Νίκος Αγγελάκης, Πολιτικός Επιστήμονας, κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου στην Πρώιμη Νεώτερη Ευρωπαϊκή Ιστορία

Οι περιφερειακές εκλογές της 20ης Μαρτίου θα ήταν ένα ακόμα ασήμαντο πολιτικό γεγονός για την Ολλανδία, μια χώρα που μοιάζει να έχει μείνει ανέπαφη από την κρίση. Ο συνδυασμός δε, μιας πολιτικής κουλτούρας της συναίνεσης με την αποδοχή της νεοφιλελεύθερης ατζέντας από όλα τα κόμματα, έχει από καιρό θρέψει τον πολιτικό κυνισμό και την αδιαφορία. Ωστόσο η συμμετοχή αυξήθηκε, ξεπερνώντας οριακά κι αυτήν που παρατηρήθηκε στο πολύ σημαντικό δημοψήφισμα της περασμένης χρονιάς. Η επιστροφή των Ολλανδών στις κάλπες, σήμανε και την επιστροφή των φαντασμάτων του παρελθόντος: της σκληρής Ακροδεξιάς με την ιδιαίτερη ιστορική μορφή που αυτή παίρνει στην βόρεια και κεντρική Ευρώπη. Το FvD, ένα κόμμα που πρωτοεμφανίστηκε στις βουλευτικές εκλογές του 2017, ξεπέρασε ακόμα και τις προσδοκίες των ηγετών του, κατακτώντας την πρώτη θέση σε 3 περιφέρειες, μεταξύ των οποίων οι δύο (μακράν) σημαντικότερες της χώρας. Αυτή της Βόρειας Ολλανδίας και της Νότιας Ολλανδίας (Noord και Zuid Holland -ας μην ξεχνάμε ότι το διεθνές όνομα της χώρας είναι Κάτω Χώρες/The Netherlands, και ο όρος “Ολλανδία” αναφέρεται στο πλουσιότερο και πολυπληθέστερο κομμάτι της χώρας.) Πώς όμως οδηγήθηκε ως εδώ μια χώρα που στο συλλογικό φαντασιακό αποτελεί το λίκνο του φιλελευθερισμού και της ανεκτικότητας;

Ήταν πάλι σε τοπικές εκλογές, αυτή τη φορά δημοτικές, που η πέραν των ήδη ξεχειλωμένων ορίων της αστικής δημοκρατίας Ακροδεξιά έκανε την εμφάνισή της στην ολλανδική πολιτική σκηνή. Τον Μάρτιο του 2002, ο Δήμος του Ρότερνταμ, της κατεξοχήν πόλης της ολλανδικής εργατικής τάξης, έφυγε για πρώτη φορά μεταπολεμικά από τον έλεγχο του Εργατικού Κόμματος. Νικητής ήταν ένας ανοιχτά ομοφυλόφιλος, πρώην Μαρξιστής, πρώην καθηγητής Κοινωνιολογίας, πρώην Εργατικός και πρόσφατα διαγραφείς εξαιτίας των “ακραίων δηλώσεών του” από ένα περιθωριακό ακροδεξιό κόμμα, ο Pim Fortuyn. Ο Fortuyn είχε μόλις ιδρύσει το άκρως προσωποκεντρικό κόμμα “Λίστα Πιμ Φορτάουν” και μέσα σε διάστημα λίγων μηνών είχε καταφέρει να μεταφέρει σχεδόν μονάχος του την πολιτική ατζέντα της χώρας στο πεδίο που συνέφερε τον ίδιο και την πολιτική του πλατφόρμα: την ισλαμοφοβία. Το πιο εντυπωσιακό είναι ότι οι απόψεις του αυτές, μεταξύ των οποίων και ότι το Ισλάμ είναι μια καθυστερημένη κουλτούρα, δεν πυροδοτήθηκαν από την 11η Σεπτεμβρίου του 2001 άλλα αντιθέτως προϋπήρχαν αυτής, και δεν θα ήταν παράλογο να υποθέσει κανείς ότι το σοκ του Δυτικού κόσμου από τη μεταφορά του πολέμου έστω και για λίγες ώρες από τις νεο-αποικίες στις μητροπόλεις -με την επίθεση στους Δίδυμους Πύργους- προσέφερε ευήκοα ώτα στον Fortuyn.

Ο ικανότατος ακροδεξιός ρήτορας στράφηκε επίσης κατά των πολιτικών ελίτ της χώρας, τονίζοντας ότι με την εμμονή τους στη συναίνεση και την ανάθεση σε τεχνοκράτες των σημαντικών πολιτικών αποφάσεων, σκότωσαν τη δημοκρατία στην Ολλανδία. Αυτό το πάντρεμα κοινωνικού συντηρητισμού, εθνικισμού και ο κατ' επίφαση αγώνας του υπέρ της δημοκρατίας, τον έκαναν απρόσμενα δημοφιλή. Κι εκεί που όλα έδειχναν ότι κάλλιστα θα μπορούσε να κερδίσει τις επερχόμενες εκλογές και να προκαλέσει σχεδόν ανεπίλυτα προβλήματα στον σχηματισμό κυβέρνησης εξαιτίας της απλής αναλογικής που ακολουθεί η Ολλανδία, ένας περιβαλλοντικός ακτιβιστής άδειασε το όπλο του πάνω στον ακροδεξιό ηγέτη προκαλώντας σοκ στη χώρα με την πρώτη δολοφονία εξέχοντος πολιτικού προσώπου μετά από 350 χρόνια.

Οι εκλογές του 2002 που έλαβαν χώρα λίγες εβδομάδες μετά, μέσα σε ένα άκρως τεταμένο κλίμα, έφεραν τη “Λίστα Πιμ Φορτάουν” στη δεύτερη θέση και στη νέα κυβέρνηση συνεργασίας, η οποία άντεξε μόλις 87 ημέρες. Χωρίς τη χαρισματική προσωπικότητα του ηγέτη του να λειτουργεί ως συγκολλητική ουσία, το κόμμα ρίχτηκε στην εσωστρέφεια και στις εκλογές του επόμενου χρόνου καταποντίστηκε. Σταδιακά, η Λίστα πέρασε στην αφάνεια, ωστόσο άφησε το στίγμα της στην ολλανδική κοινωνία. Ήδη ο Jan Peter Balkenende, ο τότε νεοεκλεγείς πρωθυπουργός της χώρας που θα έμενε στην εξουσία για τα επόμενα 8 χρόνια, δήλωσε ότι συμφωνούσε απόλυτα με τον Fortuyn στην κριτική του προς τις Μωβ Κυβερνήσεις (συνεργασία των μπλε Χριστιανοδημοκρατών και των κόκκινων Εργατικών) και προς την ανεξέλεγκτη μετανάστευση. Ο ασκός του Αιόλου είχε ήδη ανοίξει.

Κι ενώ το 2002 όλοι ασχολούνταν με τα παραπάνω γεγονότα, ελάχιστοι γνώριζαν το παραμικρό για τον νέο εκπρόσωπο Τύπου του Κόμματος για την Ελευθερία και τη Δημοκρατία (VVD). Ήταν ένας ξανθός σαραντάρης με ολλανδικές και ινδονησιακές ρίζες, που πήρε ένα εξ αποστάσεως πτυχίο από ένα παντελώς άγνωστο εκπαιδευτικό ίδρυμα και κατοικούσε σε ένα φτωχό προάστιο της Ουτρέχτης. Από κάθε άποψη αποτελούσε το ανεστραμμένο είδωλο του καλογυαλισμένου Pim Fortuyn, μόνο που μοιράζονταν κοινές ιδέες σχετικά με το Ισλάμ και τη μετανάστευση, καθώς και παρόμοια ρητορική υπέρ του απλού πολίτη και κατά των ελίτ. Μοιράζονταν επίσης παρόμοια είσοδο στην πολιτική: και στις δύο περιπτώσεις είχε προηγηθεί η διαγραφή τους από το κόμμα στο οποίο αρχικά άνηκαν και ακολούθησε η δημιουργία του δικού τους κόμματος. Κι αν ο Fortuyn δεν πρόλαβε να απολαύσει τους καρπούς των προσπαθειών του, ο εν λόγω πολιτικός παραμένει επί 13 συναπτά έτη στη Βουλή έχοντας συμμετάσχει και σε κυβέρνηση συνεργασίας με το VVD, το πρώην κόμμα του. Το όνομά του είναι Geert Wilders και σε μεγάλο βαθμό έχει γίνει συνώνυμο της ευρωπαϊκής Ακροδεξιάς του 21ου αιώνα.

Ο Wilders ηγείται ενός εν πολλοίς sui generis κόμματος, του PVV, του οποίου είναι το μόνο μέλος. Ο ίδιος, μετά από απειλές, ακόμα και απόπειρες ενάντια στη ζωή του, χαίρει ειδικού καθεστώτος προστασίας από το ολλανδικό κράτος. Οι θέσεις του PVV προσομοιάζουν αυτές πολλών σύγχρονων ακροδεξιών κομμάτων: ισλαμοφοβία, ευρωσκεπτικισμός, αμέριστη υποστήριξη στο κράτος του Ισραήλ, υποβάθμιση του περιβαλλοντικού προβλήματος, κλπ., κλπ.

Όπως κι ο Fortuyn, ο Wilders δηλώνει υπέρμαχος των δικαιωμάτων των γυναικών και των ομοφυλόφιλων, τα οποία σύμφωνα με τις δηλώσεις τους απειλούνται σήμερα από το Ισλάμ. Μιλώντας εξ ονόματος των απλών πολιτών, ο Wilders έχει επινοήσει το αρχετυπικό ολλανδικό ζευγάρι που τον στηρίζει, τον Henk και την Ingrid, απλούς ανθρώπους που μένουν στην επαρχία και υποφέρουν από όλα τα προβλήματα που ο πολιτικός τής αρεσκείας τους καλείται να επιλύσει. Όπως κι ο Fortuyn, έτσι κι ο Wilders κατάφερε να μετατοπίσει την ατζέντα προς τα δεξιά, με τον νυν πρωθυπουργό και ηγέτη του συντηρητικού κόμματος VVD, Mark Rutte, να δηλώνει πως οι μετανάστες θα πρέπει να φερθούν «φυσιολογικά», «ακριβώς όπως οι Ολλανδοί», ή να σηκωθούν και να φύγουν. Ο ίδιος ο Wilders πάντως δηλώνει ότι απεχθάνεται τον φασισμό, με τον οποίο η αλήθεια είναι ότι το PVV δεν έχει καμία σχέση. Τόσο ο ίδιος, όσο και ο Fortuyn, απέχουν πολύ από το να χαρακτηριστούν ως φασίστες. Τα κόμματά τους είναι μάλλον προσωποπαγείς πλατφόρμες διαμαρτυρίας που δεν έχουν καμία διάθεση να ασκήσουν κριτική στην αστική δημοκρατία, δίχως το κάλεσμα σε μια εθνική παλιγγενεσία, χωρίς τη λατρεία της βίας και της ζωτικότητας (vitalitá) και πάνω απ' όλα, τα κόμματα αυτά δεν είναι μαζικά κινήματα, στερούνται δηλαδή του βασικού ειδοποιού χαρακτηριστικού του φασισμού που τον διακρίνει από κάθε λογής ακροδεξιές δικτατορίες ή και ημιδημοκρατίες. Αυτή η περιορισμένη δυναμική των παραπάνω κομμάτων, σε συνδυασμό με την προσωποπαγή τους δομή, τα καθιστά ευάλωτα σε συγκυριακές μετατοπίσεις του εκλογικού σώματος και σε πιέσεις από νέους, πιο δυναμικούς πολιτικούς σχηματισμούς που είναι ικανοί να κινητοποιήσουν τις μάζες όπως ποτέ δεν κατάφεραν να κάνουν εκείνοι -κι ενδεχομένως να μην ήταν τόσο ριζοσπάστες ώστε να ήθελαν και να το κάνουν.

Την άνοιξη του 2016, κι έπειτα από τη συλλογή του απαιτούμενου αριθμού υπογραφών, η κυβέρνηση της Ολλανδίας προκήρυξε δημοψήφισμα σχετικά με την πιθανολογούμενη ένταξη της Ουκρανίας στην ΕΕ. Όπως ήταν αναμενόμενο, η συμμετοχή ήταν εξαιρετικά χαμηλή και θα ήταν ακόμα χαμηλότερη αν δεν έκανε μια δυναμική καμπάνια ένα νεοϊδρυθέν think tank το οποίο αρνούνταν την ίδια τη συμμετοχή της στην ΕΕ, πόσω μάλλον τη διεύρυνση της τελευταίας. Το think tank, που ονομάστηκε Φόρουμ για την Δημοκρατία (FvD), αναστοχαζόμενο πάνω στο μέλλον του, μετασχηματίστηκε σε κόμμα, το οποίο καθοδηγούνταν από έναν εκκεντρικό νεαρό ακαδημαϊκό, τον Thierry Baudet (που συμπτωματικά έχει κι αυτός ινδονησιακές ρίζες) και υποστηριζόταν από τον έμπειρο δικηγόρο και δημοσιολόγο Theo Hiddema. Ο Baudet δηλώνει εμπνευσμένος απο τον Pim Fortuyn, θεωρεί ότι οι γυναίκες είναι από τη φύση τους λιγότερο φιλόδοξες και λατρεύουν να κυριαρχούνται από τους άντρες (και ως εκ τούτου μας συμβουλεύει να μη δίνουμε και τόση σημασία στα “όχι” τους και σε πιθανή αντίστασή τους στα ερωτικά μας κελεύσματα), απευθύνεται συχνά στο Κοινοβούλιο στα λατινικά και υποστηρίζει ότι είναι ο σπουδαιότερος εν ζωή Ολλανδός διανοούμενος. Ο πατέρας κι ο αδερφός του, Hiddema, ήταν μέλη του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος της Ολλανδίας, αν και ο ίδιος ισχυρίζεται ότι κρατούσε εμφανώς αποστάσεις διαφωνώντας έντονα με τον πατέρα του.

Κι αν αυτό το εκρηκτικό μείγμα ναρκισσισμού και ναζιστικού οικογενειακού υποβάθρου δεν είναι αρκετά τρομακτικό, οι διακηρύξεις του κόμματος μοιάζουν να είναι βγαλμένες από εποχές που οι περισσότεροι θεωρούσαν ότι πέρασαν ανεπιστρεπτί: Περίοπτη θέση κατέχει η ρητορική περί καθαρής ολλανδικής ταυτότητας, η οποία αλλοιώνεται όχι απλά από τους μουσουλμάνους όπως οι Fortuyn και Wilders θα συμφωνούσαν, αλλά γενικά από τη μετανάστευση. Το FvD ζητά επίσης την αύξηση των δαπανών των ενόπλων δυνάμεων της Ολλανδίας, την ίδια στιγμή που, συνεπές στις ακροδεξιές του αρχές, υιοθετεί μια οικονομικά φιλελεύθερη ατζέντα, ζητώντας περικοπές δαπανών, ιδιωτικοποιήσεις, φορολογικές μεταρρυθμίσεις υπέρ της αστικής τάξης και αξιολογήσεις εκπαιδευτικών. Για το FvD άλλωστε, η κοινωνική πρόνοια οδηγεί τους ανθρώπους στην παρακμή και τη νωθρότητα. Και φυσικά ένα κόμμα τόσο φιλικό προς τις επιχειρήσεις, δεν θα μπορούσε παρά να αρνείται το φαινόμενο της κλιματικής αλλαγής και τις επιπτώσεις που κάτι τέτοιο θα είχε στην απρόσκοπτη συσσώρευση κεφαλαίου. Επιπλέον, συνεχίζοντας την παράδοση της ολλανδικής Ακροδεξιάς, ζητά το άνοιγμα της πολιτικής στο κοινό και τη δημοψηφισματική δημοκρατία, δικαιολογώντας τον χαρακτηρισμό του ως Φόρουμ. Εκεί που έρχεται η πρώτη ρήξη με τους ακροδεξιούς προκατόχους του είναι η θέση του Baudet για κυβερνήσεις τεχνοκρατών, ειδικών δηλαδή αποκομμένων από τις πολιτικές διαβουλεύσεις, δείχνοντας πόσο επιφανειακή και προσχηματική είναι η κουβέντα περί δημοψηφισμάτων και αληθινής δημοκρατίας και πόσο εργαλειακά αντιμετωπίζει τις ιδέες και τις πολιτικές παραδόσεις του κάθε τόπου ο φασισμός, όπως θα μας υπενθύμιζε κι ο Robert Paxton. Κι εκεί που φαινόταν ότι το μείγμα ακραίου κοινωνικού συντηρητισμού και φιλελεύθερης οικονομικής ατζέντας δεν θα μπορούσε να γίνει πιο τρομακτικό, ο Baudet στο βιβλίο του Oikofobie σκιαγραφεί τις απόψεις του περί πολιτισμού, τονίζοντας την απέχθειά του στις μεταρεαλιστικές και μοντερνιστικές τάσεις που αναπτύχθηκαν στον 20ο αιώνα, στην αντι-δυτική στον πυρήνα της ατονική μουσική, καθώς και στη σύγχρονη αρχιτεκτονική, καθώς όλα τα παραπάνω αποξενώνουν το άτομο από τον χώρο του, από την ίδια του την πολιτισμική ταυτότητα. Αυτή η λατρεία προνεωτερικών και καθαρών μορφών, χτυπάει το πρώτο καμπανάκι σε όσους βιάζονταν να εντάξουν το FvD στα σύγχρονα ακροδεξιά κινήματα. Η επικοινωνία του Baudet με σεσημασμένους φασίστες όπως ο πατέρας Λε Πεν, χτυπάει το δεύτερο.

Ακόμα πιο τρομακτικά ωστόσο είναι όσα προκύπτουν από μια πιο προσεκτική μελέτη του κόμματος και των στελεχών του. Με 30.000 μέλη, ήδη είναι ένα από τα πιο μαζικά κόμματα της χώρας, παρόλο που καλά-καλά δεν έχει κλείσει τα 3 χρόνια ύπαρξης. Οι υποψήφιοί του είναι δικηγόροι, μεγαλογιατροί, επιχειρηματίες, μάνατζερ και πρώην αξιωματικοί. Οι δε ψηφοφόροι του είτε προέρχονται από το PVV είτε είναι ήδη καταξιωμένοι μεσοαστοί, μεταξύ των 35 και των 64 ετών, με όχι και τόσο υψηλό μορφωτικό επίπεδο. Είναι λοιπόν ένα κόμμα που κολυμπά ακριβώς στα νερά όπου ψαρεύει ο φασισμός, εκπροσωπώντας τη φοβισμένη μικροαστική τάξη και χαϊδεύοντας ταυτόχρονα τα αυτιά των μεγαλοαστών. Και μπορεί για την ώρα να μην έχει λάβει χαρακτηριστικά μαζικού κινήματος, η ραγδαία αύξηση των μελών του όμως από τη μία μεριά, και η τρομερά δυναμική του παρουσία στα social media από την άλλη, του δίνουν κάποια χαρακτηριστικά ενός σύγχρονου κινήματος. Ας σημειωθεί εδώ ότι η Ολλανδία πρωτοστατεί στη ρητορική μίσους στα social media, με αποκορύφωμα τις επιθέσεις εναντίον της αντιρατσίστριας μαύρης Ολλανδής Sylvana Simons, το κεφάλι της οποίας κατόπιν μοντάζ βρέθηκε σε κρεμασμένο σώμα θύματος της ΚΚΚ.

Ο παραδοσιακός αντικομμουνισμός των φασιστικών κομμάτων έχει αντικατασταθεί με την επικαιροποιημένη ρητορική περί “πολιτισμικού μαρξισμού”, την οποία το FvD όχι μόνο υιοθετεί, αλλά φτάνει στο σημείο να θεωρεί την ακραία συντηρητική και νεοφιλελεύθερη ΕΕ ως το προϊόν της κυριαρχίας του πολιτισμικού μαρξισμού που αποσκοπεί να διαλύσει τα καθαρά έθνη της Ευρώπης. Η διάθεση του Baudet να περικόψει τις αρμοδιότητες της Δικαστικής Λειτουργίας βρίσκεται σε σύμπνοια με τη ρητορική του περί μιας δυναμικής και αποφασιστικής κυβέρνησης ανεξάρτητης από τη Βουλή και αδέσμευτης από κάθε διακήρυξη περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων, τα οποία είναι εργαλείο της κυβέρνησης και παραχωρούνται ad hoc στους πολίτες. Άλλωστε για τον Ολλανδό πολιτικό, καθετί σημαντικό επιτεύχθηκε με σκληρό αγώνα, με βία, με ρώμη. (Αν η παραπάνω έμφαση στην αποφασιστικότητα και τη δυναμική του κράτους και η λατρεία της βίας και της ζωτικότητας (vitalitá) σας θυμίζει Μουσολίνι, καλώς σας τον θυμίζει.) Και παρόλο που ο ηγέτης του νεόδμητου κόμματος μιλά στο όνομα της δημοκρατίας, αυτή δεν είναι το προϊόν ενός κοινωνικού συμβολαίου αλλά η αυτονόητη συνθήκη ύπαρξης μιας πολιτισμικής κοινότητας όπου οι υπήκοοι αναγνωρίζουν τον εαυτό τους στους ηγέτες. (Αν αυτό πάλι σας θυμίζει τον γερμανικό ρομαντισμό και πολιτισμικό εθνικισμό των τελών του 18ου και αρχών του 19ου αιώνα, επίσης καλώς σας τον θυμίζει.)

Κάθε απόπειρα να εξηγηθεί αυτή η άνοδος συναντά σημαντικά εμπόδια, με αποτέλεσμα το φαινόμενο FvD να συσκοτίζεται ακόμα περισσότερο. Ενώ οι περικοπές του κράτους πρόνοιας και η καλπάζουσα φιλελευθεροποίηση της οικονομίας σίγουρα αφήνουν ένα αίσθημα πικρίας και δυσαρέσκειας στον μέσο πολίτη, η αγοραστική δύναμη των Ολλανδών είναι ακόμα αρκετά υψηλή, ενώ η ανεργία των ολλανδόφωνων αρκούντως χαμηλή ώστε να καλλιεργεί μια αίσθηση ασφάλειας στον πληθυσμό της χώρας. Αντίστοιχα, η προσφυγική κρίση του 2015 μπορεί να πυροδότησε την κουβέντα περί ολλανδικής ταυτότητας και να έκανε πολλούς να αναρωτιούνται σε τι συνίσταται αυτή, αλλά όπως είδαμε και παραπάνω, η μαζική Ακροδεξιά έλκει την καταγωγή της σε εποχές όπου ακόμα οι θεωρίες του Samuel Huntington περί του πολέμου των πολιτισμών (και εν προκειμένω του πολέμου μεταξύ της Δύσης και του Ισλάμ) δεν χάιδευαν ακόμα τα πιο χαμηλά ένστικτα του κοινού. Αντίστοιχα, μια ερμηνεία που βάζει στο επίκεντρο τον μεγάλο αριθμό μη λευκών μεταναστευτικών πληθυσμών, Τούρκων και Μαροκινών κατά κύριο λόγο, δεν αντέχει σε σοβαρή κριτική αφού αδυνατεί να μας εξηγήσει το γιατί η άνοδος της ακροδεξιάς απαντάται στις αρχές του 21ου αιώνα και όχι στον μισό αιώνα που προηγήθηκε, όποτε και οι πληθυσμοί αυτοί έφταναν στη χώρα χωρίς να έχουν αφομοιωθεί έστω και στο ελάχιστο. Ενδεχομένως, η πιο διαφωτιστική προσέγγιση να είναι αυτή που συνδυάζει τη σταδιακή μετάλλαξη της κοινής γνώμης όλα αυτά τα χρόνια της συνύπαρξης με διαφορετικές κουλτούρες με τον ρόλο που έπαιξαν οι πρόσφατες εξελίξεις, οι οποίες έδρασαν ως επιταχυντής.

Το πρώτο βήμα που πρέπει να κάνουμε, είναι να κατανοήσουμε πόσο διαφορετική είναι η κοινωνική πραγματικότητα στην Ολλανδία σε σχέση με την εικόνα που βγαίνει προς τα έξω. Πράγματι, κόντρα στην κύρια αφήγηση που θέλει την Ολλανδία να είναι μια προοδευτική χώρα, που αγκαλιάζει και καλωσορίζει τις διάφορες κουλτούρες και πολιτισμούς και ανέχεται τα πάντα, όποιος ερευνήσει λίγο πιο διεξοδικά την τοπική κοινωνία, ή μάλλον το αμάλγαμα των παράλληλων κοινοτήτων, συναντά τα ίδια προβλήματα για τα οποία άλλες ευρωπαϊκές κοινωνίες συχνά κατηγορούνται. Παρόλο που οι περισσότεροι μη λευκοί μετανάστες είναι πλέον δεύτερης ή και τρίτης γενιάς, τόσο εξαιτίας της φυσικής τάσης των μεταναστών να σχηματίζουν “ασφαλείς” κοινότητες με τους συμπατριώτες τους, όσο και της έλλειψης διάθεσης από μεριάς των Ολλανδών να τους εντάξουν αρμονικά στην κοινωνία τους, οι πρώτοι έχουν γκετοποιηθεί. Η γκετοποίηση αυτή, αντί να οδηγήσει σε έναν συγκρητισμό και μια όσμωση των πολιτισμών, μάλλον ανέδειξε τις διαφορές τους και τις κατέστησε αγεφύρωτες στα μάτια των πολιτών.

Χαρακτηριστικότερο όλων είναι το παράδειγμα των λεγόμενων “μαύρων σχολείων”, σχολείων δηλαδή όπου τα παιδιά μη γηγενών Ολλανδών (δηλαδή Μαροκινών, Τούρκων, κλπ.) είναι δυσανάλογα περισσότερα των λευκών. Κι αυτό δεν οφείλεται παρά στη συνειδητή επιλογή των λευκών γονιών να στείλουν τα παιδιά τους σε σχολεία όπου οι συμμαθητές τους είναι επίσης λευκοί. Ως αποτέλεσμα, όχι απλώς οι κοινότητες δεν έρχονται σε επαφή και μάλιστα στα χρόνια που τα παιδιά σχηματίζουν μια άποψη για τον κόσμο γύρω τους, όχι απλώς οι μεταναστευτικές κοινότητες παραμένουν οιωνεί μεταναστευτικές αφού διατηρούν τα έθιμα τους, τις συνήθειες και την προφορά τους, αλλά στο εθνικό προστίθεται και το ταξικό, αφού οι πλούσιοι ντόπιοι στέλνουν τα παιδιά τους στα καλύτερα σχολεία, εξασφαλίζοντας την ιδανική εκπαίδευση των γόνων τους και την αναπαραγωγή της ταξικής τους θέσης. Ακόμα κι όταν οι κοινότητες συναντιούνται και συνυπάρχουν, αυτό δεν γίνεται πάντα αρμονικά, όπως μας θυμίζει το χριστουγεννιάτικο έθιμο του Μαύρου Πιτ.

Σύμφωνα με το έθιμο αυτό, ο Μαύρος Πιτ ήταν ένας σκουρόχρωμος άντρας στην υπηρεσία του Άγιου Βασίλη. Ο Μαύρος Πιτ στις γιορτές αναπαρίσταται από κατάξανθους γαλανομάτες Ολλανδούς και Ολλανδέζες που φορώντας περούκες-αφάνα, βάζοντας μαύρη μπογιά στα πρόσωπά τους και υπερτονίζοντας τα χείλη τους, αναπαράγουν τα πιο σοκαριστικά στερεότυπα για την εμφάνιση των μαύρων, στερεότυπα βγαλμένα από το αποικιακό παρελθόν της χώρας. Και παρόλο που οι Ολλανδοί απορρίπτουν τις κατηγορίες ξένων και ομοεθνών τους πως το έθιμο είναι ρατσιστικό, οι μαύροι κάτοικοι της χώρας συχνά βρίσκονται στο επίκεντρο επιθέσεων, δεχόμενοι τη χλεύη των λευκών συμπατριωτών τους που αναπαριστούν τον ήχο της μαϊμούς, τους πετούν μπανάνες κλπ. Φυσικά η συμπεριφορά αυτή περιορίζεται σε ένα τμήμα της ολλανδικής κοινωνίας, ωστόσο το έθιμο χαίρει της αποδοχής της πλειοψηφίας των κατοίκων, παρά τις έντονες διαμαρτυρίες των υπολοίπων, με αποτέλεσμα να ξεσπούν βίαιες συγκρούσεις στην ετήσια διαμαρτυρία κατά του Μαύρου Πιτ.

Τα παραδείγματα ρατσισμού και συντηρητικοποίησης είναι πολλά, από το racial profiling της αστυνομίας μέχρι τις αυξημένες δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι ξένοι στο να βρουν κατοικία, κι από την αγανάκτηση των κατοίκων μπροστά στην επέλαση των αγγλικών ως τη ντε φάκτο γλώσσα πόλεων όπως το Άμστερνταμ μέχρι τον casual ρατσισμό που αντιμετωπίζουν οι περισσότεροι νεόφερτοι ξένοι.

Η ξενοφοβία ωστόσο δεν πάτησε στο πολιτικό κενό. Όπως συμβαίνει και σε πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες, ήρθε να συναντήσει ένα ρεύμα δυσαρέσκειας που γεννά το δημοκρατικό έλλειμμα που διέπει τις κοινωνίες του ύστερου, νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού. Επί σειρά ετών η ολλανδική πολιτική σκηνή χαρακτηριζόταν από μια αποπνικτική συναίνεση, η οποία ακύρωνε την έννοια της επιλογής μεταξύ πολιτικών κομμάτων με διακριτή πολιτική ατζέντα, δεν επέτρεπε στα πολιτικά πάθη να εκδηλωθούν και αποξένωνε τον πολίτη από την πολιτική μιας και δεν υπήρχε τρόπος να παρέμβει και να εκφράσει την όποια διαφωνία του. Ο ολλανδικός πραγματισμός (που συχνά περνάει προς τα έξω ως ανεκτικότητα ή και προοδευτισμός), έφτασε στο ζενίθ του τη δεκαετία του ‘90, με τους αλλεπάλληλους “μωβ συνδυασμούς” (συγκυβέρνηση των “μπλε” Χριστιανοδημοκρατών και των “κόκκινων” Εργατικών”), που προώθησαν τη λιτότητα και έκαναν την πολιτική μια υπόθεση τεχνοκρατών. Η εμπιστοσύνη στην κυβέρνηση και στους θεσμούς έφθινε δραματικά, όπως έδειχναν απανωτές έρευνες γνώμης. (Αναζητώντας κανείς, θα βρει πληθώρα άρθρων που μελετούν αυτή την απίστευτη απώλεια εμπιστοσύνης που έλαβε χώρα περίπου με την άφιξη της νέας χιλιετίας, σε σημείο να αποκαλείται από τους ακαδημαϊκούς ως “The Dutch Drop”.) Απαντώντας σ' αυτές τις σιωπηλές και ανέκφραστες στο κεντρικό επίπεδο φωνές διαμαρτυρίας και απέναντι σ' αυτό το κλίμα συναίνεσης και την κυριαρχία τεχνοκρατών, υψώθηκε από το πουθενά η φωνή του Fortuyn. Αποδοκιμάζοντας τις “πολιτικές ελίτ”, ζητώντας άμεση δημοκρατία και προσωποποιώντας στον μουσουλμάνο μετανάστη όλα τα δεινά που υπέφεραν οι Ολλανδοί στη νέα νεοφιλελεύθερη πραγματικότητα στην οποία ζούσαν, ξαναζωντάνεψε το πολιτικό κλίμα της βορειοευρωπαϊκής χώρας. Οι διάδοχοί του πάτησαν πάνω σ' αυτό το μονοπάτι που άνοιξε ο διορατικός Fortuyn, καταφέρνοντας έτσι να εκφράσουν και ανθρώπους που ένιωθαν να μην έχουν λόγο στο τι γίνεται στη χώρα τους. Η απάντηση που έδωσαν οι ακροδεξιοί ήταν πολύ απλή: Η χώρα σου πλέον δεν σου ανήκει.

Συνοψίζοντας τα παραπάνω, μπορούμε να ισχυριστούμε πως η ολλανδική πολιτική κουλτούρα της συναίνεσης και η τεχνοκρατική στροφή των τελευταίων δεκαετιών που από κοινού αποδημοκρατικοποίησαν την πολιτική, σε συνδυασμό με τη σταδιακή αλλά σταθερή επιδείνωση της οικονομικής θέσης πολλών στρωμάτων και τις φοβίες που αυτή η επιδείνωση γεννά στα μικροαστικά στρώματα, ήρθε να ξυπνήσει τα ξενοφοβικά ένστικτα που γεννά η διαρκής διάκριση των λευκών Ολλανδών από τους μουσουλμάνους Ολλανδούς. Η κρίση της Ευρωζώνης και η διαρκής προπαγάνδα του Τύπου για τεμπέληδες Νότιους που ζούνε με τα λεφτά του Ολλανδού φορολογούμενου, ο φόβος πως αν η χώρα δεν κάνει κάτι μπορεί να εκπέσει στην κατάσταση της Ιταλίας, της Ισπανίας, ακόμα και της Ελλάδας, καθώς και το προσφυγικό, ήρθαν να ρίξουν νερό στον μύλο της Ακροδεξιάς. Τέλος, αν λάβει κανείς υπόψιν το παρελθόν της Ολλανδίας ως αποικιοκρατικής δύναμης, ένα παρελθόν για το οποίο σπανίως ασκείται δημόσια κριτική και ακόμα πιο σπάνια γίνεται αντικείμενο αναστοχασμού, και όπως και στις άλλες Δυτικές χώρες γεννά ένα αίσθημα υπεροχής και ανωτερότητας του κράτους και του πολιτισμού (Ο Baudet μιλάει για τον ξεπεσμό του πάλαι ποτέ κορυφαίου πολιτισμού της ανθρωπότητας. Αλήθεια, σε ποιον πολιτισμό αναφέρεται, αν όχι στον Χρυσό Ολλανδικό Αιώνα όπου το μονοπωλιακό εμπόριο, το δουλεμπόριο κι η πειρατεία κατέστησαν την Ολλανδία το πλουσιότερο κράτος της εποχής του;), τότε όλα ξαφνικά φαίνεται να αποκτούν νόημα. Η σταδιακή συντηρητικοποίηση μιας αυστηρής και καλβινιστικής πλούσιας κοινωνίας επιταχύνεται και ριζοσπαστικοποιείται από δύο εξελίξεις που φαίνεται να ρίχνουν λάδι στην φωτιά τρομοκρατώντας τους Ολλανδούς πως η χώρα τους χάνεται από τα χέρια τους, ο πολιτισμός τους απειλείται να αλλοιωθεί από αλλότρια στοιχεία και η οικονομία τους διατρέχει τον κίνδυνο να περάσει μια κρίση αντίστοιχη με αυτή του ευρωπαϊκού Νότου. Το φάντασμα της ριζοσπαστικής Δεξιάς πλανάται πάνω από τα κανάλια του Άμστερνταμ.

Απέναντι σε μια τέτοια απειλή, η ολλανδική κοινωνία είναι εντελώς απροετοίμαστη. Το FvD δεν είναι απλά ένα οιωνεί φασιστικό κόμμα, είναι ένα κόμμα των κοστουμιών, ένα κόμμα το οποίο ξέρει πώς να απευθυνθεί στον μέσο, καλά εκπαιδευμένο και ευκατάστατο Ολλανδό, ως όμοιος προς όμοιο, χωρίς να φοβάται να λερώσει τα λουστρίνια του όμως και χωρίς να χάνει την επαφή με τους φοβισμένους πληθυσμούς της επαρχίας. Αντίδραση για την ώρα δεν υπάρχει. Τα συνδικάτα είναι πέρα για πέρα αδύναμα, σε όσους τομείς ακόμα υπάρχουν, και τελούν υπό τον έλεγχο του Εργατικού Κόμματος – του κόμματος του Γερούν Ντάισελμπλουμ για όσους απορούν πόσο “εργατικό” είναι το κόμμα αυτό. Η Αριστερά της χώρας έχει από καιρό στραφεί σε μεταϋλικά, μετακαπιταλιστικά αιτήματα, έχοντας απωλέσει την όποια μαχητικότητά της – χαρακτηριστικό είναι ότι το πιο ριζοσπαστικό κόμμα στη χώρα είναι το Κόμμα για τα Ζώα, ένα κόμμα που στην αιχμή της ατζέντας του είχε τα δικαιώματα των ζώων. Η εκκοσμικευμένη καλβινιστική νοοτροπία των Ολλανδών τούς εμφυσά μια βαθιά πίστη στους θεσμούς, με αποτέλεσμα η πολιτική τους κουλτούρα να προτιμά τη συναίνεση από τη σύγκρουση. Το πάθος, ωστόσο, του Baudet για μάχη και αγώνα, ίσως γεννήσει μια γνήσια και δυναμική αντίδραση από την άλλη μεριά. Για την ώρα πάντως, η αντιφασιστική συγκέντρωση που έλαβε χώρα στο Άμστερνταμ λίγες μέρες μετά τις εκλογές, χαρακτηρίστηκε από τη χαμηλή συμμετοχή. Ωστόσο στις οριακές εποχές που ζούμε, ο ιστορικός χρόνος δεν κυλά με τη συνηθισμένη του ταχύτητα και οποιεσδήποτε προγνώσεις είναι καταδικασμένες να διαψευστούν.

Κύριες αγγλόφωνες πηγές:

https://www.dutchnews.nl/features/2019/03/wynias-week-thierry-baudets-meteoric-electoral-rise-explained/?fbclid=IwAR34b1A4sqgiFyh3-gQqLnDwmHDEsGjINxTBIGfYdMxwboiaSnjbqu63hk

https://www.jacobinmag.com/2019/03/netherlands-forum-voor-democratie-thierry-baudet 

El Zoheiry, Omar (2012), “The Dutch Political Experiment: Phase Three”, Macalester International: Vol. 30, Article 8.

https://www.politico.eu/article/thierry-baudet-forum-for-democracy-netherlands-5-things-to-know-about-dutch-far-rights-new-figurehead/?fbclid=IwAR3viHWCnlU7ncfuFKr2niyCwXLUXUJPIJKZEk09cQjx_vsJaAUpKRquGuA

https://www.economist.com/europe/2017/03/09/dutch-voters-anger-is-fuelling-populism?fbclid=IwAR0eBIEEyxOLqR7KFy4LJn7rXVAoAln8lWZ9BfTXA7txxYqafL0dYlvVBo8

https://foreignpolicy.com/2018/03/20/the-new-dutch-disease-is-white-nationalism/

https://www.diggitmagazine.com/articles/politics-and-digital-media-thierry-baudet-and-forum-voor-democratie

https://www.humanityinaction.org/knowledgebase/313-segregation-in-dutch-primary-schools

https://www.theatlantic.com/education/archive/2015/06/amsterdam-school-racial-segregation/396176/

https://www.aljazeera.com/indepth/features/zwarte-piet-black-pete-dutch-racism-full-display-181127153936872.html