Συνήθως προτιμούσα να φεύγω πριν τις οκτώ το πρωί. Τώρα δεν υπάρχει αυτή η δυνατότητα. Από τη Θεσσαλονίκη για την Αθήνα φεύγουν μόνον τρία λεωφορεία την ημέρα. Ο ίδιος αριθμός κάνει και το αντίστροφο δρομολόγιο.

Όμως, πρέπει να βρίσκομαι στο πρακτορείο πριν τις οκτώ, κι ας φεύγει στις 10πμ το λεωφορείο. Οι παλιοί κανόνες δεν ισχύουν ούτε εδώ. Δεν μπορείς να βγάλεις εισιτήριο ηλεκτρονικά, δεν μπορείς να εξασφαλίσεις θέση κάνοντας κράτηση από το τηλέφωνο. Δεν μπορείς, αν συνταξιδεύεις με κάποιον, να καθίσεις δίπλα του – τουλάχιστον θεωρητικώς.

Και τι μήνυμα στέλνεις, ποιό sms ταιριάζει στην περίπτωσή σου; Δε χρειάζεται να στείλω η ίδια, λόγω του ειδικού καθεστώτος για δημοσιογράφους – έχω απλά σώσει στο κινητό, από το taxis, το pdf με τη διεύθυνσή μου στην Αθήνα. Όμως, συνοδεύω τον Μπρούνο, ένα σκυλούδι που έχει υιοθετηθεί στην Αθήνα, και η φίλη Ελευθερία, που με πάει στο σταθμό, πρέπει να στείλει μήνυμα και να τον περιλάβει, όπως και o καινούριος του μπαμπας, ο Παναγιώτης, που θα τον παραλάβει στην Αθήνα.

Η Ελευθερία στέλνει (2), σκεφτόμαστε ότι η μετάβαση μου στα ΚΤΕΛ είναι αγαθό, δε χωράει κάπου αλλού. Θα με διορθώσει η Μαρία,  και θα με βοηθήσει να πω στον Παναγιώτη τι πρέπει να στείλει εκείνος: Προτιμάμε το (4), μετακίνηση για παροχή βοήθειας σε ανθρώπους που βρίσκονται σε ανάγκη, προσθέτοντας σε παρένθεση (μεταφορά ζώου συντροφιάς). Έτσι ο Μπρούνο γίνεται απαραίτητο είδος, αφού θεωρείται ότι το αφεντικό του τον έχει ανάγκη – οι λόγοι θα μπορούσαν να είναι πολλοί.

Μπαίνω στην αίθουσα με τους γκισέδες την ώρα που η υπεύθυνη, από τα εισιτήρια, έχει τελειώσει το σκούπισμα όλων των επιφανειών με απολυμαντικό. Ο χώρος μυρίζει καθαριότητα. Πλησιάζω να μου δώσουν θέση. Το εισιτήριο μου είναι με επιστροφή. Πληρώνω μισό – συμφωνία της Ένωσης Συντακτών με τα ΚΤΕΛ. Δε μου ζητούν την κάρτα που δείχνει ότι όντως νομίμως έχω βγάλει μισό – είναι επαφή παραπανίσια, κι αφού ήλθα πριν τα μέτρα, κάποιος το έχει ελέγξει.. Δείχνω το βιβλιάριο του Μπρούνο, απαραίτητο για να ταξιδέψει. Δεν το αγγίζουν, δεν το ανοίγουν, με εμπιστεύονται ότι είναι πρόσφατα όλα τα στοιχεία.

Κάθομαι στην αριστερή γωνία της αίθουσας αναμονής, κουλούρι και χυμός για πρωινό και ειδήσεις στο κινητό για να περάσει η ώρα – η Ελευθερία βγάζει το Μπρούνο βόλτα, να χαρεί λίγο πριν κλειστεί στο λεωφορείο για έξι ώρες. Στην άλλη άκρη της αίθουσας κάθονται δυό νεαροί, μάλλον πακιστανοί, μαζί. Συνεπιβάτες – τους δίνουν θέσεις στη γαλαρία, η δική μου είναι μπροστά, η 12. Ένας άστεγος, σε κακό χάλι, που μπαίνει κάποια στιγμή, εκδιώκεται άμεσα. Ούτε μάσκες, ούτε γάντια, ούτε απολύμανση για κείνον – η μυρωδιά του φτάνει ως εμένα.. Σκέπτομαι αν πρεπει να του δώσω αντισηπτικά μαντηλάκια, το μόνο που μπορώ να μοιραστώ. Αλλά, τι να του κάνουν; κάποιοι είναι αναλώσιμοι, ίσως τώρα περισσότερο από ποτέ.

Ο οδηγός μας αφήνει να βάλουμε μόνοι μας τις βαλίτσες στην καταπακτή. Δεν υπάρχει βοηθητικό προσωπικό, ως συνήθως και ο ίδιος δε θέλει να εκτεθεί. Η υπεύθυνη των εισιτηρίων, που έχει βγει, μας κάνει παρατήρηση, που βάζουμε μόνοι τις βαλίτσες, μέχρι να της πούμε το λόγο και να κάνει νέα παρατήρηση, αυτή τη φορά στον οδηγό. Δείχνουμε εισιτήρια και μπαίνουμε μέσα – κανείς δε μου ζητά και πάλι την κάρτα μου, για την έκπτωση. Όσο λιγότερη επαφή, τόσο καλύτερα.

Η Μαρία με τα δύο πτυχία, μέλλουσα συνταγματολόγος, είναι αναγνώστρια του the Press Project. Kάθεται απέναντί μου και διαγώνια στο λεωφορείο, νοιάζεται να μοιράσει σε όλους μας αντισηπτικό και γάντια, φορά υφασμάτινη μάσκα που αφήνει να δεις μόνο τα όμορφά της μάτια.

Έτσι καθόμαστε. Ένας ανά τέσσερις θέσεις, και εναλλάξ. Η πρώτη σειρά είναι κενή. Στις επόμενες τέσσερις σειρές του λεωφορείου καθόμαστε τέσσερις γυναίκες, η κάθε μία σε μια τετράδα θέσεων: δεύτερη σειρά παράθυρο δεξιά, τρίτη σειρά παράθυρο αριστερά, τέταρτη σειρά παράθυρο δεξιά, πέμπτη σειρά παράθυρο αριστερά. Θα μετακινηθούμε κατά μια θέση, να πιάσουμε την κουβέντα, αλλά και πάλι είμαστε όλες σε απόσταση ασφαλείας.

Μετά την Κατερίνη, όποτε ανοίγω τα μάτια μου, η Εθνική οδός είναι άδεια. Ούτε ένα αυτοκίνητο. Μόνο εμείς, μόνο το λεωφορείο, όσο πιάνει το βλέμμα. Έτσι αρχίζουμε την κουβέντα με τη Μαρία: ρωτάω αν από την από εκεί πλευρά, προς την άλλη λωρίδα, έχει δει να περνά κανένα αυτοκίνητο ιδιωτικής χρήσεως. Ούτε ένα. Μέχρι να περάσουμε έξω από τη Λάρισα, μέχρι, κατόπιν να έρθουμε κοντά στην Αθήνα, ούτε ένα IX, ούτε ένα φορτηγό – μόνο καναδυό άλλα λεωφορεία είδαμε όσο προσέχαμε το δρόμο.

Ακόμη και στη στάση της Λαμίας, σε κείνο το περίεργο δυστοπικό κατάστημα, είμαστε το μόνο λεωφορείο. Οταν ανέβαινα Θεσσαλονίκη, τρεις μέρες πριν το λοκ ντάουν, ήταν τρία τέσσερα ακόμη λεωφορεία και κάποιοι από τους φορτηγατζήδες των φορτηγών που είναι τακτικά παρκαρισμένα ένα γύρο. Τώρα είμαστε μόνο εμείς. Οι δέκα άνθρωποι – δέκα με τον οδηγό- που κατεβαίνουμε Αθήνα. Καφές και τσιγάρο υπό βροχή, κι ο αυστραλός που συνταξιδεύει μαζί μας να ρωτάει πόσο μακρυά είναι οι Δελφοί από τη στάση και αν θα περάσουμε από κει, να δει λίγο… Πρόλαβε και είδε την Ακρόπολη στο πρώτο μέρος του ταξιδιού του, πριν την φυλάκισή μας.

Η υπόλοιπη διαδρομή φεύγει με την κουβέντα. Η απειλή του Κωνσταντίνου Μπογδάνου ότι θα μηνύσει το the Press Project και οι απόψεις της νεαρής συνταγματολόγου για αυτό μας βοηθούν να ξεχαστούμε μέχρι να μπούμε στο νομό Αττικής.

Μετά τη Μαλακάσα και λίγο πριν τον Άγιο Στέφανο, μποτιλιάρισμα. Καλώς ορίσατε στην περιοχή πρωτευούσης! Έτσι σημειωτόν θα πάμε ως τον Κηφισό, όπου κατεβαίνει η Μαρία, και ο δρόμος θα ανοίξει στη διαδρομή ως το Πεδίο του Άρεως, τελευταία στάση μας. Δείχνω στον Αυστραλό το δρόμο για τον ξενοδοχείο του και περιμένω τον Παναγιώτη, να παραλάβει το Μπρούνο. Αυθόρμητα όταν συναντιόμαστε μου δίνει το χέρι του, κι εγώ το δικό μου. Μοιραζόμαστε μαντηλάκια αποστείρωσης. Σε άλλη περίπτωση θα τον αγκάλιαζα να τον φιλήσω, σκέφτομαι, χαίρομαι τόσο που πήρε το Μπρούνο και είναι ένα αγόρι χαμογελαστό, ευγενικό, ξέρεις πως ο Μπρούνο μας θα γίνει μέλος τς οικογένειας. Τώρα μπορούμε μόνο να χαμογελάσουμε ο ένας στον άλλο, αφού δε φοράμε μάσκες. Το ζειν επικινδύνως έχει και τα καλά του…