Η «κρίση» είναι έννοια κατά βάση ευφημιστική, καθώς δεν σημαίνει τίποτα περισσότερο από βαθιά, δομική αλλαγή που συχνά βιώνεται επώδυνα (όχι φυσικά από όλους), χωρίς να προσδιορίζεται η ουσία της αλλαγής που γεννά την οδύνη. Πολλοί είδαν την ουσία της αλλαγής στη φτωχοποίηση, στη διαδικασία διάλυσης του κοινωνικού κράτους και στη μεταφορά πλούτου στα πιο εύπορα στρώματα, ώστε να συσσωρεύσουν μεγαλύτερα κεφάλαια προκειμένου κερδοφορούν και να επιβιώνουν να στον εσωτερικό και ιδίως στο εξωτερικό ανταγωνισμό του παγκόσμιου καπιταλισμού.

Ασχέτως αν η κρίση τελείωσε (μπορεί η δημοσιονομική να ανακόπηκε αλλά η οικονομική και κοινωνική όχι), αυτή σχετίζεται θεμελιωδώς με το εγχείρημα του «εκσυγχρονισμού». Το πρώτο στάδιο της μεταφοράς πλούτου έγινε επί «εκσυγχρονισμού». Πρώτον, με υπερκοστολογημένα δημόσια έργα προκειμένου να συντελεστούν επιτεύγματα που είχαν οι «πιο ανεπτυγμένες και καπιταλιστικές» χώρες. Δεύτερον, μέσω του εικονικού, για πολλούς, πλουτισμού στο χρηματιστήριο. Από τον οποίο όμως πλούτισαν πραγματικά οι οικονομικές ελίτ, πάντα στα πλαίσια της συσσώρευσης κεφαλαίου και πάντα για τον ακόμα μεγαλύτερο πλουτισμό των ήδη περισσότερο πλούσιων.

Το «τυράκι» ήταν ως συνήθως ο εκσυγχρονισμός, το τυράκι ήταν πάντα «να γίνουμε Ευρωπαίοι», δηλαδή άτομα και οικογένειες (όχι απαραίτητα συνολικά ως κοινωνία) με μεγαλύτερο εισόδημα και ανεπτυγμένο καταναλωτικό τρόπο ζωής, ατομική επιτυχία, επίζηλες κοινωνικές θέσεις κατεκτημένες με πλήθος ξεχωριστών προϊόντων και υπηρεσιών κοκ. Δηλαδή να βγούμε κερδισμένοι στην αρένα του καταναλωτικού καπιταλισμού, «εμείς» απέναντι στους «άλλους» εντός Ελλάδας (λ.χ. ξένους, εργαζόμενους κ.λπ.) και εκτός Ελλάδας (στα Βαλκάνια ή στην ΕΕ). Και το κυριότερο, όσοι έστησαν τη φάκα αγνοούσαν ή έκρυβαν σκόπιμα ή δεν τους ενδιέφερε το κόστος, αφού έτσι κι αλλιώς η πρόσβαση στην πολιτική και οικονομική εξουσία είχε εξασφαλισμένη τη μετακύλιση στην «πλέμπα». Όμως όσο το τυράκι του «εκσυγχρονισμού» προορίζονταν για τους πολλούς (και το κεφάλι του τυριού για τους λίγους) άλλο τόσο η φάκα προορίζονταν επίσης για τους πολλούς.

Δεν θα πούμε κάτι πρωτότυπο (το έχουν γράψει πολλοί με πολλούς τρόπους και για πολλούς τομείς της κοινωνικής ζωής) αν γράψουμε πως η Ελλάδα από ιδρύσεως του εθνικού κράτους βρίσκεται μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Δηλαδή συνδυάζει στοιχεία της κοινωνικής, οικονομικής και πολιτικής ζωής, καθώς και πολιτισμό, τόσο από την «Ανατολή» όσο και από τη «Δύση». Στην πραγματικότητα αυτό που λέμε έμμεσα χρησιμοποιώντας τους όρους «Ανατολή» και «Δύση» είναι ότι η Ελληνική κοινωνία έχει στοιχεία τόσο από τις παραδοσιακές κοινωνίες όπως τις λένε οι κοινωνιολόγοι όσο και από το σύγχρονο τρόπο ζωής, τη νεωτερικότητα τη λένε πάλι οι κοινωνιολόγοι.

Το ζήτημα θα ήταν εύκολο αν υπήρχε μια (δηλαδή μια ομοιογενής) ελληνική κοινωνία, και όχι περισσότερες, διαχωρισμένες από σχέσεις εξουσίας. Συνήθως αυτοί που έχουν την οικονομική και πολιτική δύναμη κάνουν χρήση, διατηρούν όσο και όπως τους χρειάζεται το «μείγμα» Ανατολής – Δύσης, για τον εαυτό τους και τους άλλους. Εννοείται ότι το μείγμα δεν είναι ίδιο για όλους (λ.χ. αστικά – μικροαστικά – λαϊκά στρώματα), δεν είναι ίδιο για όλες της πτυχές της ζωής τους (λ.χ. εργασία – ελεύθερος χρόνος). Δημιουργούν πρότυπα «μείγματος» «Ανατολής» και «Δύσης», παράδοσης και σύγχρονης ζωής, που με τη δύναμή που διαθέτουν εντός και εκτός ΜΜΕ, τέχνης και πολιτισμού, τα κάνουν κυρίαρχα για τον εαυτό τους και τους άλλους, όπως λ.χ. τον «πολιτισμό της παραλιακής» (τον πολιτισμό του «σκυλάδικου»). Πρότυπα, που διατηρούνται και διατηρούν στο πέρασμα του χρόνου νοοτροπίες και συμπεριφορές, πάντα συνδεδεμένες με συμφέροντα.

Ιστορικά, οι ελίτ της χώρας εμφανίζονται ως λάτρεις των προτύπων των «πιο ανεπτυγμένων και καπιταλιστικών» κοινωνιών (προεκτείνοντας και στο παρελθόν αυτή τη στάση), αποκτώντας και μετουσιώνοντας τα «δυτικά» πρότυπα σε ταξίδια, φαγητό, ένδυση, επίπλωση, διασκέδαση, κοινωνικές συμπεριφορές κοκ. Με τρόπο που να μοιάζουν εξωτερικά με τους αστούς στις «πιο ανεπτυγμένες και καπιταλιστικές» κοινωνίες («ευρωλιγούρηδες» τους χαρακτήρισαν οι ηττημένοι μικροαστοί που έψαξαν καταφύγιο στην κοινότητα και την παράδοση).

Αυτό το ονόμασαν από παλιά «εκσυγχρονισμό» ή με άλλα ονόματα (ιδιαίτερη θέση κατέχει εδώ το φασιστικό καθεστώς Μεταξά), και σταδιακά το έκαναν μαζικό πρότυπο, ιδιαίτερα στη περίοδο εισαγωγής του καταναλωτικού καπιταλισμού στα τέλη ’70 και στα ‘80. Πώς όμως οι ελίτ αποκτούσαν τα μέσα για να διάγουν εξωτερικά έναν «ευρωπαϊκό», δηλαδή «πιο ανεπτυγμένο και καπιταλιστικό» τρόπο ζωής; Πώς αποκτούσαν τα μέσα να χτίσουν τον τρόπο ζωής τους και τις πολυτελείς συνοικίες τους στην Αθήνα ή βορειότερα όταν στην αντίπερα όχθη έστεκαν «φαβέλες», που δεν θα τις έβρισκες πουθενά στις «πιο ανεπτυγμένες και καπιταλιστικές» ευρωπαϊκές χώρες τις οποίες μιμούντο;

Μια αφήγηση λέει ότι τις αποκτούσαν μέσω της εξάρτησης, από τις χώρες και τα κεφάλαια που έρρεαν από τη Δύση και ιδιαίτερα από τις ΗΠΑ, ήδη από τέλος του εμφυλίου πολέμου, προς μια ολιγάριθμη ελίτ αλλά και μέσω αυτής της ελίτ προς μια μεσαία τάξη (με δανειοδοτήσεις, οικονομική και κοινωνική πολιτική, συχνά καταστρεπτική για το περιβάλλον και το «δυτικό» πρόσωπο της υπόλοιπης χώρας). Μια μεσαία τάξη που πάνω της στηρίζεται η ελίτ, και πάνω σε όλους αυτούς μαζί οι «σύμμαχοι» για να διεξάγουν τον Ψυχρό (τους) Πόλεμο. Τις αποκτούσαν δηλαδή με παρασιτικό, κρατικοδίαιτο, «ανατολίτικο» τρόπο στον οποίο ήθελαν εγκλωβισμένα τα λαϊκά στρώματα. Για πολιτικούς λόγους.

Στα πολιτιστικά ξεφαντώματα, η παρασιτική ελίτ της χώρα ξενυχτάει στα μπουζούκια, ξυπνάει μεσημεριάτικα κυνηγώντας «ψυχοκόρες», ταξιδεύει στην Ευρώπη, καταναλώνει επιδεικτικά τα επίζηλα αγαθά από τις «πιο ανεπτυγμένες και καπιταλιστικές» χώρες της Δύσης. Αντίθετα, τα λαϊκά στρώματα ανακυκλώνουν την ύπαρξή τους στρυμωγμένα στη γειτονιά (αργότερα στο «διαμερισματάκι»), προσπαθώντας να κερδίσουν το «καλό παλικάρι» ή την «καλή κοπέλα», διατηρώντας ιερούς δεσμούς με τις γονικές οικογένειες, τηρώντας τα «πατροπαράδοτα» έθιμα κοκ.

Το πρότυπο αυτό αν και διαφοροποιήθηκε στο πέρασμα του χρόνου, παρέμεινε το ίδιο μέχρι που η στροφή στον καταναλωτικό τρόπο ζωής ως πολιτική επιλογή οδήγησε στην κοινωνικοποίηση των συνηθειών των ελίτ. Μπουζούκια και σκυλάδικο για τους πολλούς πλέον, ουίσκι, εξοχικά, αυτοκίνητα, γούνες, μπλουζάκια με «κροκοδειλάκι» ή «στεφανάκι», εκδρομές στις γειτονικές χώρες κ.ά., όλα πράσινα απέξω και μπλε από μέσα, δηλαδή ο «εισαγόμενος» (κατά το μοτίβο της μιας παλιάς διαφήμισης). Σε ένα, κατά τα άλλα, «ανατολίτικο» περιβάλλον.

Κι εδώ μετά από κάποιο καιρό «έσκασαν» όχι ένα αλλά δυο από τα λάστιχα του ελληνικού καταναλωτικού καπιταλισμού. Όπως και στις «πιο ανεπτυγμένες και καπιταλιστικές» κοινωνίες «έσκασε» το λάστιχο της διαφοράς μεταξύ των κοινωνικών τάξεων την οποία απειλούσε η επέκταση του ίδιου του καταναλωτισμού. Έτσι ήδη από τις αρχές ’90, όπως στις «πιο ανεπτυγμένες και καπιταλιστικές» κοινωνίες, ήτοι είκοσι χρόνια από αυτές, όλο το «καράβι» άρχισε να γέρνει δεξιά σε ιδεολογικό επίπεδο και κατά προέκταση σε επίπεδο αιτούμενων και προσφερόμενων πολιτικών. Ο καταναλωτισμός ήταν μια επιλογή για διατηρηθεί το σύστημα όχι για να απειληθεί. Άρα έπρεπε να συνεχιστεί με άλλα μέσα.

Το δεύτερο λάστιχο του ελληνικού καταναλωτικού καπιταλισμού που «έσκασε» ήταν η πολιτιστική, παραδοσιακή μορφή του. Η πράσινη, αγροτική, «λαϊκή» του μορφή. Έτσι, η προσπάθεια διατήρησης της ταξικής διαφοράς φόρεσε το ένδυμα της απάλειψης της «αγροτίλας», της «βαλκανίλας» κ.λπ.. Φόρεσε δηλαδή το ένδυμα του «εκσυγχρονισμού». Αποφάσισε να είναι μπλε όχι μόνο μέσα αλλά και απέξω. Να συνεχίσει, να ολοκληρωθεί δηλαδή το πνεύμα του καταναλωτισμού ως στρατηγική διάκρισης και ατομικισμού, αλλά σε δεύτερο πλέον βαθμό, με τον ίδιο πάντα μηχανισμό οικονομικής πολιτικής που οδήγησε στη δημοσιονομική κρίση. Αγνοώντας ή αδιαφορώντας πως οι «σύμμαχοι» δεν είχαν πλέον ανάγκη την Ελλάδα και συνεπώς την ελίτ και την κοινωνική της βάση. Ο Ψυχρός Πόλεμος είχε τελειώσει. Το ίδιο και η «διείσδυση» (όπως την αποκαλούσαν) μέσω Ελλάδας στις Βαλκανικές χώρες – προς όφελος των «συμμάχων». Κάτι που ομολόγησε στην ομιλία του το 1999 ο Κλίντον μπροστά στην πολιτική ηγεσία της χώρας.

Για να το πούμε αλλιώς, ο «εκσυγχρονισμός», η καταπολέμηση της παράδοσης, της της «Ανατολής», όπως την θεωρούσε παλιότερα κι ο Μεταξάς, έγινε το ιδεολογικό όχημα και η πολιτική στρατηγική της διευρυμένης αναπαραγωγής της ανισότητας, της κοινωνικής διαφοράς και διάκρισης, κατά την οποία πλέον μπορούσαν να βάζουν τον εαυτό τους στον απέναντι πόλο. Ο «εκσυγχρονισμός» έγινε το ιδεολογικό και πολιτικό όχημα της αποκάθαρσης του λαϊκού από τον τρόπο ζωής του ελληνικού καταναλωτικού καπιταλισμού. Έγινε η ιδεολογία της αναρρίχησης και της ενσωμάτωσης στο «σύστημα» αυτών που ήρθαν από την «απέναντι» πλευρά του κοινωνικού φάσματος, για να πάρουν θέση δίπλα ή να διαδεχθούν αυτούς που ήσαν από παλιά σε αυτήν την πλευρά, στο «Κολωνάκι». Για να το πούμε πιο παραστατικά, ο «εκσυγχρονισμός» έγινε συνολάκι Βρυξελλών που το φόρεσαν (και το φορούν) πολλοί για να κρύψουν, κατά τους ίδιους, την «κάπα του τσοπάνη».

Η «κρίση», αντίθετα από ότι πίστεψαν πολλοί, δεν ξερίζωσε αλλά ενίσχυσε αυτή την τάση. Διότι ο καταναλωτισμός είναι ιδεολογία και ως εκ τούτου δεν κρύβεται στην τσέπη αλλά στο μυαλό. Γι’ αυτό και λιγότερες ή καθόλου δουλειές ή χρήματα στην τσέπη (ως συνέπεια της κρίσης) δεν σήμαινε και αλλαγή ιδεολογικής στάσης, αλλά μάλλον το αντίθετο, με πλήθος συνεπειών. Η κύρια συνέπεια του καταναλωτισμού σε συνθήκες κρίσης ήταν η εναγώνια αναζήτηση κάποιου πολιτικού φορέα που θα σταματήσει την πτώση, δηλαδή την κρίση, ώστε να δώσει την ξανά ευκαιρία στους οικονομικά, όχι όμως και ιδεολογικά, ηττημένους να πάρουν μια ανάσα, να δημιουργήσουν την ευκαιρία για το κυνήγι της κοινωνικής διαφοράς, της κοινωνικής διάκρισης. Ήταν δηλαδή η εναγώνια αναζήτηση ενός κοινωνικού «θύματος» που τη θέση του πήραν πότε οι ξένοι πότε οι διπλανοί. Για το κυνήγι ενός ακόμα μεγαλύτερου ατομικιστικού τρόπου ζωής, περισσότερο κερδοφόρου για τους ίδιους ατομικού ανταγωνισμού, δηλαδή περισσότερου μπλε.

Μπλε, που η δίψα της κοινωνικής διάκρισης, η νεοφιλελεύθερη λογική την οποία ενίσχυσε η «κρίση» ως διαδικασία συσσώρευσης κεφαλαίου μέσω της φτωχοποίησης, το έκανε να μοιάζει πιο πολύ με μαύρο. Ναι, το χρώμα του «εκσυγχρονισμού» έγινε αυτό που ήταν στην εποχή του Μεταξά. Μπλε βαθύ, μπλε σαν μαύρο. Όποιος θέλει να το δει κατάματα πρέπει να διαβάσει και ανάμεσα στις γραμμές.