή ενός μουσείου σε τζαμί. Δεν είναι κάτι που δεν έχει ξαναγίνει στον συγκεκριμένο χώρο, θα ήταν υποκρισία να το ξεχνάμε. Τελικά, ίσως καλύτερα να υπάρχει ένα ζωντανό κτίριο στο οποίο ο ανθρώπινος φόβος, το δέος και η χαρά θα είναι πρακτικά παρόντα, παρά ένα κατασκεύασμα απονεκρωμένο από τη ζωή. Το «και διηγώντας τα να κλαις», σαν στάση ζωής είναι ήττα από τα αποδυτήρια.