Δημοσιεύεται με την άδεια του Brazil Wire 

Η σημασία της επίσκεψής του στη CIA, ως προς την εθνική κυριαρχία και τη δημοκρατία της Βραζιλίας, πρέπει να είναι εμφανής σε κάθε παρατηρητή, αλλά κατέστη ακόμα πιο αμφιλεγόμενη από το γεγονός ότι συνοδευόταν από τον εκπαιδευμένο στις ΗΠΑ ανακριτή- δικαστή Σέρτζιο Μόρο, που τώρα έχει διοριστεί Υπουργός Δικαιοσύνης του Μπολσονάρου. Η απόφαση του Μόρο να καταδικάσει σε φυλάκιση τον Λούλα ντα Σίλβα [πρώην πρόεδρο της Βραζιλίας], ο οποίος ήταν φαβορί σε όλες τις δημοσκοπήσεις, ουσιαστικά παρέδωσε  την προεδρία στον νεοφασίστα υποψήφιο. Η επίσκεψη έγινε μία βδομάδα αφού το υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ έδωσε 2,5 δισεκατομμύρια ρεάλ Βραζιλίας στην ομάδα που έχει αναλάβει τη διερεύνηση της υπόθεσης  επιχείρηση Πλυντήριο Αυτοκινήτων (Lava Jato), για την οποία είχαν συνεργαστεί ανεπίσημα παραβιάζοντας το Σύνταγμα της Βραζιλίας, με στόχο τη δίωξη του πρώην προέδρου Λούλα, ο οποίος ήταν η σημαντικότερη προσωπικότητα στο πλαίσιο μιας στρατηγικής του νομικού πολέμου που διεξάγουν οι ΗΠΑ  σε όλη την περιοχή της Λατινικής Αμερικής.

Με δεδομένη την κατάσταση στη Βενεζουέλα και την επιθυμία της κυβέρνησης Τραμπ να παίξει η Βραζιλία έναν ενεργό ρόλο, ακόμα και στρατιωτικά, αυτή ήταν μια φοβερή ιστορία με ιδιαίτερο timing, για την οποία άξιζε να γίνει μια σοβαρή έρευνα. Σίγουρα περισσότερα φιλελεύθερα αγγλόφωνα Μέσα θα έγραφαν για την επίσκεψη ενός υποστηριζόμενου από τις ΗΠΑ  νεοφασίστα προέδρου στη CIA και για τη συνάντησή του με τη διαβόητη διευθύντριά της CIΑ και “βασίλισσα των βασανιστηρίων” Τζίνα Χάσπελ; Για τον ενθουσιασμό του Μπολσονάρου για τους βασανιστές έχουν γραφτεί πολλά άρθρα. Γιατί ακριβώς αυτό έγινε ταμπού για τα Μέσα ενημέρωσης μόλις πάτησε το πόδι του στην Ουάσινγκτον; 

Σε μια ψυχρή επίδειξη ενός «ελεύθερου Τύπου» που ακολουθεί πιστά την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ, τα βασικά της αφηγήματά της αλλά και τις ίδιες τις υπηρεσίες Πληροφοριών, ο Guardian, οι New York Times και το BBC δεν αναφέρθηκαν ούτε μία φορά στην επίσκεψη του Μπολσονάρου και του Μόρο στη CIA παρά το ότι δημοσίευσαν διάφορα άρθρα για την επίσκεψή του. Ο Guardian δημοσίευσε τρία άρθρα – και τα τρία παρέλειψαν την επίσκεψη της CIA που κυριαρχούσε στις ειδήσεις στη Βραζιλία στις 18 Μαρτίου. Οι NYT αναδημοσίευσαν τα άρθρα του AP και του Reuters χωρίς φανφάρες, αλλά δεν δημοσίευσαν κανένα δικό τους πρωτογενές ρεπορτάζ, ανάλυση ή άρθρο άποψης. Το BBC δε, δεν έκανε την παραμικρή αναφορά.

Τι μπορούμε να συμπεράνουμε σχετικά με τα επίπεδα δημοσιογραφικής ακεραιότητας που απαιτούνται ώστε να θαφτεί σκόπιμα ένα τόσο σημαντικό γεωπολιτικό θέμα, που αφορά το μέλλον και την ευημερία 209 εκατομμυρίων ψυχών; Ποιοι αρχισυντάκτες πήραν αυτές τις αποφάσεις και σε ποιους λογοδοτούν;

Η ειρωνεία είναι ότι η αμερικανική εφημερίδα με τις στενότερες σχέσεις με τη CIA, η Washington Post, υπήρξε λιγότερο μυστικοπαθής, δημοσιεύοντας δύο άρθρα του Associated Press, τα οποία ανέφεραν την επίσκεψη και τις επιπτώσεις της, καθώς και ένα ακόμη πρωτογενές ρεπορτάζ για την αρνητική αντίδραση και την αμηχανία που προκάλεσε στη Βραζιλία η επίσκεψη του ακροδεξιού προέδρου.

Όπως ήταν αναμενόμενο, η πλειοψηφία των ειδησεογραφικών Μέσων παρουσίασε την επίσκεψη στη CIA με τους όρους της κυβέρνησης, ως κάτι που έχει στόχο να βελτιώσει τις σχέσεις ΗΠΑ-Βραζιλίας, αντί να εστιάσουν στο ιστορικό των παρεμβάσεων της Υπηρεσίας στη Βραζιλία και τη Λατινική Αμερική ή στον ρόλο της στις πολιτικές αναταραχές των τελευταίων χρόνων. Η αναχαίτιση μιας στροφής προς τα αριστερά στις κυβερνήσεις που εκλέγονται στη Λατινική Αμερική (pink tide), αποτελεί την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ την τελευταία δεκαετία, και αυτή η αναχαίτιση δεν οφείλεται σε κάποια φυσική ή αναπόφευκτη εξέλιξη, όπως συχνά παρουσιάζεται. 

Το ότι κανένα από τα μεγάλα αγγλόφωνα ΜΜΕ δεν θεώρησε αυτό το θέμα αρκετά σημαντικό για να το διερευνήσουν σωστά ή έστω να κάνουν ένα ουσιαστικό σχόλιο, έρχεται μόνο να υπογραμμίσει για μία ακόμη φορά τη δειλία τους και την επαίσχυντη αποτυχία τους στην περιοχή. Μέτριοι Αγγλοσάξονες ντιλετάντηδες που κάνουν μεγάλη ζωή στο Ρίο ντε Τζανέιρο και το Σάο Πάολο έχουν γίνει τυφλοί στρατιώτες της αυτοκρατορίας, με τις συνειδήσεις τους να έχουν διαμορφωθεί έτσι ώστε να ενδιαφέρονται μόνο για τη διατήρηση του αποικιοκρατικού τους τρόπου ζωής.

Η Δημοκρατία πεθαίνει όντως στο σκοτάδι.