Κείμενο που εκφωνήθηκε στην παρουσίαση του βιβλίου στο REDn’NOIR.

Τα φαινόμενα απατούν. Αυτός είναι ουσιαστικά ο υπότιτλός του. Τα εξεγερμένα υποκείμενα που μελέτησα παρουσιάστηκαν επικοινωνιακά και αντιμετωπίστηκαν νομικά ως ιδιαίτερα απειλητικά για την κατεστημένη τάξη, ενώ δεν υπήρξαν ποτέ θεμελιωδώς επικίνδυνα για αυτήν. Ο κίνδυνος για την αστική δημοκρατία προέρχεται πρωτίστως από τους τυπικά νοούμενους ως υπερασπιστές της. Αλλά ακόμα κι αυτό το συμπέρασμα δεν αποδίδει το νόημα του βιβλίου, ούτε εξηγεί τον λόγο ύπαρξής του.

Το εξώφυλλο, με το ρήγμα να δεσπόζει, παραπέμπει σε άλλες ερμηνείες. Υποδηλώνει το ρήγμα που διαχωρίζει τους σημερινούς αντάρτες από τους προδρόμους τους, το ρήγμα που προκαλείται στις προσωπικές πορείες των ατόμων που εμπλέκονται στην ένοπλη πάλη, το ρήγμα που καθορίζει τις ζωές των θυμάτων και των γύρω τους, το ρήγμα που δημιουργεί στην εύρυθμη λειτουργία του πολιτικού πεδίου η εξεγερσιακή βία της ένοπλης πάλης, το ρήγμα που απειλεί το κράτος δικαίου μιας αστικής δημοκρατίας από την πολιτική και νομική διαχείριση αυτής της βίας.

Ή μήπως το εξώφυλλο απεικονίζει το ρήγμα ανάμεσα στο είναι και το δέον, ανάμεσα στην πραγματικότητα και το όνειρο; Το ρήγμα ανάμεσα στο υπαρκτό, το εφικτό, το εν δυνάμει εφικτό και την ουτοπία; Το ρήγμα ανάμεσα στο όντως είναι και την εν δυνάμει αυτοπραγμάτωση μέσα από ατομικές και συλλογικές διαδικασίες;

Σε τελευταία ανάλυση, πίσω από όλα αυτά, πίσω από το πολιτικό πεδίο με τα εκάστοτε διακυβεύματα και εξουσιαστικά παιγνίδια του, πίσω από το κοινωνικό πλαίσιο όπου αυτό εντάσσεται, πίσω από την όποια ιστορική συγκυρία της οποίας είμαστε μάρτυρες, βρισκόμαστε εμείς – εσείς, εγώ, οι αντάρτες, όλοι όσοι προσπαθούμε να αποκτήσουμε μορφή μέσα στο γίγνεσθαι παίρνοντας θέση αμφισβήτησης, στάση κριτική. Όλοι όσοι ονειρευτήκαμε μια πιο δίκαιη, πιο ελεύθερη κοινωνία, και ερχόμαστε αντιμέτωποι σήμερα με ένα κραυγαλέο πολιτικό και, εν τέλει, υπαρξιακό αδιέξοδο, καλούμαστε να απαντήσουμε στο ίδιο ερώτημα: Και τώρα, τι κάνω;

Το ερώτημα δεν είναι μόνο Τι κάνω για να ζήσω με αξιοπρέπεια. Όπως είχε πει κάποτε ένας φίλος, το ζήτημα είναι ότι Κάπως πρέπει να πεθάνουμε. Ή, για να το πω αλλιώς, το ζήτημα είναι η διαχείριση της άφατης οδύνης του περάσματος από τη ζωή, όπου το τέλος μετράει εξίσου με την όλη πορεία. Όσο κι αν τμηθεί με άλλες ζωές σε μια προσπάθεια υπέρβασης της μοναχικής ένταξης στη ροή των πραγμάτων, όσο κι αν αφεθεί στη ζεστασιά της συλλογικής δράσης, η οδύνη δεν απαλύνεται, ο απολογισμός είναι αυστηρά μοναχικός.

Με τι λέξεις αποδίδεται ο πόνος του ανθρώπου που πέφτει στο κενό για να φύγει προς τα πάνω, μήπως και μπορέσει να δώσει μορφή στο άμορφο, ή καταφέρει να αρθρώσει το άφατο; Πώς μιλάμε για τον άνθρωπο που παλεύει να γίνει άνθρωπος; Πώς κρίνουμε τον αγώνα του, με τις νίκες και τις ήττες, με τις αδυναμίες και τα σφάλματά του; Και τι ακριβώς κρίνουμε; Την ανάγκη διεξαγωγής ενός αγώνα; Το πολιτικά πρόσφορο των μετερχόμενων μέσων; Το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα; Το πραγματικό αποτέλεσμα; Τη διαχείριση του αποτελέσματος; Καθρέφτες είμαστε, εμείς κι αυτοί. Καθρέφτες συγκεχυμένοι στις άκρες τους. Πού τελειώνει η εικόνα του άλλου και πού αρχίζει η δικιά μας;

Εσείς ξέρετε; Έχετε απάντηση; Εγώ, δεν βρήκα απάντηση, και αρχίζω να αποδέχομαι το γεγονός ότι μάλλον δεν θα βρω ποτέ. Ρευστές κι αμφίσημες είναι οι απαντήσεις, ολοένα και λιγότερο πειστικές. Με τα χρόνια, κατάλαβα ότι εκείνη η σωκρατική ρήση, Έν οίδα ότι ουδέν οίδα, είναι απολύτως ακριβής. Όσο περνάει ο καιρός, τόσο και λιγοστεύουν οι βεβαιότητές μου. Σήμερα, λέω πως εκεί ίσως είναι το μεγαλείο του ανθρώπου, στην άγνοια της ουσίας των πραγμάτων, στην απελπισμένη αναζήτηση αυτού που δεν μορφοποιείται, ακολουθώντας δρόμους που κανείς δεν ξέρει αν είναι αδιέξοδοι, ή αν μας οδηγούν εκεί που θέλουμε ή αλλού. Επιμένουμε στα τυφλά, ξανά και ξανά, επειδή αρνιόμαστε να πεθάνουμε πριν να ζήσουμε.

Και το ερώτημα έρχεται ξανά και ξανά, αμείλικτο. Και τώρα, εμείς, τι κάνουμε; Ποιοι να κάνουμε; Πόσοι απομείναμε; Με τι εργαλεία; Με τι ελπίδες; Με τι όραμα;

Ο στόχος του κατασταλτικού μηχανισμού μετατοπίστηκε. Πέρασε από την πάταξη του ανύπαρκτου πλέον ένοπλου στην εξάλειψη της αντίστασης των υπαρκτών άοπλων. Των άοπλων διαδηλωτών, των άοπλων ακτιβιστών, των άοπλων καταληψιών, των άοπλων νεολαίων στις πλατείες, με τις μη καθωσπρέπει συμπεριφορές. Όσοι επιμένουν ακόμα να εκφέρουν λόγο κριτικό, όσοι οργανώνουν αντιστάσεις ή εκφράζουν δημόσια μια διαφορετική κοσμοαντίληψη, όσοι υψώνουν ανάστημα αποκαλούνται εκπρόσωποι μιας αταξίας που πρέπει να παταχθεί, στο όνομα μιας τάξης με ιδεολογικό πρόσημο που, όταν καθίσταται ανεξέλεγκτη ή υφίσταται εγγενείς πιέσεις, επιβάλλεται τροφοδοτώντας ένα ανομολόγητο κοινωνικό χάος.

Οι όροι αντιστρέφονται μπροστά στα μάτια μας, η επικαλούμενη αποκατάσταση της τάξης είναι αταξία, εδραίωση της αποδιάρθρωσης της κοινωνικής και αστικής δικαιοσύνης, επίκληση αξιών αντινομικών με την ουσία του ανθρώπου. Δεν νοείται τάξη χωρίς ελευθερία. Αποκατάσταση τάξης βασισμένη στην υποταγή μέσω του φόβου οδηγεί στο χάος. Διαλύει προσωπικότητες, διαρρηγνύει τις σχέσεις των ατόμων με το σύνολο, απονοηματοδοτεί τη λειτουργία του πολιτικού γίγνεσθαι.

Τα φαινόμενα απατούν και πάλι. Στην πραγματικότητα, οι πηγές της τάξης και της αταξίας είναι αντεστραμμένες. Αυτή τη φορά όμως είμαστε εμείς ο στόχος. Ο πήχης κατέβηκε και μας αγγίζει κατάσαρκα. Και τώρα, τι κάνουμε;

Αντέχουμε να ζήσουμε πριν να πεθάνουμε;