Η μνήμη είναι, κυρίως, μια διαδικασία δημιουργίας νοημάτων η οποία έχει πάντα ένα συλλογικό πλαίσιο αναφοράς. Ακόμη και οι ατομικές μνήμες ποτέ δεν είναι απολύτως ατομικές, καθώς πάντα παράγονται μέσα σ’ ένα κοινωνικό και ιστορικό πλαίσιο. Οι «θρυμματισμένοι καιροί» του «σύντομου 20ου αιώνα», όπως τον χαρακτήρισε ο ιστορικός Eric Hobsbawm, μετέβαλαν ουσιαστικά τον τρόπο με τον οποίο τα δρώντα υποκείμενα αντιλαμβάνονται τη σχέση τους με το ιστορικό παρελθόν, με αποτέλεσμα να αλλάξει άρδην και ο τρόπος διαχείρισης και αναπαράστασης αυτού του παρελθόντος. Μετά το πέρας του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, η συλλογική μνήμη που αναδύθηκε δεν ήταν ενιαία και συμπαγής, δεν χωρούσε στα στενά όρια της εθνικόφρονης μνημοσύνης, στον απλουστευμένο δυϊσμό των «νικητών» και των «ηττημένων».
Το πολιτισμικό τραύμα που άφησε ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος υπήρξε τόσο μεγαλειώδες όσο και τερατώδες, μια ουσιαστική ρήξη του ιστορικού παρελθόντος με την σύγχρονη κοινωνική διαδικασία. Ακόμα και το πεδίο της τέχνης έμεινε πολλές φορές άκαμπτο μπροστά στις κτηνώδεις σφαγές των Ναζί, αδύναμο να αντιμετωπίσει με άμεσα δημιουργικό και πολιτικό τρόπο την φρικτή πραγματικότητα της «Τελικής Λύσης» και των στρατοπέδων συγκέντρωσης. Την φρικτή πραγματικότητα της τρομοκρατίας, της βαρβαρότητας και της εξαθλίωσης που επέβαλλε η ναζιστική μπότα όπου αυτή διάβαινε. Μετά το τέλος του πολέμου, αυτό που ακολούθησε έμοιαζε περισσότερο με εκκωφαντική σιγή, με μια άλλοτε αναγκαστική επιλογή άλλοτε επιβολή της λήθης παρά με μια συλλογική προσπάθεια αντιμετώπισης των πρόσφατων ανοιχτών πληγών που άφησε ο πόλεμος σε πολλαπλά επίπεδα.
Ειδικά στην Ελλάδα, το δόγμα της «εθνικοφροσύνης» που επικράτησε μετά τα Δεκεμβριανά του 1944 και οδήγησε, εν πολλοίς, στον Εμφύλιο πόλεμο, είχε μεν ως βασικό συστατικό τον αντικομμουνισμό, αλλά στην πραγματικότητα τάχθηκε με πρωτοφανή μονομέρεια εναντίον σε οτιδήποτε έφερε πάνω του την παραμικρή ρανίδα προοδευτισμού. Από τη δεκαετία του 1950 μέχρι και την πτώση της Χούντας των Συνταγματαρχών, η Αντίσταση του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ εναντίον των Γερμανών κατακτητών και μετέπειτα των Βρετανών νεοαποικιοκρατών, ο Εμφύλιος πόλεμος και οι μαζικές εκτελέσεις των αγωνιστών της αριστεράς, και έπειτα η Μακρόνησος και οι υπόλοιποι τόποι εξορίας και βασανιστηρίων θα τοποθετηθούν τεχνηέντως από το εθνικό αφήγημα μέσα στη λήθη της ιστορίας.
Έ τσι, η ιστορία από τις απαρχές του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1950, μετατρέπεται σε μια ιστορία μιας συλλογικής απώθησης, ένα ανοιχτό συλλογικό τραύμα για το οποίο ελάχιστα μπορούν να ειπωθούν, με τις πληγές ανοιχτές και αιμάσσουσες. Η σύγχρονη ιστορία του τόπου σφυρηλατήθηκε μέσα στην γενικευμένη απαγόρευση της Μνήμης, μέσα σε συνεχείς διώξεις των αγωνιστών οι οποίες συνεχίστηκαν από τη στρατιωτική Χούντα την περίοδο της επταετίας και εν τέλει, έλαβαν τέλος το 1974 με τη συντριβή της.
Εικονογράφηση του Γιάννη Αντωνόπουλου (John Antono για τη μαρτυρία του 93χρονου πρώην ΕΠΟΝίτη Θόδωρου Κυριακίδη: «Το ΕΑΜ στην πλαγιά του Υμηττού: Μία άγνωστη ιστορία του Βύρωνα της Κατοχής».
Αλλά και μετά την πτώση της Χούντας, το καθεστώς της δεξιάς του Καραμανλή δεν επέτρεπε τις συλλογικές αναφορές στο πρόσφατο ιστορικό παρελθόν. Ακόμα και η ίδια η μετονομασία της ΕΡΕ (Εθνική Ριζοσπαστική Ένωσις) σε Νέα Δημοκρατία ήταν μια ουσιαστική μεταστροφή στον επίσημο τρόπο με τον οποίο έπρεπε να αντιμετωπίσει ακόμα και η ίδια η δεξιά το δικό της ιστορικό παρελθόν. Η κυρίαρχη δεξιά γρήγορα υιοθέτησε το αφήγημα της βολικής συλλογικής λήθης, κατηγορώντας όσους επανάφεραν τα ζητήματα των Δεκεμβριανών, της Λευκής Τρομοκρατίας, του Εμφυλίου, των στρατοδικείων και των τόπων εξορίας ως διχαστικούς, ως εχθρούς της ενωτικής δημοκρατίας. Η κύρια προτροπή στα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης ήταν να μην «αναμοχλεύονται τα πολιτικά πάθη», αφήγηση που αποτελούσε και το βασικό λογοκριτικό εργαλείο της κυβερνητικής παράταξης σε όλη τη διάρκεια της εξουσίας της.
Η διαρκής σύγκρουση της μνήμης με την επιβεβλημένη λήθη
Σε ένα συνολικό επίπεδο, τα χρόνια της Μεταπολίτευσης μετατράπηκαν σε έντονο πεδίο συνεχών διαβουλεύσεων για την επαναφορά αυτής της Μνήμης στη δημόσια σφαίρα, την σταδιακή απόδοση τιμητικής δικαιοσύνης στους πεσόντες και στους βασανισθέντες στο πλαίσιο μιας προσπάθειας υπέρβασης του παρελθόντος για τη συγκρότηση της σύγχρονης ελληνικής μεταπολιτευτικής ταυτότητας. Η αριστερά ατένιζε πλέον ανοιχτά με υπερηφάνεια το πρόσφατο πολιτικό της παρελθόν, ενώ η δεξιά αναγκάστηκε να εφεύρει νέους τρόπους απώθησής του, να ενισχύσει με νέες προοπτικές το εθνικό αφήγημα, εξαπολύοντας για ακόμα μια φορά μια σκληρότατη λογοκρισία που λήγει, εν πολλοίς, στα χρόνια της εξουσίας του ΠΑΣΟΚ τη δεκαετία του 1980.
Όχι ότι η τέχνη της Μεταπολίτευσης δεν ασχολήθηκε ή δεν προσπάθησε να ασχοληθεί με αυτά τα «πολιτικά πάθη», σε μια προσπάθεια να εκφράσει επιτέλους και η αριστερά τα δικά της ιστορικά βιώματα, τα αιματοβαμμένα τραύματα των αγωνιστών. Με μια ταυτόχρονη προσπάθεια να τσακίσει τα ψεύδη και τις συκοφαντίες του εθνικού αφηγήματος, την παραχάραξη και εργαλειοποίηση όλης της ιστορίας της νεότερης και σύγχρονης Ελλάδας, δείχνοντας έναν πρωτοφανή σεβασμό και μια καλλιτεχνία που συνέτριβε τη ασυνάγωνιστη κιτς αισθητική της ακούλτουρης δεξιάς.
Από τον «Θίασο» του Θεόδωρου Αγγελόπουλου, μέχρι τον «Άνθρωπο με το Γαρύφαλλο» του Νίκου Τζίμα, ταινίες με πολιτικό περιεχόμενο μεν, αλλά ακραία διαφορετικές μεταξύ τους σκηνοθετικά και σεναριακά, από την έκρηξη εκδόσεων δίσκων βινυλίου με πολιτικά τραγούδια και αντάρτικα μέχρι πρότινος απαγορευμένα από τη λογοκρισία, μέχρι τις θεατρικές παραγωγές, τις μαζικότατες συναυλίες και τις νέες εκδόσεις και επανεκδόσεις παλιών και νέων συγγραφέων, ο κόσμος της Μεταπολίτευσης είναι ένας κόσμος που διψάει για πολιτική τέχνη σε ένα μεγάλο μέρος του.
Μέσα στη δεκαετία του 1980, η μνήμη τρεμοπαίζει με τη λήθη, στο πλαίσιο της περιβόητης «Εθνικής Συμφιλίωσης». Το πτώμα του σκοτωμένου αντάρτη ξεθάβεται από τα χιόνια διαρκώς -παραπέμποντας στην αριστουργηματική αλληγορία των «Κυνηγών», του φιλμ του Θεόδωρου Αγγελόπουλου-, φέρνοντας αντιμέτωπη την ελληνική κοινωνία με το νεότερο ιστορικό και πολιτικό παρελθόν της. Η διαρκής σύγκρουση της επίμονης μνήμης με τη Λήθη κορυφώθηκε την περίοδο της οικονομικής κρίσης από το 2009 και έπειτα, και το πολιτισμικό τραύμα του εμφυλίου επανήλθε στο προσκήνιο με την άνοδο της δολοφονικής άκρας δεξιάς και της εγκληματικής οργάνωσης της νεοναζιστικής Χρυσής Αυγής στο πολιτικό σκηνικό.
Η συνεχής αναφορά στον λόγο του «Εθνικού Διχασμού» κυριαρχεί ακόμα και σήμερα μέσα στο ελληνικό κοινοβούλιο, όπου και οι πιο ακραίες δυνάμεις της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας τον χρησιμοποιούν κατά κόρον, εγκαλώντας ακόμα και σε από-νομιμοποίηση του ΚΚΕ. Παρ’ όλα αυτά, η σύγχρονη ελληνική τέχνη δεν έχει πάψει να λειτουργεί μέσα στο πλαίσιο της απώθησης και της λήθης, όχι μόνο για την ιστορική μνήμη αλλά για το πολιτικό εν γένει, προφανώς με ορισμένες εξαιρέσεις συγκεκριμένων καλλιτεχνών.
Σαν ένα άλλο ιδιόρρυθμο Γαλατικό χωριό, ένα πεδίο τέχνης, όμως, δεν σταμάτησε ποτέ να επαναφέρει συνεχώς στο προσκήνιο τα κεντρικά πολιτικά ζητήματα της νεότερης και σύγχρονης Ελλάδας. Η τέχνη των κόμικς, του σκίτσου και της γελοιογραφίας, έχει αποκτήσει τα τελευταία χρόνια μια πραγματική υπόσταση, σε βαθμό που να μπορούμε να μιλάμε, πλέον, για ελληνική σκηνή κόμικς. Ένα μέρος, μάλιστα, των Ελλήνων δημιουργών επιδίδεται σχεδόν συστηματικά στην επαναδιαπραγμάτεση της νεότερης και σύγχρονης ελληνικής ιστορίας μέσα από μια πραγματικά λαϊκή ματιά, αποκρυσταλλωμένη από τις ανακρίβειες και την στρεβλωτική και ενίοτε χυδαία προπαγάνδα του εθνικού αφηγήματος.
Ελληνικά κόμικς που επαναδιαπραγματεύονται την πολιτική ιστορία
Σε μια πρόσφατη κουβέντα μας με τον Θανάση Καραμπάλιο, δημιουργό του κόμικ «1800» που αναφέρεται στην προεπαναστατική περίοδο του 1821, μου τόνισε χαρακτηριστικά: «Η τέχνη οφείλει να είναι πολιτική, αλλιώς καταλήγει βίτσιο των αστών». Και είναι αλήθεια, ότι για αρκετά χρόνια αυτό το βίτσιο όχι μόνο οριοθέτησε ποια πράγματα είναι ικανά και ποια όχι να ειπωθούν στην τέχνη, αλλά ποια είναι τα ίδια τα όρια της μνήμης και της ιστορίας γενικά. Η επίσημη τέχνη αποκοινωνικοποίησε τους ανθρώπους του 19ου αιώνα, τους αγωνιστές της απελευθερωτικής Επανάστασης και των πρώτων χρόνων του ελληνικού κράτους, τους τοποθέτησε ως εικονίσματα δίπλα σε θρησκευτικές εικόνες στις σχολικές αίθουσες και στα γραφεία, να μας κοιτάνε εγκλωβισμένοι πίσω από το γυαλί ή σε αγάλματα κεντρικών δρόμων, απλά ονόματα αποκρυσταλλωμένα από το ιστορικό και κοινωνικό τους πλαίσιο.
Κάτι τέτοιο συνέβη και στον Θανάση Καραμπάλιο, όταν για χρόνια έβλεπε το άγαλμα του αρματολού και πειρατή Νικοτσάρα στην πλατεία του χωριού του, στα Γιαννωτά Ελασσόνας, χωρίς να γνωρίζει την πραγματική ιστορία του. Σοκαρίστηκε όταν διάβασε πως και ο ίδιος ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης είχε υπάρξει πειρατής στις Σποράδες, και συνεχίζοντας την έρευνα του, συνειδητοποίησε ότι όλα εκείνα τα πρόσωπα που τον κοίταζαν πίσω από τις κορνίζες είχαν υπάρξει πραγματικά δρώντα υποκειμένα, ήταν μέρος μιας πολυσύνθετης και πολύπλοκης κοινωνικής δομής, που λίγα πράγματα μαθαίνουμε τόσο για αυτή την κοινωνική δομή όσο και για τις ίδιες τις ιστορίες των ανθρώπων που υποτίθεται ότι τιμούμε την -φαντασιακή- επέτειο της 25ης Μαρτίου.
«Έχουμε μια απίστευτη ιστορία, γιατί να την αφήσουμε στους φασίστες;» είχε πει στο παρελθόν και ο ίδιος ο δημιουργός του «1800» (Εκδόσεις Jemma Press). Η επανοικειοποίηση της ιστορίας και της μνήμης έξω από τη μυθολογία του εθνικού αφηγήματος, των σχολικών εγχειριδίων και των πολιτικών της ακροδεξιάς τίθεται ως βασικό διακύβευμα όχι μόνο στο έργο του Καραμπάλιου, αλλά σε αρκετούς νέους δημιουργούς κόμικς.
Μέσα από το πρίσμα των λαϊκών αγώνων, οι κλέφτες και οι αρματολοί που όπλισαν τα άρματά τους εναντίον της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και των ντόπιων συνεργατών της οδηγώντας στην Επανάσταση του 1821, οι ίδιοι που το μετέπειτα ελληνικό κράτος θα τους τσακίσει στις διώξεις και θα τους αφήσει πεινασμένους και κουρελήδες να ζητιανεύουν στους επαρχιακούς δρόμους ή να ξαναβγαίνουν στο κλαρί, δεν εμφανίζονται ως οι δοξασμένοι απόγονοι ενός φαντασιακού αρχαίου παρελθόντος -όπως αργότερα τους παρουσίασε το εθνικό αφήγημα-, αλλά ως οι πρόγονοι και εμπνευστές των ανταρτών που οπλίστηκαν εναντίον του Ναζισμού και των ντόπιων ταγματασφαλιτών.
Έτσι και αλλιώς, οι ίδιοι οι ΕΑΜίτες και ΕΛΑΣίτες αντάρτες ταυτίστηκαν με τους μεγάλους καπεταναίους της Επαναστάσεως, όταν ρίχνονταν στις μάχες εναντίον του νέου καταχτητή που υποδούλωσε κάτω από την μπότα του τον τόπο τους και ανάγκασε για ακόμα μια φορά τον λαό να ζει στην βαρβαρότητα, στην εξαθλίωση και στην τρομοκρατία. Ο ίδιος Άρης Βελουχιώτης στον θρυλικό «Λόγο της Λαμίας» είχε αναφερθεί για την άμεση ιστορική συνέχεια που έβλεπε στο αντάρτικο σε σχέση με τα ασκέρια των αρματολών της προεπαναστατικής και επαναστατικής περιόδου του 1800, από όπου βγήκαν οι σπουδαίοι αγωνιστές της απελευθέρωσης.
Αυτή, όμως, η θεώρηση της ιστορίας ποτέ δεν γίνεται με τρόπο προπαγανδιστικό, ακραίο και στρεβλωτικό, αλλά υπονοείται με τρόπο ευγενικό και ειλικρινές από τους ίδιους τους χαρακτήρες, και κυρίως από τους αναγνώστες που μέσα στο πάθος των κλεφτών και αρματολών αναγνωρίζουν εκείνη τη συνέχεια που αποκρύφτηκε από την επίσημη ιστορία, το κοινό πάθος και τους αγώνες για την ελευθερία των Εαμιτών και Ελασιτών ανταρτών.
Ο ίδιος ο Καραμπάλιος ενορχηστρώνει την αφήγησή του με τους κεντρικούς πρωταγωνιστές της ιστορίας του να είναι προϊόντα μυθοπλασίας μέσα σε ένα πραγματικό ιστορικό πλαίσιο, ανάμεσα στους ανθρώπους που αργότερα έμελλε να γίνουν οι ήρωες της Επανάστασης του 1821. Δεν παραλείπει να αναφερθεί και στα εγκλήματα των Ελλήνων απέναντι σε αμάχους, χωρίς να δικαιολογεί ποτέ την φρίκη του πολέμου. Στον πόλεμο δεν χωράνε συγχωροχάρτια, και τα κρίματα τους τα γνωρίζουν πολύ καλά οι ήρωες του, καταραμμένοι να ζουν με τις δικές τους ερινύες για το υπόλοιπο της ζωής τους, οι οποίες εμφανίζονται στα όνειρά τους σαν γιγαντόσωμα λιοντάρια. Δεν τα αρνούνται ποτέ, αλλά έχουν γίνει μέρος της δικής τους καθημερινότητας. Με αυτόν τον τρόπο, ο Καραμπάλιος μας εισάγει στο ίδιο το κοινωνικό και ιστορικό πλαίσιο που έφερε όχι μόνο την Επανάσταση, αλλά και τα δεινά της μετά-επαναστατικής περιόδου, τις ξένες συμμαχίες, τις προδοσίες και τα ψεύδη που στιγμάτισαν ολόκληρες γενιές.
Αλλά η ιστορία του 1821 δεν είναι μόνο ένα μεγαλειώδες έπος, μια αφήγηση για ήρωες και ηττημένους. Πριν αρκετά χρόνια, ο αρχιτέκτονας και δημιουργός κόμικς Χρήστος Σταμπουλής είχε φιλοτεχνήσει ένα βουκολικό manga, φέρνοντας στο προσκήνιο και ένα άλλο διακύβευμα, ότι η ιστορία μπορεί να έχει και λίγη πλάκα. Η «Μαύρη Φουστανέλα» του, ένα κόμικ που για αρκετά χρόνια κυκλοφορούσε από χέρι σε χέρι, κυρίως στην Θεσσαλονίκη όπου και εκδόθηκε, επικεντρωνόταν σε όλες εκείνες τις αγκυλώσεις που μπαίνουν ως ανάχωμα σε οποιαδήποτε ψύχραιμη ιστορική κριτική.
Κεντρικός ήρωας του κόμικ, ο επονομαζόμενος «Μαύρη Φουστανέλα» ως ένας άλλος σαμουράι ξεκινάει μια περιπέτεια για να βρει την αγαπημένη του Μαυροβουλίτσα η οποία έχει πέσει θύμα απαγωγής. Όπως γράφει ο Γιάννης Ιατρού: «Ο ήρωας βρίσκεται στη δίνη της ελληνικής επανάστασης του 1821, και στις σελίδες του κόμικ παρελαύνουν τα πρωτοπαλίκαρα της, όπως Αδαμάντιος Κοραής, ο Κολοκοτρώνης, ο Μαυροκορδάτος, ο Ιμπραήμ, ο Κωλέττης, σε ενδιαφέροντες διαλόγους με τη Μαύρη Φουστανέλα, που, αν και γίνονται με αφορμή τη δεδομένη ιστορική συγκυρία, σχολιάζουν δηκτικά και τη σύγχρονη πολιτική πραγματικότητα».
Σε γενικές γραμμές, η ακροδεξιά έχει υφαρπάξει μεγάλο μέρος της νεότερης και σύγχρονης ελληνικής ιστορίας. Εκτός από τα χρόνια της Επανάστασης του 1821, πεδίον δόξης λαμπρό για το εθνικό αφήγημα υπήρξαν και οι Βαλκανικοί πόλεμοι, ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος και η Μικρασιατική Καταστροφή του 1922.
Δύο κόμικ που εκδόθηκαν τα τελευταία χρόνια από τον Soloup, το «Αϊβαλί» (εκδόσεις Κέδρος) το 2014 και το «21’ Η Μάχη της Πλατείας» (εκδόσεις Ίκαρος), το πρώτο για τη Μικρασιατική Καταστροφή βασισμένο σε κείμενα Ελλήνων και Τούρκων για το Αϊβαλί και το δεύτερο μια τεκμηριωμένη αφήγηση για την Επανάσταση του 1821, όπου μακριά από τις εθνικιστικές κορώνες, τα πρόσωπα που χαρακτήρισαν την ιστορία του 19ου αλλά και μέρος του 20ου αιώνα, αποκτούν κοινωνική υπόσταση.
Όπως αναφέρεται και στο οπισθόφυλλο του κόμικ «21’ Η Μάχη της Πλατείας»: «Ιστορίες πολλών ανθρώπων, η Ιστορία μας. Μάχες στα βουνά και στις θάλασσες, μάχες και στα λόγια, στα κείμενα όσων έζησαν την Επανάσταση ή ασχολήθηκαν με αυτήν. Μια «μάχη» και στη σημερινή πλατεία, μπροστά από το άγαλμα του Κολοκοτρώνη. Εκεί όπου οι κουβέντες για το 1821 ενός γέρου άστεγου παλεύουν με τη λήθη και τα εθνικά στερεότυπα, τις ερμηνείες της Ιστορίας, τις σιωπές της. Εκεί όπου οι μάχες, μέσα από τούτες τις αφηγήσεις, ζωντανεύουν μπροστά στα έκπληκτα μάτια ενός νεαρού κοριτσιού».
Η Μικρασιατική Εκστρατεία, ο Ελληνοτουρκικός πόλεμος, που για την Τουρκία έμεινε γνωστός ως ο Πόλεμος της Ανεξαρτησίας, η ήττα των ελληνικών στρατευμάτων και η τραυματική Μικρασιατική Καταστροφή πραγματεύονται και στο κόμικ του Θανάση Πέτρου «1922: Το τέλος ενός ονείρου», που εκδόθηκε το 2021 πάλι από τις εκδόσεις Ίκαρος. Μέσα από τη συστηματική ιστορική και βιβλιογραφική έρευνα, ο Θανάσης Πέτρου ζωντανεύει όλα εκείνα τα γεγονότα που επέφεραν την τραγωδία της Καταστροφής. Δεν κρύβει όμως και τις μελανές σελίδες της ιστορίας, όπως τον «Εθνικό Διχασμό» Βενιζελικών και Βασιλικών, αλλά και την ωμή βία, τα πλιάτσικα και τις δολοφονίες αμάχων από τα ίδια τα ελληνικά στρατεύματα. Όλα εκείνα τα σημεία, δηλαδή, που η επίσημη ιστορία προσπαθεί να αποκρύψει συστηματικά.
Αλλά και για τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο δεν λείπουν οι αναφορές από τους σύγχρονους δημιουργούς κόμικς.
Μια έκθεση που έλαβε χώρα τον Οκτώβριο του 2016 στο πολιτιστικό κέντρο «Μελίνα» του Δήμου Αθηναίων, με την υποστήριξη της περιφέρειας Αττικής, είχε ως τίτλο «12 Οκτωβρίου-Η Αθήνα ελεύθερη». Στην συγκεκριμένη έκθεση, όλα τα έργα της οποίας κυκλοφορούν πλέον στο βιβλίο «Ένα Γλυκό Ξημέρωμα» (εκδόσεις Jemma Press), 14 δημιουργοί κόμικς φιλοτεχνούν ιστορίες για την Αθήνα της Κατοχής και για τους ανθρώπους που έζησαν μέσα στη φρίκη της πείνας και της ανείπωτης βαρβαρότητας, αλλά ποτέ δεν έπαψαν να ονειρεύονται την ελευθερία. Για πρώτη φορά σε τέτοιο συστηματικό επίπεδο, Έλληνες δημιουργοί καταπιάνονται και με το μεγαλύτερο, ίσως, δηλητηριώδες αγκάθι, της πρόσφατης ιστορίας. Τον δοσιλογισμό, τους μαυραγορίτες, τους ταγματασφαλίτες και τους απανταχού συνεργάτες των Γερμανών. Αρκετοί δημιουργοί δεν παραλείπουν να υπονοήσουν την ιδεολογική συνέχεια των δωσίλογων με τους σημερινούς νεοναζί της Χρυσής Αυγής, σε μια άμεση αντιπαραβολή της φρίκης και της επικείμενης τραγωδίας που πρόλαβε να σπείρει στις μέρες μας το φίδι του νεοναζισμού.
Αλλά και το ίδιο το αντάρτικο, η Εθνική Αντίσταση εναντίον των Γερμανών και των ντόπιων ταγματασφαλιτών και μετέπειτα ο αιματηρός Εμφύλιος Πόλεμος, βρίσκει το δρόμο του στις μελανωμένες σελίδες των κόμικς. Με το κόμικ «Τέρμινους: Εικονογραφημένο αφήγημα για τους ανθρώπους του Εμφυλίου» (εκδόσεις ΚΨΜ), ο Λευτέρης Παπαθανάσης έρχεται να «αναμοχλεύσει εκείνα τα πολιτικά πάθη» τα οποία τόσο πολύ θέλησε να θάψει, να συκοφαντήσει και να στρεβλώσει το εθνικό αφήγημα. Ο Παπαθανάσης το συλλογικό ιστορικό τραύμα της αριστεράς και του εργατικού κινήματος μέσα από τα δικά του, οικογενειακά τραύματα, τις προσωπικές εμπειρίες που διαπλέκονται με τα γεγονότα, μέσα στη δίνη των ιστορικών συνθηκών.
«Τέρμινους» ονομάστηκε το σχέδιο του κυβερνητικού στρατού, υπό τις οδηγίες και την υλική στήριξη των ΗΠΑ, για τη διάλυση του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας την άνοιξη του 1947. Το σχέδιο αυτό ανατράπηκε χάρη την αποφασιστικότητα, τη γενναιότητα και την αυτοθυσία των αγωνιστών της Αριστεράς και των μαχητών του ΔΣΕ. Το «Τέρμινους» είναι οι ιστορίες του Βασίλη, της Ουρανίας, του Μιχάλη, στα βουνά των Τζουμέρκων της Ηπείρου, μα και χιλιάδων άλλων ανθρώπων, που πλήρωσαν με τη ζωή τους ή πλήρωναν για μια ολόκληρη ζωή την απόφασή τους να σταθούν απέναντι σε κάθε τύραννο και να σηκώσουν το κόκκινο αστέρι της ελευθερίας και της δικαιοσύνης πάνω από την Ελλάδα», γράφει για το έργο του ο δημιουργός.
Το «Τέρμινους» όμως, είναι πολλά περισσότερα πράγματα από ένα εικονογραφημένο αφήγημα για τους ανθρώπους του Εμφυλίου. Η ανάδειξη των γεγονότων δεν γίνεται μόνο με σκοπό αποτίμησης ενός τυπικού φόρου τιμής στους πεσόντες, αλλά στο πλαίσιο μιας γενικευμένης προσπάθειας κατανόησης όλων των συνθηκών που χαρακτήρισαν το κομμουνιστικό κίνημα μετά την ήττα του στα πεδία των μαχών από τα αμερικανικά όπλα. Ο Παπαθανάσης δεν παραλείπει να αναφερθεί στην καθημερινή αναμέτρηση του εαυτού μας με τις ιστορικές συγκυρίες που επήλθαν και που επέρχονται, πάντα ραγδαίες, πάντα αξιακά συντριπτικές και πολύ μεγαλύτερες από οποιαδήποτε ατομική υπόθεση. Μιλάει για το πως ξεκίνησε το κακοφορμισμένο τραύμα της αριστερής μνήμης, της δικής μας συλλογικής συνείδησης.
Το «Τέρμινους» αποτελεί ένα σπουδαίο έργο, μια πρώτη προσπάθεια να επανέρθει στη δημόσια σφαίρα μέσω της τέχνης των κόμικς μια ουσιώδης πολιτική συζήτηση για το παρελθόν, για το εργατικό κίνημα και το μέλλον του, αλλά και για το μέλλον όλων μας, που τσακίζεται καθημερινά από τη λαίλαπα του νεοφιλελευθερισμού.
Θρυμματίζοντας τη Λήθη
Ο περιορισμός στην έκφραση των επιζώντων της Γερμανικής Κατοχής, του Εμφυλίου και των τόπων εξορίας περιέπλεξε τη μελέτη της μνήμης για τη δεκαετία του 1940. Παρέμειναν έτσι ανοικτές οι πληγές και δεν μετατράπηκαν σε ένα επίσημο πολιτισμικό τραύμα, καθώς η συλλογική έκφραση του τραύματος της εποχής του Εμφυλίου ήταν απαγορευμένη από όλες τις μεριές. Οι επιζώντες αγωνιστές, όταν επέστρεψαν σε μια υποτυπώδη καθημερινότητα εκτός του ιστορικού τους πλαισίου, αναγκάστηκαν να βιώσουν την υπόλοιπη ζωής τους μέσα στην απόκρυψη των βασικών σημείων που συγκρότησαν την κοινωνική και πολιτική τους ταυτότητα.
Αναγκάστηκαν να ζήσουν για αρκετά χρόνια κοιτώντας τις κορνίζες των παλιών καπεταναίων της Επανάστασης πάνω από υψηλά ιστάμενα πρόσωπα που οριοθετούσαν την ιστορία και τη μνήμη με πολιτικές σκοπιμότητες, επιβάλλοντας τη στρέβλωση και τη Λήθη.
Οι νέες γενιές όμως των καλλιτεχνών δεν στέκονται άπραγες απέναντι στο παρελθόν, αλλά ζυμώνονται με αυτό δημιουργικά και με πολιτικό τρόπο, συνεχίζοντας την πάλη όχι μόνο με τα κυρίαρχα αφηγήματα, αλλά και με την άνοδο της άκρας δεξιάς και το φασισμού που αναδύεται συνεχώς και προωθεί το άσβεστο μίσος για τη δημοκρατία, για τον ίδιο τον άνθρωπο.
Είμαι αισιόδοξη για το μέλλον, γνωρίζοντας αυτούς τους υπέροχους δημιουργούς κόμικς που αρνήθηκαν να εικονογραφήσουν τα εγχειρίδια για το τραγελαφικό ιδιωτικό κολλέγιο του Άδωνη Γεωργιάδη, που βρίσκονται στην πρώτη γραμμή σε όλες τις σημαντικές πολιτικές δίκες της γενιάς μας και επιμένουν να επαναφέρουν συνεχώς όλα όσα κεντρίζουν το μίσος της ακροδεξιάς, ότι θα δούμε πολλά και σπουδαία πράγματα.
Ενδεικτική βιβλιογραφία:
ΒΟΓΛΗΣ, Π. (2004). Η εμπειρία της φυλακής και της εξορίας. Οι πολιτικοί κρατούμενοι στον εμφύλιο πόλεμο. Αθήνα: Αλεξάνδρεια
ΒΟΓΛΗΣ, Π. & ΜΠΟΥΡΝΑΖΟΣ, Σ. (2009). Στρατόπεδο Μακρονήσου 1947-1950, στο «Ιστορία της Ελλάδας του 20ού αιώνα», επιμ. Χρήστος Χατζηιωσήφ, τόμ. Δ2. Αθήνα: Βιβλιόραμα, σ. 51-81.
ΔΕΜΕΡΤΖΗΣ, Ν., & ΡΟΥΔΟΜΕΤΩΦ, Β. (2015). Πολιτισμικό τραύμα: Μια προβληματική της πολιτισμικής κοινωνιολογίας, στο «Επιστήμη και Κοινωνία: Επιθεώρηση Πολιτικής και Ηθικής Θεωρίας», 28, 1–19
ΕΛΕΦΑΝΤΗΣ, Α. (1993). Εθνικοφροσύνη: Η Ιδεολογία του τρόμου και της ενοχοποίησης, στο «Η ελληνική κοινωνία κατά την πρώτη μεταπολεμική περίοδο (1945-1967)», 4ο Επιστημονικό Συνέδριο Πάντειον Πανεπιστήμιο, τομ.1. Αθήνα: Ίδρυμα Σάκη Καράγιωργα, σ. 645-654
ΚΑΤΡΗΣ, Γ. (1974). Η γέννηση του νεοφασισμού στην Ελλάδα. Αθήνα: Παπαζήσης.
ΚΟΥΣΟΥΡΗΣ, Δ. (2014). Δίκες των δοσιλόγων. Δικαιοσύνη, συνέχεια του κράτους και εθνική μνήμη. Αθήνα: Πόλις.
ΜΑΡΓΑΡΙΤΗΣ, Γ. (2005). Ιστορία του Ελληνικού Εμφυλίου, Τομ. 1. Αθήνα: Βιβλιόραμα.
ΤΕΝΕΚΕΤΖΗΣ, Α. (2020). Τα μνημεία για τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Εικονομαχίες στην Ευρώπη του Ψυχρού Πολέμου (1945-1975). Αθήνα: Ασίνη.
Sabin R. (1996). Comics comix & graphic novels. Phaidon Press.