Σύμφωνα με ένα πρώτο σχέδιο της τρόικας, σε περίπτωση επιμήκυνσης του Μνημονίου κατά ένα χρόνο, έως και το 2015, η Ελλάδα θα χρειαστεί πρόσθετη χρηματοδότηση του πρωτογενούς ελλείμματος κατά 5,5 με 6 δισ. ευρώ.
 
Κατά τις πληροφορίες, το θέμα είχε ήδη συζητηθεί από τον περασμένο Μάρτιο με την τρόικα μετά τον αυξημένο κίνδυνο να αποτύχει το υφιστάμενο Πρόγραμμα Οικονομικής Πολιτικής που καραδοκούσε για τη χώρα μας.
 
Όπως εξελίχθηκαν τα πράγματα, η «συνταγή» λιτότητας των ξένων έσυρε την Ελλάδα ακόμη πιο βαθιά στην ύφεση, οδήγησε σε λουκέτο χιλιάδες επιχειρήσεις, αύξησε την ανεργία και δημιούργησε δρόμους – φαντάσματα σε όλες σχεδόν τις μεγάλες πόλεις της χώρας. Η ιδέα να παραταθεί η δημοσιονομική προσαρμογή είχε πέσει στο τραπέζι και στις τελευταίες επαφές που είχε η κυβέρνηση Παπαδήμου με τους αξιωματούχους της τρόικας. Ωστόσο, δεν προχώρησε αφού ο εκπρόσωπος της Κομισιόν στην τρόικα Ματίας Μορς δεν είχε έγκριση από τα κράτη-μέλη για να παραταθεί το ελληνικό πρόγραμμα, οπότε το όλο σχέδιο παρέμεινε στα χαρτιά. Εν συνεχεία η παράταση του Μνημονίου έγινε σημείο αναφοράς στον προεκλογικό διάλογο.
 
Στελέχη του Υπουργείου Οικονομικών εκτιμούν ότι η όλη φιλολογία περί αναδιαπραγμάτευσης του Μνημονίου είναι τώρα περισσότερο ρεαλιστική, λόγω της εντεινόμενης ανησυχίας που υπάρχει μετά την Ισπανία και για τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωζώνης, όπως είναι η Ιταλία.
 
Με τα δεδομένα αυτά η Ελλάδα μπορεί στην παρούσα φάση να πετύχει μία επαναδιαπραγμάτευση του Προγράμματος Οικονομικής Πολιτικής, η οποία όμως, όπως ανεπίσημα μεταδίδει η τρόικα δεν μπορεί να γίνει εκτός του πλαισίου υποχρεώσεων του μνημονίου (μεταρρυθμίσεις σε υγεία, αγορά εργασίας, ενέργεια, δημόσια διοίκηση και δικαστικό περιβάλλον, διαρθρωτικές αλλαγές, ιδιωτικοποιήσεις, φορολογική πολιτική, επιχειρηματικό περιβάλλον κ.λπ.). Θα μπορούσε όμως κεντρικό σημείο επαναδιαπραγμάτευσης να είναι η παράταση του Μνημονίου για ένα ή για περισσότερα χρόνια, μέχρις ότου η Ελλάδα εξέλθει της ύφεσης κάτι το οποίο τοποθετείται από το 2014 και μετά.
 
Σε περίπτωση που η δημοσιονομική προσαρμογή πήγαινε πίσω κατά ένα χρόνο, έως το 2015 δηλαδή, η Ελλάδα θα έπαιρνε σημαντικές ανάσες αφού τα μέτρα ύψους 14 δισ. ευρώ που κανονικά θα έπρεπε να ληφθούν στο διάστημα 2013-2014, θα μοιράζονταν σε μία τριετία. Αντί δηλαδή να υλοποιηθούν μέτρα περιστολής των δαπανών και αύξησης των εσόδων ύψους 7 δισ. ευρώ για το 2013 και άλλα 7 δισ. ευρώ για το 2014, η ελληνική κυβέρνηση θα μπορούσε να διαπραγματευτεί για μέτρα 3 δισ. ευρώ το 2013, 5 δισ. ευρώ για το 2014 και 6 δισ. ευρώ το 2015.
 
όταν πλέον η οικονομία θα βρίσκεται στον δεύτερο χρόνο ανάπτυξης. Με αυτή την εκδοχή η Ελλάδα θα παρέκλινε από το σημερινό βασικό σενάριο για πρωτογενές έλλειμμα 1% του ΑΕΠ στο τέλος του 2012 και για πλεόνασμα 1,8% του ΑΕΠ από το 2013, και 4% του ΑΕΠ από το 2014.
 
Η τρόικα θα έθετε νέους στόχους προσαρμογής, που σύμφωνα με πληροφορίες θα προέβλεπαν:
 
* Το 2012 το πρωτογενές έλλειμμα να κυμαίνεται λίγο παραπάνω από 1% του ΑΕΠ.
 
* Το 201 η χώρα μας να επιδιώξει τη δημιουργία πρωτογενούς πλεονάσματος της τάξης του 0,9% με 1% του ΑΕΠ.
 
* Πρωτογενές πλεόνασμα 3% του ΑΕΠ το 2014.
 
Η επιμήκυνση κατά ένα έτος του Μνημονίου, δημιουργεί μια ανάγκη πρόσθετης χρηματοδότησης ύψους 5,5-6 δισ. ευρώ η οποία θα πρέπει να καλυφθεί, προκειμένου η χώρα να πετύχει την μείωση του χρέους στο 120% του ΑΕΠ στο τέλος του 2020, που είναι ένας από τους βασικούς στόχους του μνημονίου. Την περίοδο που εξεταζόταν το θέμα της παράτασης του Μνημονίου, είχαν γίνει και κάποιες πρώτες συζητήσεις (ως υποθέσεις εργασίας) για το πώς μπορούσαν να καλυφθούν οι πρόσθετες χρηματοδοτικές ανάγκες της Ελλάδας.
 
Στις συζητήσεις που είχαν προηγηθεί, εξετάστηκε ότι τα 6 δισ. ευρώ θα μπορούσαν να βρεθούν:
 
1.Από ένα τρίτο δάνειο για τη χώρα μας από τα κράτη-μέλη. Στην εκδοχή αυτή θα μπορούσε να συμμετάσχει και το ΔΝΤ, προσφέροντας πρόσθετη χρηματοδότηση αρκεί να υπήρχε διαβεβαίωση περί βιώσιμου χρέος (στο 120% του ΑΕΠ το 2020). Την ιδέα της πρόσθετης χρηματοδότησης έχει αναφέρει σε δηλώσεις και η εκτελεστική διευθύντρια του ΔΝΤ Κριστίν Λαγκάρντ.
 
2. Ποσά που θα περίσσευαν από την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών. Πρόταση της ελληνικής πλευράς ήταν η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών να απαιτήσει λιγότερα από τα 48 δισ. ευρώ που διατίθενται από το δεύτερο μνημόνιο. Δεδομένης της αστάθειας που υπάρχει στις αγορές και της δεινής θέσης στην οποία έχουν περιέλθει τα τραπεζικά ιδρύματα από το κύμα «μετανάστευσης» των ελληνικών καταθέσεων, μία τέτοια πρόταση είχε αυξημένη επικινδυνότητα.
 
3. Από το «κούρεμα» των ομολόγων ύψους 50 δισ. ευρώ που έχουν παραμείνει στην κατοχή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, και αυτή τη στιγμή είναι προγραμματισμένο να αποπληρωθούν στο άρτιο. Η μείωση κατά 53,5% για την αξία και η εξοικονόμηση από τους τόκους αρκούν για να καλύψουν το άνοιγμα του ελληνικού προϋπολογισμού.
 
4. Από μία νέα μείωση του επιτοκίου δανεισμού από την Ε.Ε. και το ΔΝΤ το οποίο φτάνει σήμερα το 3,5%. Κάτι τέτοιο εκτιμάται ότι θα προκαλούσε αντιδράσεις από χώρες όπως η Ιταλία ή η Ισπανία, οι οποίες συμμετέχουν στο πρόγραμμα στήριξης της Ελλάδας με το συγκεκριμένο επιτόκιο ενώ οι ίδιες δανείζονται με επιτόκια πάνω από 6%.
 
5. Από την αύξηση του «στοκ» εντόκων γραμματίων του Δημοσίου. Η λύση εκτιμήθηκε πως μπορεί να λειτουργήσει ως συμπληρωματική, αρκεί να υπάρχει ρευστότητα στην ελληνική αγορά. Στην παρούσα φάση είναι ανύπαρκτη. Σ’ αυτή την περίπτωση θα πρέπει να γίνει μια μελέτη για το αν τα πρόσθετα έντοκα ομόλογα θα θέσουν σε κίνδυνο τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους το 2020.