Τον Iούνιο ένα μουσικό βίντεο έγινε viral στο διαδίκτυο, ξεπερνώντας μέσα σε λίγες μέρες τα 120.000 views: «Τα νέα της Αλεξάνδρας | reclaim» – ίσως τόχετε δει. Θα ξεκινήσω λέγοντας δυο λόγια για όσους και όσες δεν το έχουν δει.
του Στρατή Μπουρνάζου
Τα original, ας τα πούμε έτσι, «Νέα της Αλεξάνδρας» είναι ένα γνωστό ρεμπέτικο, του 1961, σε μουσική και στίχους του γνωστού (αλλά μη ρεμπέτη) συνθέτη Κώστα Γιαννίδη. Δυο άντρες κάθονται στο καφενείο. Aνάμεσα στο τάβλι που παίζουνε και στο ούζο που θα πιούνε, o ένας αφηγείται στον άλλο, τον Βαγγέλη, τις «απιστίες» της Αλεξάνδρας. Της Αλεξάνδρας, που τούλεγε «δεν ξέρω τι θα πει άντρας», αλλά, ενώ ξεκίνησε «να πάει για τη μοδίστρα / που κάθεται σ’ ένα στενό κοντά στη Βαγγελίστρα», του μήνυσαν «πως την είδανε να βγαίνει χέρι χέρι / μαζί με το Χαράλαμπο / από το Ροζικλαίρι» (το γνωστό λαϊκό σινεμά Ροζικλαίρ, στην Πατησίων, δίπλα στην Ομόνοια). Αυτά και άλλα πολλά, κι έτσι ο αφηγητής ορκίζεται, στον συμπαίκτη και συμπότη του, «αυτή θα την εκδικηθώ / αυτή θα την εκάψω». Στο Reclaim του 2021, τα πράγματα είναι διαμετρικώς διαφορετικά. Εδώ έχουμε δυο γυναίκες αντικριστά στα μπαλκόνια τους, και αντί τον Βαγγέλη τη Μαρίκα. Η ιστορία της Αλεξάνδρας δεν είναι πλέον οι «περιπέτειες» μιας γυναίκας ελευθερίων ηθών, αλλά η ιστορία της καταπίεσης και της βίας που υφίσταται από τον άντρα της – τον οποίο, στο τέλος, σε άμυνα, σκοτώνει. Αυτή την ιστορία μας αφηγούνται οι δυο γυναίκες, αναδεικνύοντας σε πρώτο πλάνο την ανδρική βία και τα γυναικεία «πάθη» (παθήματα).
Κομβική, στο όλο εγχείρημα, είναι η έννοια reclaim: ανακτώ, επανοικειοποιούμαι. Δεν είναι απλώς λέξη, αλλά δυναμική διαδικασία και κίνημα: έτσι, διεθνώς, λέξεις στιγματισμένες, όπως queer, slut, bitch, μεταστρέφονται και χρησιμοποιούνται –όχι απαξιωτικά πλέον– από το φεμινιστικό ή το LGBTQI κίνημα, το ίδιο και οι λέξεις «ανάπηρος/η» από το αναπηρικό κίνημα ή «νέγροι» από τη μαύρη κοινότητα της Αμερικής. Η έννοια έχει βρεθεί στο επίκεντρο καταλήψεων και άλλων κινηματικών δράσεων. Πολύ γνωστό, ιδίως στα χρόνια του κινήματος της αντιπαγκοσμιοποίησης, στην καμπή του 20ού αιώνα, έγινε το κίνημα Reclaim The Streets, που επαναδιεκδικούσε τον δημόσιο χώρο.
Ένα ξεχωριστό εγχείρημα: οι λόγοι της επιτυχίας
«Τα νέα της Αλεξάνδρας | reclaim» προξένησαν αίσθηση. Eκτός από τη δραματική επικαιρότητα (τη γυναικοκτονία στα Γλυκά Νερά), που συντέλεσε καθοριστικά, υπάρχουν και άλλοι, εγγενείς λόγοι. Σημειώνω τρεις, βασικούς κατά τη γνώμη μου.
Πρώτον, η καλλιτεχνική αρτιότητα. Η αρχική ιδέα και η σκηνοθεσία της Βάσιας Ντούλια, η φωνή της Σεμέλης Παπαβασιλείου, οι στίχοι, τα κορίτσια και τα αγόρια που παίζουν μουσική, το σκηνικό, η αέρινη χορευτική κίνηση συνθέτουν ένα σύνολο άρτιο και ελκυστικό, που το παρακολουθείς με χαρά και ενδιαφέρον.
Το δεύτερο είναι ότι το εγχείρημα έχει ψυχή. Δεν ξέρω αν πρέπει να το χαρακτηρίσουμε στρατευμένο (έννοια παρεξηγημένη, αλλά σημαντική), ωστόσο το σίγουρο είναι πως έχει σαφή στόχο: θέλει να πει την ιστορία αλλιώς, από τη σκοπιά των γυναικών, από την πλευρά μιας γυναίκας που «ζούσε κάθε μέρα τι θά πει άντρας».
Το τρίτο είναι ότι ο στόχος δεν επιδιώκεται να επιτευχθεί με τρόπο καταγγελτικό και κραυγαλέο, αλλά πραγματώνεται έντεχνα (με τη διπλή σημασία του όρου). Και γίνεται, μάλιστα, με τα μέσα και με τα όπλα του «αντιπάλου» (μια τακτική παλιά όσο η γραφή και η δημιουργία). Η φόρμα, η μουσική είναι ακριβώς ίδια. Έτσι, η ίδια ωραία μελωδία και ο γνώριμος ρυθμός –τα «Νέα της Αλεξάνδρας» είναι χιλιοτραγουδισμένα– λειτουργούν ως καμβάς, βάση και υποδοχή μέσα από την οποία περνάει το νέο μήνυμα. Και οι στίχοι μιμούνται το ρεμπέτικο, δανείζονται και ακολουθούν τους κώδικές του.
Αξίζει να σταθούμε στον ρόλο που ανατίθεται (από τον στιχουργό; τη σκηνοθέτρια; την ομάδα;) στις δύο πρωταγωνίστριες. Η ηρωίδα του «Reclaim», η καινούργια Αλεξάνδρα, σκοτώνει τον καταπιεστή άντρα της που της επιτίθεται, και οι δυο πρωταγωνίστριες, η Μαρίκα και η φίλη της, τον μοιρολογούνε «σαν μάνα και αδελφή του». Έτσι επιτελούν δύο διαφορετικούς και αντιθετικούς ρόλους μαζί: ως γυναίκες μιλάνε για την ανδρική καταπίεση και υπερασπίζονται τη γυναίκα, ενώ ταυτόχρονα, ως μοιρολογίστρες, εύχονται να αναπαυτεί η ψυχή του σκοτωμένου (κι όχι, λ.χ., να μη λιώσει το κορμί του ούτε «θα φτύσουν στον τάφο του»). Δεν ξέρω πώς προέκυψε αυτή η επιλογή (στο πλαίσιο της χρήσης των κωδίκων του ρεμπέτικου ή μιας σύγχρονης αντίληψης για την έμφυλη βία, που δεν θέλει μόνο την τιμωρία, αλλά και την υπέρβασή της), πάντως είναι ευτυχής, καθώς δίνει στο όλο εγχείρημα βάθος και αποχρώσεις, χωρίς να χάνει τον στόχο. Οι τελευταίοι στίχοι είναι χαρακτηριστικοί:
«Και εμείς όπου τον κλαίουμε
σαν μάνα κι αδελφή του
ν’ αναπαυτεί ελπίζουμε
στο χώμα η ψυχή του.
Μα πιο πολύ ελπίζουμε
των γυναικών τα πάθη
στα χέρια που τα τρέφουνε
να γίνουνε αγκάθι.
Αυτά λοιπόν τα νέα της Αλεξάνδρας
που θα ’πρεπε να ξέρει ο κάθε άνδρας…».
Στους δαιδάλους της μνήμης και της προφορικής ιστορίας
Ποιο ήταν το έναυσμα για «Τα νέα της Αλεξάνδρας | reclaim»; Μια ανάρτηση στο facebook της Αργυρώς Μουστάκα-Βρεττού, βασισμένη σε προφορικές μαρτυρίες από τη γειτονιά της. Εκεί σημείωνε πως το τραγούδι του 1961 αναφέρεται στη γυναικοκτονία της Αλεξάνδρας Μυλωνάκου, η οποία, σε ηλικία δεκαοχτώ χρονών, ήρθε από τη Μάνη στο Αιγάλεω, για να μάθει ραπτική. Ήταν αρραβωνιασμένη και έμεινε σε συγγενείς της. Ο θείος της έκανε διάφορες απόπειρες να τη βιάσει, κι ένα βράδυ, καθώς του αντιστάθηκε περισσότερο, της τίναξε τα μυαλά με το όπλο του. Σύμφωνα με τη θεία τής Αργυρώς Μουστάκα-Βρεττού (που κρατούσε το περίπτερο και ήταν φίλες με την Αλεξάνδρα) και τη σπιτονοικοκυρά της Αλεξάνδρας, που τη βρήκε δολοφονημένη, το τραγούδι «ξεπλένει» τη δολοφονία. Αυτή είναι η πεποίθηση της γειτονιάς, αλλά και μιας απογόνου του θύματος και του θύτη. Σύμφωνα με μια εκδοχή, μάλιστα, ο δολοφόνος « έγραψε τους στίχους και τους έδωσε. Για να μείνει στην ιστορία σαν πουτάνα».
Η μαρτυρία είναι σοκαριστική. Και η ανάρτηση δημιούργησε, με τη σειρά της, αναταραχή στα social media, προξενώντας, συγκλονισμό, αμφισβητήσεις, έντονη συζήτηση, αντιδράσεις. Ξεκινάω από τα γεγονότα.
Η δολοφονία της Αλεξάνδρας Μυλωνάκου από τον θείο της είναι γεγονός αδιαμφισβήτητο: έγινε στις 26 Μαρτίου 1961 (η Βρεττού έχει εντοπίσει τα σχετικά δημοσιεύματα στις εφημερίδες). Από κει και πέρα διανοίγεται ένα μεγάλο πεδίο συζήτησης, στην εξαιρετικά συναρπαστική και δύσκολη πίστα των μαρτυριών, της μνήμης και της προφορικής ιστορίας, ένα πεδίο όπου χρειάζεται να είμαστε συγχρόνως και ανοιχτοί και δύσπιστοι. Από τη μια, αν αναζητούμε τα πραγματικά γεγονότα, πάντα ελλοχεύει ο κίνδυνος των ολισθημάτων της μνήμης, της λήθης, των παραποιήσεων. Και, ταυτόχρονα, αξίζει να είμαστε ανοιχτοί. Γιατί θαμμένες ή αποσιωπημένες ιστορίες μπορεί να έρθουν στην επιφάνεια χάρη στις μαρτυρίες, που μας ανοίγουν πόρτες στο λησμονημένο, απωθημένο, περιθωριοποιημένο παρελθόν. Ας σκεφτούμε πόσο δύσκολο θα ήταν, με τα δεδομένα της δεκαετίας του 1960, στο περιβάλλον μιας σκληρά ανδροκρατούμενης μανιάτικης οικογένειας, σε μια λαϊκή γειτονιά, να αποτυπωθεί γραπτά και ρητά ότι ο θείος τής Αλεξάνδρας προσπαθούσε να τη βιάσει, και γι’ αυτό τη σκότωσε. Σε αυτό το πλαίσιο, η έλλειψη γραπτών μαρτυριών μπορεί να είναι ενδεικτική –και να συνιστά, με τον τρόπο της, τεκμήριο αυτή καθαυτή– για μια «συνωμοσία σιωπής» που πέφτει βαριά, σκεπάζοντας το ζήτημα. Εδώ οι προφορικές μαρτυρίες, με τις ενδεχόμενες αδυναμίες και τα προβλήματά τους, είναι κλειδί, καθώς μπορούν να μας ανοίξουν ένα παράθυρο στον κόσμο αυτό της σιωπής.1
Το μείζον ερώτημα είναι: Αναφέρεται πράγματι το τραγούδι στη γυναικοκτονία της Αλεξάνδρας; Προσπερνάω σημεία κάπως εξώφθαλμα (π.χ. την εκδοχή ότι ο δολοφόνος αυτοπροσώπως έγραψε τους στίχους και τους έδωσε στον συνθέτη – πόσο πιθανό είναι ότι ο ίδιος έγραψε τους στίχους για να ξεπλύνει το έγκλημά του, βρήκε έναν γνωστό συνθέτη του ελαφρού τραγουδιού και της συμφωνικής μουσικής, κι εκείνος τους δέχτηκε ασμένως;) και προχωράω στο καθαυτό ζήτημα. Λυδία λίθος είναι πότε γράφτηκε το τραγούδι.
Ο Καβαλιώτης ρέκτης και μελετητής του ρεμπέτικου Γιάννης Τζανίδης, στον οποίο οφείλουμε πολλά για τη συστηματική δουλειά καταγραφής και αποδελτίωσης τραγουδιών, εκδόσεων και επανεκδόσεων (δουλειά που θα ζήλευαν πολλοί επαγγελματίες και εξειδικευμένοι ερευνητές), έχει εντοπίσει δύο συγκεκριμένες ημερομηνίες κυκλοφορίας των «Νέων της Αλεξάνδρας»: 2 Μαρτίου 1961 με τον Βαγγέλη Περπινιάδη και 19 Μαρτίου 1961 με τον Στράτο Παγιουμτζή.2 Η γυναικοκτονία έγινε στις 26 Μαρτίου. Καθώς δεν έχουμε κανένα λόγο να αμφισβητήσουμε τις τεκμηριωμένες καταγραφές του Τζανίδη, το συμπέρασμα είναι σαφές: το τραγούδι γράφτηκε πριν, άρα εκ των πραγμάτων δεν συνδέεται με τη δολοφονία της Αλεξάνδρας. Τελεία; Ναι. Και παύλα; Όχι.
Κι αυτό γιατί η διερεύνηση τελειώνει μεν εδώ σε επίπεδο πραγματολογικό, όχι όμως και στο επίπεδο της μνήμης. Σύμφωνα με τις μαρτυρία που συνέλεξε η Βρεττού, οι αυτόπτες και η γειτονιά πιστεύουν ότι το τραγούδι αναφέρεται στη δολοφονία της Αλεξάνδρας. Έτσι η Αλεξάνδρα του τραγουδιού (ένα όνομα ίσως τυχαίο, που επελέγη είτε ηχητικά είτε ετυμολογικά [αλέξω + ανήρ=διώχνω τους άντρες] είτε, πιθανότατα, επειδή ομοιοκαταληκτεί με το «άνδρας») έγινε αμέσως, καθώς το τραγούδι συνέπεσε να κυκλοφορήσει τις μέρες της δολοφονίας, η δικά τους Αλεξάνδρα. Και αυτό, παρότι δεν ισχύει, για τους ανθρώπους εκείνους ήταν η πραγματικότητά τους.
Ξέρουμε αρκετές ανάλογες περιπτώσεις. Το «Γελαστό παιδί», για παράδειγμα, για μια ολόκληρη γενιά ήταν ο Γρηγόρης Λαμπράκης. Η σύνδεση, ή μάλλον ταύτιση αυτή, ενισχύθηκε τα επόμενα χρόνια, καθώς η μουσική του κομματιού περιλαμβάνεται στην ταινία «Ζ» του Κώστα Γαβρά το 1969. Ενώ, βέβαια, κανονικά, στο έργο του Μπρένταν Μπίαν «Ένας όμηρος» (γράφτηκε το 1958 και στην Ελλάδα ανέβηκε, για πρώτη φορά, με μουσική του Θεοδωράκη, τον Απρίλιο του 1962, έναν χρόνο πριν τη δολοφονία Λαμπράκη), ήταν ο Μάικλ Κόλινς, ήρωας του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα των Ιρλανδών.
Ένα ακόμα εύγλωττο παράδειγμα μας προσφέρει ένας από τους πρωτοπόρους μελετητές της προφορικής ιστορίας, ο Αλεσσάντρο Πορτέλι. Το 1949, στην πόλη Τέρνι της Ιταλίας η αστυνομία σκοτώνει τον εργάτη Λουίτζι Τραστούλι, σε μια αντινατοϊκή διαδήλωση. Και όμως, όλοι σχεδόν οι αφηγητές τοποθετούν το γεγονός τέσσερα χρόνια αργότερα, το 1953, κατά τη διάρκεια των μεγάλων απεργιών και διαδηλώσεων για τις 3.000 απολύσεις στα χαλυβουργεία της πόλης. Aφού αποκαταστήσει τα γεγονότα και τις ημερομηνίες, το μεδούλι της δουλειάς του Πορτέλι είναι να κατανοήσει γιατί επικράτησε το σφάλμα.3 Σε μια συναρπαστική διερεύνηση, ο Πορτέλι αναδεικνύει δύο βασικούς παράγοντες. Πρώτον, το τραύμα και τη δικαίωση: ο ατιμώρητος φόνος του 1949 αποτελεί ανοιχτή πληγή στη συλλογική μνήμη του εργατικού πληθυσμού της πόλης· μετατοπιζόμενος όμως από μια διαδήλωση «ρουτίνας» του 1949 στην έκρηξη του 1953, το πιο μεγάλο γεγονός στην ιστορία των εργατικών αγώνων της πόλης, το τραύμα θεραπεύεται, καθώς το γεγονός, με την αναπλαισίωσή του, προσλαμβάνει επική και ένδοξη διάσταση. Δεύτερον, η πολιτική του PCI (Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος): τις δεκαετίες του 1950 και του 1960, η αντιπαράθεση με το ΝΑΤΟ αποτελεί κεντρικό θέμα για το κόμμα. Όσο όμως προχωράμε σε επόμενες δεκαετίες, στο πλαίσιο του «ιστορικού συμβιβασμού», το θέμα υποβαθμίζεται και το ΝΑΤΟ συχνά εμφανίζεται ως εγγυητής της ειρήνης και της εθνικής ανεξαρτησίας. Στα καινούργια συμφραζόμενα, συνειδητά και κυρίως ασύνειδα, ένας νεκρός μάρτυρας σε αντινατοϊκή διαδήλωση μοιάζει παράταιρος.
Ερωτήματα και άλλα ερωτήματα
Σε μια συστηματική διερεύνηση, που ασφαλώς δεν κάνω εδώ, η έρευνα πρέπει να διευρυνθεί. Η προβληματική και τα αιτούμενα αλλάζουν, ανάλογα με τον εστιασμό του φακού μας. Αν εστιαστεί στο τραγούδι, πρέπει να περιλάβει την πλευρά του συνθέτη, τις μαρτυρίες οικείων και απογόνων του, να εξετάσει ποια ήταν η πρόσληψη του τραγουδιού γενικότερα στην ελληνική κοινωνία της εποχής. Αν εστιαστεί στη δολοφονία της Αλεξάνδρας, θα πρέπει να εντοπίσει και άλλες μαρτυρίες, να μάθουμε για άλλες γυναικοκτονίες, να μιλήσουμε για τα ανείπωτα, το ερμητικά κλειστό κεφάλαιο των γυναικοκτονιών και της ενδοοικογενειακής βίας στη μετεμφυλιακή Ελλάδα. Αν εστιαστεί στις αξίες και τους κώδικες του ρεμπέτικου, τότε ανοιγόμαστε σε μια ολόκληρη κουλτούρα και κόσμο. Για το τελευταίο, θα περιοριστώ απλώς σε ένα ερώτημα, με παράδειγμα ένα τραγούδι του Μεσοπολέμου με τη Ρόζα Εσκενάζυ, το «Κορόιδο άδικα γυρνάς». Η γυναίκα δηλώνει πως θέλει ο αγαπητικός («γιαβουκλού») της να είναι «μάγκας»:
«Θέλω να μαστουρώνεται
για μένα να τσακώνεται
έξυπνος σαν την αλεπού
και να με δέρνει που και πού
[…]
Να ’ναι ξεφτέρι στο χορό
και να ’χει γκόμενες σωρό
καρύδι κάθε καρυδιάς
κι εμένα να ’χει της καρδιάς».
Και τόσα άλλα τραγούδια και στίχοι, τι παξιμαδοκλέφτρες και σκύλες που με κάνανε και λιώνω, και παλιομισοφόρια που τόσα τραβάνε τα αγόρια γι’ αυτά – και άλλα πολλά, ων ουκ έστιν αριθμός. Τραγούδια που έχουμε ακούσει, και τραγουδήσει ίσως, πολλές φορές. Πώς στεκόμαστε απέναντί τους; Καλά κάνουμε και μας αρέσουν, αν μας αρέσουν;
Δεν μιλάω για τον κοινωνιολόγο ή τον ιστορικό· γι’ αυτόν τα πράγματα, αν και απαιτητικά, είναι σαφή: θα εγκύψει στον κόσμο αυτό, θα διακρίνει στερεότυπα και αξίες, θα αναδείξει αντιθέσεις, άλλες όψεις και φιγούρες (τις «μόρτισσες», την «μπολσεβίκα», την «κυρία καβουρίνα» που παίζει στα ρηχά με τον σπάρο κλπ. κλπ.), θα κάνει σταθμίσεις, κρίσεις, και αξιολογήσεις.4 Μιλάω για κάποιον από εμάς που ακούει το τραγούδι. Και αν –για μένα τουλάχιστον– είναι λυμένο το θέμα του διαχωρισμού μιας κοινωνίας ή των πεποιθήσεων ενός δημιουργού από τα έργα του (έτσι, μπορούμε να μη δούμε τον Ευριπίδη απλώς ως προϊόν της δουλοκτητικής κοινωνίας, και επίσης μπορούμε να εκτιμήσουμε το έργο του Σελίν ή του Πάουντ, κι ας ήταν ένθερμοι υποστηρικτές του φασισμού), όταν μπαίνει το ζήτημα του περιεχομένου τα πράγματα δυσκολεύουν. Αφήνω το θέμα ανοιχτό. Σκέφτομαι πάντως ότι κατανοώ πλήρως κάποιαν (ή κάποιον) που βρίσκει αφόρητους τους στίχους «έξυπνος σαν την αλεπού… και να με δέρνει πού και πού», και δεν την/τον συγκινεί το άσμα. Και, την ίδια στιγμή, κατανοώ πλήρως να συμμερίζομαι κάποιον (ή κάποια) που του αρέσει και το τραγουδάει – έχω δει πολλούς και πολλές να διασκεδάζουν και να περνάνε καλά μ’ αυτό, χωρίς να συμμερίζονται διόλου το περιεχόμενο του. Η συζήτηση είναι ανοιχτή.
Επιστρέφοντας στα «Νέα της Αλεξάνδρας | reclaim»
Θα τελειώσω επιστρέφοντας εκεί όπου ξεκίνησα, στα «Νέα της Αλεξάνδρας | reclaim». Κλείνω παραθέτοντας τα λόγια της δημιουργού που συνέλαβε την όλη ιδέα και τη σκηνοθέτησε. Και αυτό επειδή μας δίνει το στίγμα του εγχειρήματος, με τρόπο στοχαστικό, ανοίγοντας, και όχι κλείνοντας, τη συζήτηση. Λέει λοιπόν η Βάσια Ντούλια:
«Η πρόθεση μου, αρχικά, δεν ήταν η αποκατάσταση της αλήθειας, καθώς δεν νιώθω πως έχω τη δικαιοδοσία να μιλήσω σε τέτοιο επίπεδο για την αλήθεια της Αλεξάνδρας. Επίσης αν ακούσει κάποιος το κομμάτι και ψάξει την αναφορά της πραγματικής ιστορίας, θα καταλάβει πως η ιστορία που αφηγείται το τραγούδι στα “Νέα της Αλεξάνδρας | reclaim” δεν είναι η ιστορία της Αλεξάνδρας. Είναι μια ιστορία έμφυλης βίας, σαν εκείνη της 18χρονης Αλεξάνδρας και σαν τις δεκάδες που βρήκαμε στην έρευνά μας δουλεύοντας τους στίχους. Στις περισσότερες από αυτές, βλέπει κανείς πως μέσα σε μια συνθήκη ωμής και συστηματικής βίας είτε θα χαθείς είτε θα αντιδράσεις ενστικτωδώς.
Η αποκατάσταση έρχεται/συμβαίνει από τα αντανακλαστικά που έχουμε βλέποντας ή ακούγοντας ιστορίες σαν αυτήν. Αυτή είναι η δική μου θέση σε αυτό. Ο όρος reclaim στον τίτλο αφορά την πρόθεσή μου να μιλήσω για τη γενικότερη απουσία των γυναικών στην αφήγηση των ίδιων τους των ζωών και συγκεκριμένα για τον τρόπο που προβάλλονται στο ρεμπέτικο τραγούδι. Μακάρι μέσα από αυτό να καταφέρουμε να αποκαταστήσουμε την ιστορία της Αλεξάνδρας στη συλλογική μας μνήμη. […]
Ένα μεσημέρι του περασμένου Γενάρη, άκουσα τα “Τα νέα της Αλεξάνδρας” του Κώστα Γιαννίδη. Το κομμάτι το γνώριζα, αλλά εκείνο το μεσημέρι ένιωσα πως το άκουσα για πρώτη φορά. […] Έτσι, εκείνο το μεσημέρι, ακολουθώντας την αφήγηση του πρωτότυπου κομματιού, ήρθε πηγαία η σκέψη, πώς θα ήταν αυτό το τραγούδι ειπωμένο από μια γυναίκα προς μια άλλη, αντανακλώντας στο σήμερα, αλλά διατηρώντας τους κώδικες της εποχής που δημιουργήθηκε».5
ΥΓ. Ευχαριστώ θερμά τον Γιάννη Τζανίδη, τον Κώστα Βλησίδη και την Αργυρώ Μουστάκα-Βρεττού για την προθυμία τους, τη συζήτηση και τα στοιχεία που μου έδωσαν.
Τα νέα της Αλεξάνδρας | Reclaim
Μπροστά από την κάµερα:
Αναστασία Γιαννάκη, Έλενα Μεγγρέλη, Παρέα: Σεµέλη Παπαβασιλείου (ερµηνεία), Μυρσίνη Ποντικοπούλου (βιολί, φωνή), Κωνσταντίνα Βασίλογλου (σαντούρι, φωνή), Νίκος Τσώλης (µπουζούκι), Γιώργος Χριστοδούλου (κιθάρα), Ελένη Μάρτου, Αλεξάνδρα Κωστοπούλου, Χριστίνα Μαθιουλάκη, Νεφέλη Παπαϊωάννου, Αλεξάνδρα Μασµανίδη, Ανδρέας Λαµπρόπουλος.
Πίσω από την κάμερα:
Σκηνοθεσία-Concept: Βάσια Ντούλια
Creative Producers: Ladies Fingers’ Directing Duo
Παραγωγή: Αντώνης Βαλληνδράς
Διευθυντής φωτογραφίας: Μιχάλης Γκατζόγιας
Σκηνογράφος: Μαρία Παπαδηµητρίου
Ενδυµατολόγος: Εβελίνα Δαρζέντα
Στίχοι reclaim: Δηµήτρης Αθανασόπουλος
Ηχολήπτρια: Δήµητρα Ξερούτσικου
Μαλλιά και make up: Δοµινίκη Λυκούρη
Επιµέλεια σεναρίου: Δήµητρα Μαραγκάκη
Μοντάζ: Βάσια Ντούλια
Sound Design: Δηµήτρης Μπαρµπούτης
Color correction: Δηµήτρης Μανουσιάκης
Βοηθός κάµερας: Νεφέλη Ντακοζούδη
Gaffer: Γιώργος Σιντόσης
Βοηθός παραγωγής: Άρτεµις Κολτσίδα
Φροντιστής: Κωστής Μαθιουδάκης
Backstage Photography: Ηλιάνα Bennet
Storyboard: Δηµήτρης Μητσικώστας
Aφίσα: Λία Κάλκου
Λογιστικές υπηρεσίες: Μαρία Πλακιά
Εξοπλισµός: Frenel Rental
1 Το δημοσίευμα της εφ. Ελευθερία («Πρωτοφανούς αγριότητος δολοφονία νεαράς υπό κακούργου θείου της ενώ εκοιμάτο εν μέσω δύο νηπίων» 28.3.1961) γράφει στον υπότιλο «Επεδίωκε σχέσεις μετ’ αυτής αλλά αποκρούετο;», ενώ ανάλογο ερώτημα θέτει και το ρεπορτάζ.
2 2.3.1961: 45″ Parlophone GDSP-2609 B 7XGO-663 (με τον Βαγγέλη Περπινιάδη)· 19.3.1961: 45″ Philips Ελλάδος ΡΗ-7726 ΡΗ-547 και 45″ Philips Ελλάδος Exteded Play ΡΗ-332026 ΡΗ-547 (με τον Στράτο Παγιουμτζή). Βλ. Γιάννης Τζανίδης, «Παγιουμτζής Στράτος – Δισκογραφία», https://docs.google.com/spreadsheets/d/1n_GW8v-ICqKMvL0HjsjPCJ3vc7cJ0xY5Vb92v9BvW6k/edit?ts=60db55c3#gid=1022649702. Άλλες πηγές αναφέρουν ως χρονολογία το 1960 (λ.χ. ο Περπινιάδης στο αυτοβιογραφικό Πριν το τέλος, έρευνα-επιμέλεια: Κώστας Μπαλαχούτης, Προσκήνιο, Αθήνα 2000), περιορίζομαι όμως στον Τζανίδη μια που η αναφορά του είναι απολύτως συγκεκριμένη και τεκμηριωμένη αρχειακά.
3 Βλ. Alessandro Portelli, The Death of Luigi Trastulli and Other Stories, State University of New York Press, Ώλμπανυ, 1991, σ. 1-26. Πβ και μια πρόσφατη μεταφρασμένη συνέντευξη του Πορτέλι, όπου αναφέρεται και στο ζήτημα: Αλεσάντρο Πορτέλι, «Τι είναι και τι δεν είναι προφορική ιστορία», μτφρ.-παρουσίαση Γιάγκος Ανδρεάδης, Η Εφημερίδα των Συντακτών, 3.4.2021.
4 Οφείλω να πω ότι το επίμαχο τραγούδι, κατά τη γνώμη μου, με ενδοκειμενικά κριτήρια, δεν παραπέμπει (αναφορικά ή προτρεπτικά) σε γυναικοκτονία (όπως και το «Βαγγέλη να σε θάψω» δεν είναι κυριολεκτικό). Μπορεί το τραγούδι να κολυμπάει σαν ψάρι στο νερό στο ανδροκρατούμενο και φαλλοκρατικό σύμπαν (αλλά και πώς αλλιώς;), αλλά από εκεί έως τη γυναικοκτονία υπάρχει απόσταση.
5 Από συνέντευξή της στο 20/20 magazine. Βλ. Δημήτρης Παπαβομβολάκης, «Τα νέα της Αλεξάνδρας | reclaim (video)», www.20mag.gr, 18.6.2021.