Εκείνη τη μέρα, οι αιγυπτιακές ένοπλες δυνάμεις, υπό τις οδηγίες του αλ-Σίσι, που είχε καταλάβει με πραξικόπημα την εξουσία στις 4 Ιουλίου, έπνιξαν στο αίμα της ειρηνικές καθιστικές διαμαρτυρίες υποστηρικτών του πρώην προέδρου, Μοχάμεντ Μόρσι, που διαδήλωναν επί έξι εβδομάδες.

Σύμφωνα με την αναφορά των αιγυπτιακών αρχών, τουλάχιστον 638 άνθρωποι (595 διαδηλωτές και 43 αστυνομικοί) έπεσαν νεκροί, ενώ διεθνείς ανθρωπιστικές οργανώσεις εκτιμούν ότι ο αριθμός είναι μεγαλύτερος. Το Human Rights Watch, που χαρακτηρίζει τα γεγονότα ως «μία από τις μεγαλύτερες δολοφονίες διαδηλωτών μέσα σε μία μόνο ημέρα στην πρόσφατη ιστορία» εκτιμάει ότι ο αριθμός των νεκρών είναι τουλάχιστον 813 και μπορεί να φτάνει και τους 1.000.

Στη δίκη της Rabaa, η ομάδα των 739 διαδηλωτών κατηγορήθηκε συλλογικά για τη δολοφονία 17 ανδρών, συμπεριλαμβανομένων 7 μελών της αστυνομίας, καθώς και για «παράνομη συγκέντρωση», «υποκίνηση για παραβίαση του νόμου» και συμμετοχή σε βία. Δεν υπήρξε ούτε ένας υπάλληλος ασφαλείας ο οποίος να θεωρήθηκε υπεύθυνος για τα γεγονότα τονίζει σε ανακοίνωσή της η Διεθνής Αμνηστία. Η Najia Bounaim, Διευθύντρια Εκστρατειών της Βόρειας Αφρικής στη Διεθνή Αμνηστία δήλωσε:

«Οι ποινές αυτές εκδόθηκαν σε μία απαράδεκτη μαζική δίκη περισσότερων από 700 ανθρώπων. Καταδικάζουμε όσο πιο ηχηρά μπορούμε τη σημερινή ετυμηγορία. Η θανατική ποινή δεν θα έπρεπε να αποτελεί επιλογή σε καμία περίπτωση. Το γεγονός ότι κανένας αστυνομικός δεν προσήχθη ως υπεύθυνος για τις δολοφονίες τουλάχιστον 900 ατόμων στις διαμαρτυρίες Rabaa και Nahda, δείχνει την παρωδία της δικαιοσύνης σε αυτή τη δίκη. Οι αιγυπτιακές αρχές θα έπρεπε να ντρέπονται. Απαιτούμε επανεκδίκαση σε αμερόληπτο δικαστήριο και με πλήρη σεβασμό του δικαιώματος για δίκαιη δίκη για όλους τους κατηγορούμενους και τις κατηγορούμενες, χωρίς την επιλογή της θανατικής ποινής».

Τρία χρόνια μετά τη «σφαγή στην αλ Ραμπάα», το Al Jazzera δημοσίευσε ένα ντοκιμαντέρ για τα γεγονότα εκείνης της ημέρας. Στο εισαγωγικό άρθρο αναφέρει:

Τρία χρόνια μετά από τη δραματική διάλυση της καθιστικής διαμαρτυρίας στην πλατεία Rabaa al-Adawiya από τον αιγυπτιακό στρατό και τις δυνάμεις ασφαλείας, οι μνήμες εκείνης της μέρας παραμένουν το ίδιο οδυνηρές για όσους υπήρξαν μάρτυρες των γεγονότων, ιδιαίτερα για τους γιατρούς που εργάζονταν στο νοσοκομείο που είχε στηθεί στη Rabaa.

Στις 14 Αυγούστου 2013, οι κατασκηνώσεις των διαδηλωτών στην πλατεία και το νοσοκομείο είχαν ισοπεδωθεί και πάνω από χίλιοι διαδηλωτές σκοτώθηκαν σε διάστημα δέκα ωρών.

Η Human Rights Watch δήλωσε ότι ήταν “μία από τις μεγαλύτερες δολοφονίες διαδηλωτών μέσα σε μία μόνο ημέρα στην πρόσφατη ιστορία” και ότι ήταν “μια βίαιη καταστολή προγραμματισμένη στα υψηλότερα επίπεδα της αιγυπτιακής κυβέρνησης” . Οι Ειδικές Δυνάμεις πραγματοποίησαν την επίθεση στην πλατεία Rabaa al-Adawiya με τεθωρακισμένα οχήματα μεταφοράς προσωπικού, μπουλντόζες, χερσαίες δυνάμεις και ελεύθερους σκοπευτές.

Οι δυνάμεις ασφαλείας υποστήριζαν πάντα ότι μερικοί από τους διαδηλωτές ήταν οπλισμένοι και ότι ανάμεσά τους υπήρχαν κάποιοι αποκαλούμενοι “τρομοκράτες”. Ο Ομάρ Σακίρ παρατηρητής της Human Rights Watch λέει ότι η ερευνητική του ομάδα ήταν εκεί, “όταν οι δυνάμεις ασφαλείας πυροβόλησαν στο νοσοκομείο Rabaa, στη συνέχεια κατέλαβαν το κτίριο, διέταξαν το ιατρικό προσωπικό, τις οικογένειες και τους τραυματίες να βγουν έξω από το νοσοκομείο, και αυτή η δομή αργότερα πυρπολήθηκε” .

Παρά την πληθώρα των αδιάσειστων στοιχείων που εμπλέκουν τον αιγυπτιακό στρατό και τις δυνάμεις ασφαλείας στη δολοφονία διαδηλωτών, κανείς δεν έχει ποτέ προσαχθεί σε δίκη και η αιγυπτιακή κυβέρνηση δεν έχει ακόμα διερευνήσει ανοιχτά το περιστατικό. Το αιγυπτιακό Εθνικό Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων έχει εκπονήσει έκθεση σχετικά με τα γεγονότα, αλλά τα συμπεράσματά του έρχονται σε αντίθεση τόσο με το Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων όσο και με τους μάρτυρες σε αυτήν την ταινία.

Η δρ. Χανάν αλ-Αμίν, μια από τους γιατρούς που εφημέρευαν εκείνη την ημέρα, αγωνίστηκε για ώρες προσπαθώντας να αντιμετωπίσει εκατοντάδες περιπτώσεις τραυματιών, αλλά στις 16:00 βρισκόταν ανάμεσα σε αυξανόμενο αριθμό πτωμάτων. Καθώς περιποιούταν τρεις τραυματίες ταυτόχρονα, ένας αξιωματικός της έδωσε εντολή να φύγει από το νοσοκομείο. Όταν διαμαρτυρήθηκε, τους πυροβόλησε και τους σκότωσε όλους και της είπε ότι θα ήταν η επόμενη αν δεν υπακούσει στις εντολές του να φύγει. Λίγο αργότερα, το νοσοκομείο και το τζαμί πυρπολήθηκαν.

Η ταινία εξετάζει αυτά τα γεγονότα μέσα από τα μάτια των επιζώντων, του ιατρικού προσωπικού και των δημοσιογράφων. Συνδυάζει προσωπικές μαρτυρίες με αποσπάσματα ημερολογίων, φωτογραφίες και αρχειακό υλικό για να αφηγηθεί την ιστορία της “ διάλυσης” , κατά την οποία περισσότεροι από 1.100 άνθρωποι σκοτώθηκαν, 10.000 τραυματίστηκαν και 21.000 συνελήφθησαν