Μιλώντας στον Real FM, στην εκπομπή των Νίκου Μπογιόπουλου και Μανώλη Κοττάκη, ο δικηγόρος εξήγησε ότι «έχουν υποβληθεί δύο διαφορετικά ένδικα βοηθήματα, το ένα είναι η αναβολή, άλλως διακοπή εκτέλεσης της ποινής, διότι υφίσταται και συντρέχει σοβαρός λόγος, δηλαδή σοβαρή ασθένεια του κρατουμένου, και ως εκ τούτου με βάση αυτά που ορίζει ο νόμος η άμεση εκτέλεση της ποινής εμφανίζεται ως υπέρμετρα σκληρή μεταχείριση, υπό την έννοια ότι ο κρατούμενος, που αντιμετωπίζει σοβαρή ασθένεια, με άμεση απειλή της ζωής του, δεν μπορεί να συνεχίσει να εκτίει την ποινή του. Και για αυτό ο νομοθέτης έχει προβλέψει σε αυτές τις περιπτώσεις την προσωρινή αναβολή για ορισμένες ημέρες, ώστε να μπορέσει να μπορέσει να αποκατασταθεί η υγεία του, ώστε να μπορέσει στη συνέχεια να εκτίσει την ποινή του. Η άλλη κίνηση είναι η προσφυγή που προβλέπει το άρθρο δύο του σωφρονιστικού κώδικα, που λέει ότι ο έλεγχος της νομιμότητας στη μεταχείριση των κρατουμένων ασκείται από το δικαστήριο εκτέλεσης ποινών, δηλαδή το συμβούλιο πλημμελειοδικών του τόπου της εκτίσεως. Αυτό λοιπόν είναι το άρθρο δύο του σωφρονιστικού κώδικα όπως αυτός ισχύει με τον 4760/2020 και αποτελεί το ένδικο βοήθημα της προσφυγής κατά της απόρριψης αιτήσεως επαναμεταγωγής του κρατουμένου. Και το οποίο, επίσης, κρίνεται από το συμβούλιο πλημμελειοδικών του τόπου της εκτίσεως».

Στη συνέχεια σημείωσε ότι «η αναβολή, άλλως διακοπή, εκτέλεσης της ποινής, αποσκοπεί αποκλειστικά και μόνον στην αποκατάσταση της υγείας του. Διότι, όπως καταλαβαίνεται, ακόμη κι αν γινόταν δεκτό το πρώτο, που αφορά την επαναμεταγωγή, είναι αδύνατον να θεωρείται ή να εκτιμηθεί ο συγκεκριμένος κρατούμενος ως ένας υγιής κρατούμενος που θα επιστρέψει στο σωφρονιστικό κατάστημα προκειμένου να συνεχίσει την έκτιση της ποινής του. Άρα λοιπόν, θα πρέπει, με βάσει τις διατάξεις του κώδικα ποινικής δικονομίας, και τις νομοθετικές προβλέψεις, να αντιμετωπιστεί η πλήρης αποκατάσταση της υγείας του, και στη συνέχεια να απαχθεί στις διατάξεις του σωφρονιστικού κώδικα και να συνεχίσει την έκτιση της ποινής του».

Σχετικά με το αν η κυβέρνηση τήρησε τη νομιμότητα στην υπόθεση Κουφοντίνα απάντησε:

Κατά την προσωπική μου άποψη δεν είναι νόμω βάσιμη η τοποθέτηση της υπηρεσίας, καθώς όφειλε να γίνει πραγματική μεταγωγή και όχι πλασματική μεταγωγή. Αυτό το οποίο επικαλείται η υπηρεσία, είναι ότι για λόγους προστασίας των κρατουμένων λόγω των συνθηκών που επικρατούν και για προστασία από τον κορονοϊό, έκρινε ότι από τις αγροτικές φυλακές ήταν απαραίτητη η μεταγωγή του στις φυλακές Δομοκού. Ο κρατούμενος δεν έχει επιλέξει που θα πάει – και το λέω αυτό επισημαίνοντας μία μάλλον προπαγανδιστική τοποθέτηση από διάφορες πλευρές, ότι δεν μπορεί η πολιτεία να κάνει τη χάρη, να ικανοποιήσει το αίτημα του κρατουμένου να πάει εκεί που εκείνος θέλει. Μακράν του συγκεκριμένου κρατουμένου το αίτημα αυτό κείται. Ακριβώς στην αντίθετη πλευρά βρίσκεται η αλήθεια. Δε ζήτησε να πάει εκεί που εκείνος θέλει, αλλά εκεί που ο νόμος προβλέπει. Και για αυτό το δικαίωμα του προσυπέγραψα κι εγώ, γιατί είναι νόμιμο και βάσιμο.

Και το λέω με όλο το σεβασμό στη μνήμη των θυμάτων, και βεβαίως των οικογενειών τους, που είδα κάποιες ανακοινώσεις. Θεωρώ ότι είναι όλως εσφαλμένη η επιλογή της κυβέρνησης να τοποθετηθεί επί παντός επιστητού στα θέματα της σωφρονιστικής, διότι υπέπεσε σε συνεχή και αλεπάλληλα σφάλματα, στα οποία έχει ήδη εγκλωβιστεί. Και θα σας πω και το εξής: θεωρώ ότι από τη στιγμή που πράγματι υπέβαλε το αίτημα στη δικαιοσύνη για να κριθεί, κρίνεται όλως εσφαλμένο να βλέπει κανείς κυβερνητικά στελέχη να τοποθετούνται καθώς αυτό θα μπορούσε να θεωρηθεί ευθέως ως άσκηση αθέμιτης επιρροής. Καλό θα ήταν λοιπόν να αποφεύγουν τις δηλώσεις, διότι το μόνο που προδίδει αυτή η τοποθέτηση εκ μέρους υπουργών, υφυπουργών, γενικών γραμματέων αλλά και εκ μέρους του ιδίου του κυρίου πρωθυπουργού, είναι πολιτική ανωριμότητα.

Η έγγραφη διαδικασία έχει καταδείξει ότι οι κοινοποιήσεις των εγγράφων δεν είναι πλήρεις. Η ουσία όμως έγκειται στο επιχείρημα που σας ανέπτυξα προηγουμένως. Πράγματι δεν υπήρξε πληρότητα στην επίδοση των εγγράφων, πλην όμως αυτό το οποίο επικαλείται ο κρατούμενος προς το δικαιοδοτικό όργανο, το συμβούλιο πλημμελειοδικών Λαμίας, είναι ότι η επαναμεταγωγή έπρεπε να είχε υλοποιηθεί. Και αυτό που λέει ο σωφρονιστικός κώδικας είναι εξαιρετικά σαφές. Είναι σαφέστατο. Ότι ο έλεγχος της νομιμότητας γίνεται από το συμβούλιο πλημμελειοδικών του τόπου έκτισης. Άρα λοιπόν, το συμβούλιο πλημμελειοδικών Λαμίας θα κρίνει εάν ακολουθήθηκε η νόμιμη διαδικασία. Η νόμιμη διαδικασία δεν είναι αυτή που λέει ούτε η κυβέρνηση ούτε αυτή που θα αναπτύξουμε εμείς. Είναι αυτή που θα κρίνει το Συμβούλιο.

Απαντώντας στη ρητορική της κυβέρνησης για το ότι «η Δημοκρατία δεν εκβιάζεται, τόνισε:

«Δε θα υποπέσω στο σφάλμα της διοίκησης να σχολιάζω τι σφάλματα έχει κάνει, καθώς η ίδια η διοίκηση έχει σχολιάσει επανειλλημένως τη στάση της συνηγόρου ή του ιδίου του κρατουμένου, και με τίτλους έτσι μάλλον ανεπιτυχείς, φέρει ειπείν «η Δημοκρατία δεν εκβιάζεται» και άλλα τινά ενδιαφέροντα, θα απαντήσω ως εξής: η Δημοκρατία δε συγκρίνει το αξιακό της σύστημα με κανενός άλλου. Διότι τότε αυτοκαταργείται. Η δημοκρατία όταν βλέπει ένα σφάλμα, όταν δηλαδή έχει εκδοθεί μια δυσμενής διοικητική πράξη η οποία είναι εσφαλμένη, οφείλει η ίδια να το ελέγξει αυτεπαγγέλτως και να την ανακαλέσει.

Αν δεν το πράξει, και τοποθετείται στρατοπεδεύοντας απέναντι στον κρατούμενο, καταργεί τις βασικές αρχές και τους κανόνες της σωφρονιστικής επιστήμης, και πίσω από καταχρηστική άσκηση του τύπου, δηλαδή της τυπολογίας που απαιτείται στην ποινική δικονομία, όπως είπατε προηγουμένως, από τον Βόλο στον Κορυδαλλό και από τον Κορυδαλλό στο Δομοκό μέσα σε μία ώρα, δηλαδή μέσα σε γραφειοκρατική μεταγωγή και όχι πραγματική μεταγωγή, καθίσταται εμφανής η καταχρηστική άσκηση του σχετικού δικαιώματος, και βεβαίως η μάλλον ειρωνική τοποθέτηση της πολιτείας ως προς την τήρηση αυτής της τυπολογίας.

Και για να γίνω πιο σαφής, δε μπορεί η πολιτεία να επιδεικνύει τεράστια και χρονοβόρα γραφειοκρατία σε άλλες περιπτώσεις, και σε αυτή τη συγκεκριμένη περίπτωση να επιδεικνύει τέτοια αντανακλαστικά, τα οποία προφανώς δημιουργούν το αίσθημα ανασφάλειας δικαίου, και της διακριτικής μεταχείρισης ενός συγκεκριμένου κρατουμένου. Αντί να έχει την πολιτική ωριμότητα να διαβάσει τα νοήματα πίσω από τις συμπεριφορές, κάνει ακριβώς το αντίστροφο: δημιουργεί συμπεριφορές για να εξλαγει βασικά νοήματα για τη δική της στάση. Αντί να κρατήσει τον πολίτη κοντά στην εμπιστοσύνη στην άσκηση χρηστής διοίκησης, τον απομακρύνει και του δημιουργεί αισθήματα ανασφάλειας. Διότι δε νομίζω ότι ούτε οι οικογένειες των θυμάτων θα ήθελαν, το έγραψαν κιόλας, να ασχολείται μια ολόκληρη κοινωνία με τη στάση της κυβέρνησης απέναντι στον Κουφοντίνα. Η ίδια η κυβέρνηση αυτοεγκλωβίστηκε σε αυτή την κατάσταση, και είναι η ίδια υπεύθυνη για αυτό που έχει δημιουργηθεί. Και θα σας πω κάτι ακόμα: ο τρόπος με τον οποίο διεξήχθη αυτή η συζήτηση είναι άνισος. Δεν εκδηλώνει, δηλαδή, αισθήματα ισονομίας και ακριβοδικίας. Θα έπρεπε να εξάγει άλλο νόημα η κυβερνητική πλευρά. Ότι ο Κουφοντίνας υπέβαλε ένα αίτημα, που είχε χρόνια να ακούσει κάτι τέτοιο. Τι σημαίνει αυτό; ότι το αξιακό σύστημα ζήτησε να απαντήσει στο αίτημά του. Άρα λοιπόν δεν θα έπρεπε να το σεβαστεί;»

Τέλος, σχετικά με το ότι τα θύματα του Δημήτρη Κουφοντίνα δεν είχαν τη δυνατότητα να επικαλεστούν τα δικαιώματά τους, απάντησε ότι ο Κουφοντίας  «καταδικάστηκε και γι αυτό εκτίει την ποινή την οποία εκτίει. Έτσι λειτουργεί το σωφρονιστικό σύστημα. Το σωφρονιστικό σύστημα, ξέρετε, δε λειτουργεί μες την ανάμνηση της πράξης, αλλά με την προσδοκία της κοινωνικής επανένταξης. Αν λειτουργούσε με την ανάμνηση της πράξης, τότε δε θα δημιουργούσε κοινωνική επανένταξη, αλλά θα δημιουργούσε συνθήκες αντεκδίκησης, μέσα στο ίδιο το σωφρονιστικό σύστημα. Άρα λοιπόν, χωρίς να διαφωνήσω ιστορικά με αυτό που λέτε, θα διαφωνήσω νομικά ως προς τους σκοπούς στους οποίους στοχεύει η σωφρονιστική»