του Θάνου Καμήλαλη

Όλο και πιο συχνά τελευταία προκύπτει το ερώτημα «τι ζούμε». Συνήθως μάλιστα, γράφεται με κεφαλαία γράμματα και συνοδεύεται από συγκεκριμένη, συχνά υβριστική αλλά άλλες φορές απλά αγανακτισμένη, διεθνή ελληνική προσφώνηση. Δεν έχει να κάνει μόνο με την πανδημία, τον τετράμηνο κοινωνικό εγκλεισμό που έχει παράθυρο μόνο για ό,τι σχετίζεται με την (χωρίς υγειονομικό έλεγχο) εργασία. Έχει να κάνει με το γενικότερο πλαίσιο, στο οποίο κυριαρχεί η βία. Συναισθηματική, ψυχολογική και με αποκλειστική ευθύνη της κυβέρνησης Μητσοτάκη, σωματική και πολιτική. Έχει πάψει εδώ και καιρό άλλωστε να είναι οξύμωρο το ότι η κυβέρνηση που εκλέθηκε με βασικό χαρτί το «καταδικάζουμε τη βία», την ασκεί χωρίς έλεος προς όσους εκδηλώνουν τη διαφωνια τους. Λεκτικά, μέσω των ΜΜΕ, που σχεδόν ολοκληρωτικά ελέγχει μέσω κρατικών χρηματοδοτήσεων και σωματικά, μέσω στρατιάς ενστόλων με λυμένα χέρια και μηχανές χωρίς φρένα.

Νομίζω όλο και πιο έντονα ότι αυτό που ζούμε είναι μία απόπειρα να μπει τέλος στην εποχή της Μεταπολίτευσης και να περάσουμε σε κάτι άλλο. Αυτό δεν σημαίνει ότι γυρνάμε αυτόματα στη χούντα και παρά τους πειρασμούς και τα συναισθήματα της εποχής, θα παραμείνω εγκρατής σε υπερβολικούς χαρακτηρισμούς, που τελικά λειτουργούν και αποπροσανατολιστικά, συγκρίνοντας διαφορετικές εποχές. Σημαίνει όμως ότι τίποτα δεν είναι αυτονόητο πια. Στοιχειώδη κοινωνικά κεκτημένα και συνθήκες ομαλότητας που είχαν παγιωθεί στη χώρα, τουλάχιστον τα τελευταία 30 χρόνια, ακόμα και τη δεκαετία των μνημονίων με τη ραγδαία υποβάθμιση της ποιότητας ζωής των πολιτών, είναι όλο και πιο πιθανό ότι δεν θα ισχύουν μετά την περίοδο της πανδημίας. Άλλωστε η κατάργησή τους έχει ξεκινήσει για τα καλά εν μέσω της υγειονομικής κρίσης. Κι αυτό πηγαίνει πολύ πέρα από την υπόθεση Κουφοντίνα, που όλο και πιο ξεκάθαρα μοιάζει με θρυαλλίδα εξελίξεων. Για παράδειγμα, η κυβέρνηση Μητσοτάκη είναι αυτή που για πρώτη φορά μετά τη χούντα βάζει την ΕΛ.ΑΣ να στρατοπεδεύει στα Πανεπιστήμια, ενώ στην οικονομία ετοιμάζεται να καταργήσει ουσιαστικά το 8ωρο, θεσμοθετώντας τις απλήρωτες υπερωρίες, με την «υπόσχεση» της «πληρωμής σε είδος», με λιγότερες εργατοώρες σε επόμενο διάστημα. Στη συνέχεια, στο στόχαστρο θα μπει και το ασφαλιστικό, ξανά, με την ιδιωτικοποίηση της επικουρικής σύνταξης, με κατάργηση κάθε έννοιας ενός αναδιανεμητικού συστήματος.

Την ίδια στιγμή, όλο και περισσότερο η ίδια αλλά και οι ψηφοφόροι που προσπαθεί να προσελκύσει επιστρέφουν σε μία εμφυλιοπολεμική ρητορική, μαζί με το αφήγημα των αρχών του 1990 ότι η αξιωματική αντιπολίτευση στηρίζει την τρομοκρατία. Όλο και περισσότερο, φαίνεται ότι αυτή η εκδοχή της Νέας Δημοκρατίας έχει κηρύξει έναν πόλεμο στην κοινωνία, έχει αποφασίσει να σκίσει το όποιο κοινωνικό συμβόλαιο υπήρχε και επιθυμεί να «θωρακιστεί» από γεγονότα που εκλαμβάνονται ως «λάθη του παρελθόντος», όπως η λαϊκή οργή των «Αγανακτισμένων» και η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία. Απευθείας αναθέσεις σε κολλητούς, προσλήψεις δεκάδων χιλιάδων ενστόλων και χτύπημα στην πολιτικοποίηση στα ΑΕΙ είναι ενταγμένα στο δόγμα που εκφράστηκε από τον Μάκη Βοριδη και έχουν να κάνουν με τις αλλαγές σε κράτος και θεσμούς ώστε «να μην ξαναέρθει η Αριστερά».

Σε όλο αυτό, η πανδημία δεν ήρθε ως εμπόδιο, αλλά ως επιταχυντής και οδηγός στον μονόδρομο των συνεχών εκτροπών. Αυτή η Νέα Δημοκρατία με αυτές τις αντικοινωνικές ιδέες, μπορεί να επιβιώσει μόνο μέσα από όλο και λιγότερη δημοκρατία και όλο και περισσότερη καταστολή. Αυτό που εμείς (και ελπίζω και άνθρωποι του κεντρώου και του κεντροδεξιού χώρου) το αντιλαμβανόμαστε ως φρίκη, τις εικόνες όπου ζευγάρια πιάνονται χέρι – χέρι ενώ ακινητοποιούνται από πάνοπλους χούλιγκανς, τον βασανισμό ενός φοιτητή μέσα στο μεγαλύτερο πανεπιστήμιο της χώρας ή την προσαγωγη ενός ανθρώπου που διαδήλωσε ειρηνικά για το δικαίωμα του πατέρα του που αργοπεθαίνει στην εντατική, εκείνοι το αντιλαμβάνονται ως διαφήμιση και ως θέαμα. Το προσφέρουν σε ανθρώπους που γίνονται όλο και πιο αποκτηνωμένοι, γιατί ξέρουν ότι αυτοί, μαζί με ό,τι καταφέρουν τα ΜΜΕ και όσους ψηφίζουν στυγνά οπαδικά, είναι το ακροατήριό τους, εκτός από τον κομματικό στρατό των διορισμένων και των ημετέρων που ρουφάνε κρατικό χρήμα. Εσχάτως και εμβόλια.

Η αντιπολίτευση αρέσκεται να μιλάει συχνά για «κυβέρνηση σε πανικό». Εγώ πάντως βλέπω σχέδιο, που ακόμα και όταν υπάρχει μία μικρή ή μεγάλη ρωγμή (βλ. υπόθεση Λιγνάδη) προσαρμόζεται στις συνθήκες. Βλέπω επίσης μία κυβέρνηση που έχει καταργήσει κάθε έννοια λογοδοσίας, με ένα συχνά αδιαπέραστο τείχος στα ΜΜΕ και με ρητορική βγαλμένη από τα εγχειρίδια του Ντόναλντ Τραμπ. Παράλληλα, ειδικά όταν τύχει να είναι υπό πίεση, όπως για τον Λιγνάδη και για την πλήρη αποτυχία στην πανδημία, εμφανίζεται αδίστακτη. Στην υπόθεση Κουφοντίνα δεν είναι μόνο ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη εξωθεί στον θάνατο έναν κρατούμενο που διεκδικεί ένα δίκαιο και πολύ μικρό δικαίωμα, ούτε ότι συμπεριφέρεται με όρους προσωπικής βεντέτας, ούτε ότι επαναφέρει από το παράθυρο την θανατική ποινή. Είναι και το ότι ετοιμάζεται να πυροδοτήσει εγκαίρως μία έκρηξη που είναι δεδομένο ότι θα έρθει στο μέλλον, επειδή πιστεύει ακράδαντα ότι οι όροι της όποιας σύγκρουσης θα είναι υπέρ της, ανεξάρτητα από το κόστος για την κοινωνία, γιατί θα παίξει στο προνομιακό επίπεδο της «τρομοκρατίας» και της τηλεοπτικής υστερίας. Δέρνουμε κόσμο, τους βαφτιζουμε υποστηρικτές της τρομοκρατίας, κερδίζουμε ακροδεξιό ακροατήριο, προπαγανδίζουμε στους πιο μετριοπαθείς ότι το θέμα δεν τους αφορά ή ότι έχουμε δίκιο χρησιμοποιώντας το όποιο «επιχείρημα» της ημέρας, επαναλαμβάνουμε τη διαδικασία.

Όμως, όλο και περισσότερο θα πρέπει να γίνεται ξεκάθαρο, σε όποιον θέλει να δει, ότι οι κινητοποιήσεις και το κύμα αλληλεγγύης του δημοκρατικού κόσμου στο αίτημα του Δημήτρη Κουφοντίνα δεν είναι για την υποστήριξη της «τρομοκρατίας», αλλά της Δημοκρατίας. Κάθε μέρα που περνάει, τα προσχήματα που προσπαθεί να τηρήσει η κυβέρνηση Μητσοτάκη καταρρέουν. Στο νομικό επίπεδο, έχει αποδειχθεί πλέον πέραν πάσης αμφιβολίας ότι η πλευρά του κρατούμενου δεν μπορεί να «προσφύγει στη Δικαιοσύνη», όπως προπαγανδίζουν τα κυβερνητικά τρολ, γιατί η υπόθεση εκκρεμεί στην Κεντρική Επιτροπή Μεταγωγών. Αυτο το παραδέχθηκε με έγγραφό της η ίδια η γενική γραμματέας Αντεγκληματικής Πολιτικής, η Σοφία Νικολάου, με επιστολή της στη συνήγορο, Ιωάννα Κούρτοβικ.

Στο κοινωνικό επίπεδο, εδώ και δύο μέρες η ΕΛ.ΑΣ κατ’εντολή της κυβέρνησης, διαλύει συγκεντρώσεις χωρίς κανέναν απολύτως λόγο, πριν καν αυτές ξεκινήσουν, ενώ στις μαζικές συγκεντρώσεις χιλιάδων ατόμων δεν σημειώθηκε το παραμικρό «επεισόδιο». Δεν υπάρχει το επιχείρημα των ταραχών, δεν είναι οι «κακοί αναρχικοί μπάχαλοι» καθώς στόχοι είναι και οι δικηγόροι, δεν υπάρχει το επιχείρημα της πανδημίας (καθώς οι συναθροίσεις προβλέπονται στην Κοινή Υπουργική Απόφαση περί παράτασης του lockdown), δεν υπάρχει καν το φιλελέ επιχείρημα των «κλειστών δρόμων», καθώς η καταστολή ξεκίνησε σήμερα στο κέντρο της πλατείας Συντάγματος. Η κυβέρνηση όχι μόνο δεν τηρεί τον φωτογραφικό για τον Κουφοντίνα νόμο που ψήφισε τον Δεκέμβριο, αλλά δεν τηρεί ούτε τον νόμο – έκτρωμα Χρυσοχοϊδη, που καταγγέλθηκε ευρέως ως αντισυνταγματικός, για τον περιορισμό των διαδηλώσεων. Δεν τηρεί ούτε καν το «Σχέδιο της ΕΛ.ΑΣ για τις συναθροίσεις» που παρουσίασε τον Ιανουάριο. Πρώτα φτιάχνει ένα εξαιρετικά αυταρχικό πλαίσιο, σε ξεχειλωμένα δημοκρατικά και συνταγματικά όρια, μετά το παραβιάζει η ίδια και πηδάει έξω από τους κανόνες που έθεσε πριν λίγους μόνο μήνες.

Από τα πιο «μικρά» και συμβολικά, όπως το γλέντι στην Ικαρία, μέχρι μία ανθρώπινη ζωή και ουσιώδη συνταγματικά δικαιώματα, το μήνυμα της ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη είναι ότι «κάνω ό,τι γουστάρω». Ισχύει πλέον ακόμα και στην πανδημία, όπου πλέον φαίνεται να μην ακολουθεί ούτε αυτήν την πλήρως ενσωματωμένη στην πολιτική εξουσία Επιτροπή των Λοιμωξιολόγων, επιβάλλοντας ακατανόητες απαγορεύσεις για να καλύψει όπως-όπως τη μη ενίσχυση του συστήματος Υγείας.

Το «κάνω ό,τι γουστάρω» όμως δεν είναι Δημοκρατία, όπως δεν είναι Δημοκρατία ο σχεδόν ολοκληρωτικός περιορισμός της ελευθερίας του Τύπου (μέσω της χρηματοδότησης), ο αποκλεισμός της αντιπολίτευσης από τον δημόσιο λόγο, η απουσία λογοδοσίας από την εξουσία, η απουσία ισονομίας, η άφεση του δικαιώματος του συνέρχεσθαι στα χέρια αποχαληνωμένων ένστολων με απόλυτη ελευθερία στη χρήση βίας, η συνεχής καλλιέργεια του τρόμου στους πολίτες, το καινούριο φαινόμενο με τις απόπειρες ελέγχου στα σόσιαλ μίντια. Όπως δεν ήταν οι απαγορεύσεις συναθροίσεων χωρίς καν οποιαδήποτε επιστημονική εισήγηση, οι καινούριες μέθοδοι της Ασφάλειας με εφόδους σε σπιτια, είτε φοιτητών είτε στην υπόθεση Ινδαρέ, όπως δεν είναι οι μόνιμες συλλήψεις στον σωρό που φορτώνουν πολίτες με δικογραφίες που όπως έχει αποδειχθεί καταρρέουν στη συνέχεια, αλλά τους ταλαιπωρούν για μήνες ή χρόνια. Όπως δεν είναι Δημοκρατία η ανελέητη χρήση του Κράτους ως κομματικό λάφυρο και η άσκηση εξουσίας ως κληρονομικό δικαίωμα.

Τίποτα από όλα αυτά δεν έγινε σε μία μέρα, τίποτα από όλα αυτά δεν έγινε ταυτόχρονα με κάτι άλλο. Αλλά έγιναν. Και θα γίνουν κι άλλα. Πριν από έναν χρόνο δεν συζητούσαμε ακόμα ούτε για λίστα Πέτσα, ούτε για αστυνομία στα Α.Ε.Ι. ούτε για σενάριο νεκρού κρατούμενου απεργού πείνας, ούτε για ξύλο σε κινητοποιήσεις πριν καν αυτές ξεκινήσουν. Σήμερα τα συζητάμε ως είτε δεδομένα είτε πολύ ορατά. Για τη σημερινή κυβέρνηση και ειδικά με τις συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί, η μόνιμη επίθεση με άκρατη και κάθε είδους βία σε ελευθερίες και δικαιώματα είναι ζήτημα πολιτικής επιβίωσης. Για εμάς η προστασία τους πρέπει να είναι ζήτημα ζωής. Το πρώτο βήμα είναι να καταλάβουμε τι ζούμε.