Σύμφωνα με το λεξικό της Οξφόρδης, το σώμα είναι «η πλήρης φυσική μορφή ενός ατόμου ή ζώου, η συνάθροιση μερών, οργάνων και ιστών που συγκροτούν ολόκληρο τον υλικό οργανισμό». Παρόλο που το ανθρώπινο σώμα μοιάζει κάτι το τόσο παγιωμένο, σχεδόν άχρονο και επιστημονικά τεκμηριωμένο, μια οικουμενική, σταθερή και πολιτικά ουδέτερη οντότητα, οι πολιτισμικές αναπαραστάσεις και οι λόγοι για το σώμα μεταβάλλονται διαρκώς όσο μεταβάλλονται και οι κοινωνίες και συμπαρασέρνουν μαζί τους τις προσλήψεις για το ίδιο μας το σώμα.

Σύμφωνα με τον Makari (2008, σ.93-95) στα τέλη του 19ου αιώνα και υπό την επίδραση της δαρβινικής θεωρίας της φυσικής επιλογής, το σώμα και κυρίως το σεξουαλικοποιημένο έμφυλο σώμα ήταν πιο παρόν από ποτέ στον ιατρικό λόγο. Η ψυχανάλυση, η οποία γεννήθηκε μέσα σε αυτό το κλίμα, ανέδειξε την αξία του σώματος και απέδωσε στα σωματικά—επονομαζόμενα ως «υστερικά»— συμπτώματα το χαρακτηριστικό της μεταφοράς συμβολικών νοημάτων που αφορούσαν ασυνείδητες φαντασιώσεις. Ο Sigmund Freud αρχικά ενδιαφερόταν για το υστερικό σώμα ως πεδίο σωματικών εσωτερικών σεξουαλικών συγκρούσεων, θεωρούσε δηλαδή ότι τα συμπτώματα αποκάλυπταν ασυνείδητες διεργασίες. Στο πρώτο του βιβλίο που συνυπογράφει με τον Joseph Breuer Mελέτες για την Υστερία (1895) περιλαμβάνεται περιγραφή των υστερικών σωματικών συμπτωμάτων της Καταρίνα, μιας έφηβης κοπέλας την οποία γνώρισε ο Freud κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του στις Ανατολικές Άλπεις.

Δεν είναι, φυσικά, τυχαίο ότι η έμφαση στο σώμα δίνεται μέσα από τη μελέτη του εφηβικού σώματος και μάλιστα του γυναικείου εφηβικού σώματος. Η εφηβεία, αυτό το μεταβατικό χρονικό διάστημα που ορίζεται ως το πέρασμα από την παιδικότητα στην ενήλικη ζωή – που είναι φυσικά ιστορικά συγκεκριμένη υπό την έννοια ότι οι ποιότητες που τη χαρακτηρίζουν συγκροτούνται εντός του νεωτερικού πολιτισμικού πλαισίου όπως μας αποκαλύπτει και η διασημότερη ιστορία αγάπης της παγκόσμιας λογοτεχνίας μεταξύ της 13χρονης Ιουλιέτας και του 15χρονου Ρωμαίου—είναι η κατεξοχήν περίοδος όπου τα υποκείμενα βιώνουν –συχνά με περισσή ένταση— σωματικές μεταβολές. Τα μέρη του σώματος αλλάζουν σταδιακά και μαζί τους αλλάζουν και τα νοήματα που φέρουν συγκροτώντας μια νέα σωματική ταυτότητα. Ο Vanier (2001) γράφει σχετικά ότι «στην εφηβεία περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στιγμή της ζωής, συνειδητοποιούμε ότι έχουμε ένα σώμα, αφού τότε είναι που υφίσταται τόσες πολλές μεταμορφώσεις και γίνεται μοναδικά ξένο» και ότι αντί να νιώθουμε ότι εμείς κατέχουμε το σώμα μας, συχνά νιώθουμε ότι είναι το σώμα μας που μας κατέχει. Στην εφηβεία, λοιπόν, το σώμα γίνεται πιο παρόν από ποτέ και ειδικά το γυναικείο σώμα, το Άλλο, το διαφορετικό, το δεύτερο, που θα έλεγε και η Sιmone de Beauvoire, μπαίνει στο μικροσκόπιο. «Ο δρόμος προς την αυθεντικοποίηση της βιοϊατρικής γνώσης» γράφει η Αθηνά Αθανασίου (2012) «συνδέεται ιστορικά με τη διεισδυτική εποπτεία και κανονιστική επιτήρηση του γυναικείου σώματος».

Έτσι, σε μια από τις πιο διάσημες περιπτώσεις του ο Freud καταπιάνεται το 1901 πάλι με τη μελέτη μιας 18χρονης κοπέλας, της Ντόρα, αποδίδοντας την αιτία των συμπτωμάτων της στο 14ο έτος της ζωής της, δηλαδή στην εφηβεία. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, ο Κύριος K., οικογενειακός φίλος και σύζυγος της Κυρίας K., πιθανής ερωτικής συντρόφου του πατέρα της Ντόρα, «ξαφνικά αγκάλιασε το κορίτσι και έδωσε ένα φιλί στα χείλη της» (Freud, 1905, σ.28). Αυτό το περιστατικό προκάλεσε τα ακόλουθα συμπτώματα στο εφηβικό της σώμα: αηδία και αισθητηριακή παραίσθηση με τη μορφή που εξακολουθεί να αισθάνεται «στο πάνω μέρος του σώματός της η πίεση της αγκαλιάς του Κύριου K.» (Freud, 1905, σ.29). Σύμφωνα με τον Freud, αυτά τα σωματικά συμπτώματα αφορούν τους ακόλουθους ψυχικούς μηχανισμούς: α) την αντιστροφή της επίδρασης από το ευχάριστο συναίσθημα του σεξουαλικού ενθουσιασμού στην αηδία και β) τη μετατόπιση της αίσθησης τόσο από τη διέγερση των γεννητικών οργάνων (σεξουαλικός ενθουσιασμός) στη διέγερση του πεπτικού συστήματος (αηδία). Μέσα από αυτόν τον ιατρικό/ψυχαναλυτικό λόγο διαφαίνεται το πώς ορίζεται η σημασία της σεξουαλικής αφύπνισης για το εφηβικό σώμα και η σύγκρουση που μπορεί να προκύψει μεταξύ της παρότρυνσης για ενήλικη σεξουαλικότητα και της λαχτάρας για διατήρηση του σεξουαλικά λανθάνοντος παιδικού σώματος. Εκτός αυτού, στο τελευταίο από τα Τρία δοκίμια για τη σεξουαλικότητα (1905), υπό τον τίτλο Οι μετασχηματισμοί της εφηβείας, ο Freud δηλώνει ρητά ότι στην υγιή εφηβική ανάπτυξη το κατά κύριο λόγο αυτο-ερωτικό σεξουαλικό ένστικτο της «πολυμορφικά διεστραμμένης», όπως διάσημα την αποκαλεί, παιδικής ηλικίας, μετατρέπεται σε σεξουαλικό ένστικτο για ένα ερωτικό αντικείμενο και όλα τα συστατικά ένστικτα που αναδύονται από ξεχωριστές ερωτογενείς ζώνες (στόμα, πρωκτό, γεννητικά όργανα) συνδυάζονται με έναν νέο σεξουαλικό στόχο που καθιερώνει την υπεροχή των γεννητικών οργάνων. Έτσι, το εφηβικό σώμα εκπληρώνει τον στόχο του να γίνει τόσο σεξουαλικό όσο και σεξουαλικοποιημένο σώμα, απαρτιώνοντας ένστικτα που ήταν διάσπαρτα σε διαφορετικά μέρη του σώματος, σε ένα νέο όλον.

Ένα ερώτημα που αναπόφευκτα τίθεται είναι τι άραγε συμβαίνει στην πρόσληψη του εαυτού κατά τη διάρκεια της εφηβείας, όταν το σώμα αλλάζει όχι μόνο με πολύ γρήγορους ρυθμούς αλλά και με περαιτέρω επιπτώσεις πίσω από κάθε αλλαγή. Τα ώριμα γεννητικά όργανα σημαίνουν όχι μόνο τη δυνατότητα σεξουαλικής ζωής και αναπαραγωγής, αλλά και τη διαφοροποίηση αρσενικού-θηλυκού, τη συγκρότηση του φύλου πάνω στη βιολογία που τόσο έχει ταλανίσει τις κοινωνίες. Η εμμηνόρροια, για παράδειγμα, είναι ένα τέτοιο βιολογικό χαρακτηριστικό που βιώνεται ως κατώφλι ενηλικίωσης αλλά και ταύτιση με το βιολογικό φύλο: «έγινες γυναίκα τώρα» αναφωνεί συχνά το οικογενειακό περιβάλλον, ανεξάρτητα από την ταυτότητα φύλου του υποκειμένου. Σε ένα απόσπασμα από το Ημερολόγιο της Άννας Φρανκ, το οποίο αρχικά απαγορεύτηκε επειδή ο πατέρας της το θεωρούσε προσβλητικό, η Άννα γράφει:

«Νομίζω ότι αυτό που μου συμβαίνει είναι τόσο υπέροχο, και δεν εννοώ μόνο τις αλλαγές που συμβαίνουν στο εξωτερικό του σώματός μου, αλλά και αυτές που συμβαίνουν στο εσωτερικό. Ποτέ δεν συζητώ τον εαυτό μου ή κάτι τέτοιο με άλλους, γι’ αυτό πρέπει να μιλήσω γι’ αυτά στον εαυτό μου. Κάθε φορά που έχω την περίοδό μου (και έχουν περάσει μόνο τρεις φορές) έχω την αίσθηση ότι παρά τον πόνο, την ταλαιπωρία και το χάος, κουβαλάω ένα γλυκό μυστικό. Έτσι, παρόλο που είναι μια ενόχληση, με έναν συγκεκριμένο τρόπο πάντα ανυπομονώ για τις στιγμές που θα νιώσω αυτό το μυστικό μέσα μου, για άλλη μια φορά.»

Μια ενδιαφέρουσα πλευρά της εμμηνόρροιας όπως βιώνεται στην εφηβεία αποκαλύπτεται εδώ. Παρά το ταμπού της εμμηνόρροιας που φανερώνεται στο γεγονός ότι τόσο το κορίτσι δεν συζητά «τίποτα από αυτά τα πράγματα με άλλους» όσο και ότι ο πατέρας της αποφάσισε να λογοκρίνει το ημερολόγιο αφαιρώντας αυτό το απόσπασμα, η Άννα, σε καθεστώς εγκλεισμού και δίωξης από τους Ναζί, φαίνεται χαρούμενη που έχει την περίοδό της, αυτό το «γλυκό μυστικό» που την κάνει περισσότερο γυναίκα και λιγότερο παιδί. Ο πόνος και η δυσφορία που αισθάνεται είναι μια «ενόχληση» αλλά την κάνουν να αντιληφθεί το εσωτερικό της σώμα αλλά και τον χρόνο που περνάει αλλάζοντας το σώμα της. Ως έφηβη φαίνεται χαρούμενη που αλλάζει σε μια γυναίκα στο «εξωτερικό» αλλά και στο «εσωτερικό» του σώματός της. Η Kristeva (1982, σ.3) χαρακτηρίζει τα σωματικά υγρά ως «αυτό που υπομένει η ζωή, μετά βίας και με δυσκολία, από την πλευρά του θανάτου», δηλαδή, το αίμα της περιόδου βιώνεται ως σύμβολο ζωής (μια μήτρα που λειτουργεί) που δεν έγινε, όμως, ζωή (μια σύλληψη που δεν έγινε). Μάλιστα, η Kristeva, υποστηρίζει ότι «το γυναικείο σώμα, εξαιτίας των αναπαραγωγικών του λειτουργιών είναι η πεμπτουσία του ‘από-κειμένου’ [abject], ενός πόλου αβέβαιης και αμφιθυμικής σύμπτωσης μεταξύ έλξης και αποστροφής».

Μια άλλη αλλαγή στο σώμα που επιτελείται κατά την εφηβεία είναι η ανακάλυψη της αυτό-ευχαρίστησης, ο αυνανισμός, ο οποίος, όμως, και αυτός φέρει πολλά κοινωνικά νοήματα, συνδεδεμένα, κυρίως, με συναισθήματα ντροπής και ενοχής. Ο Michel Foucault υποστηρίζει στην Ιστορία της Σεξουαλικότητας (1976) ότι οι νέες σεξουαλικές κατηγορίες συγκροτούνται μέσω των λόγων και της πειθάρχησης των σωμάτων. Έτσι, για τον Foucault, και η κατηγορία του αυνανιζόμενου εφήβου είναι προϊόν διορθωτικού λόγου και της πεποίθησης των γονιών και των δασκάλων ότι όλα τα παιδιά είναι ένοχα αυνανισμού. Η θεωρία του Foucault εφαρμόζεται γλαφυρά στο θεατρικό έργο Το Ξύπνημα της Άνοιξης (1892) του Γερμανού συγγραφέα Frank Wedekind όπου σε μια σκηνή σε ένα αναμορφωτήριο, μια παρέα αγοριών ρίχνει ένα νόμισμα στο πάτωμα και αυνανίζονται ταυτόχρονα γύρω του προσπαθώντας να το χτυπήσουν με το σπέρμα τους:

Ντήτχελμ: Βλέπετε αυτό το εικοσάλεπτο!
Ράινχολντ: Ναι, και;
Ντήτχελμ: Θα το αφήσω στο πάτωμα. Θα σταθούμε όλοι γύρω γύρω. Όποιος το πετύχει, το παίρνει.
Ρούπρεχτ: Εσύ δεν παίζεις, Μελχιόρ;
Μελχιόρ: Όχι, ευχαριστώ.
Χέλμουτ: Κότα!
Γκαστόν: Δεν αντέχει άλλο. Τον φέρανε εδώ για ανάρρωση.
Μελχιόρ [στον εαυτό του]: Δεν είναι έξυπνο να απομονώνομαι. Όλοι με έχουν βάλει στο μάτι. Πρέπει να τους κάνω παρέα – αλλιώς πάω κατά διαόλου. – Η αιχμαλωσία μπορεί να οδηγήσει στην αυτοκτονία. – Αν κρεμαστώ, καλά θα είναι! Αν ξεφύγω, πάλι καλά θα είναι! Μονο να κερδίσω μπορώ.- Θα κάνω τον Ρούπρεχτ φίλο μου, αυτός ξέρει εδώ τα κατατόπια. – Θα του πω πονηρές ιστορίες από τη βίβλο, για τη νύφη του Ιούδα, για τον Μοάβ, για τον Λωτ και το σόι του, για τη Βασίλισσα Μπάστι και την Αμπισάγκ, την ερωμένη του Δαυίδ. – Αυτός έχει την πιο βασανισμένη φυσιογνωμία εδώ μέσα.
Ρούπρεχτ: Το πέτυχα!
Χέλμουτ: Τελειώνω!
Γκαστόν: Μεθαύριο μπορεί!
Χέλμουτ: Αμέσως! – Τώρα! – Ωωωω…
Όλο: Άξιος, άξιος!

Όπως, θα παρατηρούσε και ο Foucault για «εμάς τους νέους βικτωριανούς», είναι χαρακτηριστικό ότι ο αυνανισμός αναπαρίσταται πολιτισμικά στα τέλη του 19ου αιώνα, στην εποχή ανάδυσης ενός ιατρικού λόγου περί αυνανισμού και μιας ιατρικής όσο και ηθικής κατηγορίας του αυνανιζόμενου εφήβου. Αυτή τη σκηνή του παράλληλου αυνανισμού, μάλιστα, φαίνεται να αποκαλύπτει την ανταγωνιστικότητα και το μεγάλο άγχος γύρω από την αρρενωπότητα, την εκσπερμάτωση ως νίκη σε ένα παιχνίδι και τη βία ακόμη και με τη μορφή του εκφοβισμού ανάμεσα στους πιθανούς «νικητές» αυτού του παιχνιδιού. Ο Wedekind αφήνει τον πρωταγωνιστή του, Melchior, έξω από το παιχνίδι μελαγχολικά σκεπτόμενο τον καλύτερό του φίλο, Moritz, ο οποίος αυτοκτόνησε και ένα κορίτσι, τη Wendla, την οποία άφησε έγκυο. Εδώ, ο αυνανισμός παρουσιάζεται ως αντίθεση μεταξύ μιας άγριας πρωτόγονης ομαδικής πράξης μεταξύ των «παραβατικών» αγοριών και ενός μοναχικού ταξιδιού ενός αγοριού που έχει αντιμετωπίσει πρόωρα μια μάλλον δύσκολη πλευρά της ενήλικης ζωής. Κατά κάποιο τρόπο ο αυνανισμός συνδέεται εδώ με την εφηβεία των αγοριών και την ανωριμότητα όσον αφορά τη γενική εμπειρία ζωής.

Οι Laufer και Laufer (1984, σ.39) συνδέουν τόσο τον αυνανισμό όσο και τις επικίνδυνες συμπεριφορές που συχνά σχετίζονται με την εφηβεία, όπως οι απόπειρες αυτοκτονίας, τα ναρκωτικά και οι διαταραχές πρόσληψης τροφής, με το ζήτημα της «ιδιοκτησίας του σώματος». Πιο συγκεκριμένα, υποστηρίζουν ότι ο έφηβος αναρωτιέται αν το ώριμο σώμα τους ανήκει στον εαυτό τους ή στη μητέρα τους που το φρόντισε για πρώτη φορά. Γεμάτοι ενοχές για τον αυνανισμό λένε ότι αισθάνονται το σώμα τους ξεχωριστό από τον εαυτό τους, ενώ ταυτόχρονα προχωρούν σε απελπισμένους τρόπους για να αποκτήσουν τον έλεγχο του σώματός τους: από δίαιτες, τατουάζ και piercing μέχρι αυτοτραυματισμό και απόπειρες αυτοκτονίας.
H γαλλική ψυχανάλυση ασχολήθηκε με την έννοια της μητέρας και διερεύνησε τον αποκλεισμό του μητρικού για τον σχηματισμό ενός νέου όλου, όπως στην περίπτωση του εφηβικού σώματος. Ο Didier Anzieu (1985) εισάγει τον όρο Skin-ego ως «μόρφωμα που χρησιμοποιείται από το Εγώ του παιδιού κατά τα πρώτα στάδια ανάπτυξής του για να αναπαραστήσει ένα Εγώ που περιέχει ψυχικό περιεχόμενο, με βάση την εμπειρία του στην επιφάνεια του σώματος». Συνεχίζει υποστηρίζοντας ότι το μωρό αναπτύσσει τη φαντασίωση ενός «δέρματος κοινού στη μητέρα και το παιδί, μια διεπαφή με τη μητέρα από τη μία πλευρά και το παιδί από την άλλη», μια φαντασίωση που επανενεργοποιείται στην πρώτη σεξουαλική εμπειρία του εφηβικού σώματος όταν ο ένας εραστής «περιβάλλει τον άλλο ενώ περικλείεται από αυτόν» (Segal, 2009, σ. 47).

Επιπλέον, η Julia Kristeva (1982) μιλά για το «αποκείμενο» ως το «ριζικά αποκλεισμένο» μέρος του εαυτού που βρίσκεται «μεταξύ του εσωτερικού και του εξωτερικού». Σύμφωνα με την Kristeva (1982), το αποκείμενο αναπαριστάται στην απέχθεια για τα τρόφιμα, στην όψη ενός πτώματος και στα σωματικά υγρά, αλλά, στην πραγματικότητα, συμπυκνώνει το μητρικό σώμα που πρέπει να αποκλειστεί για να δημιουργηθεί μια νέα ταυτότητα. Ως εκ τούτου, μια πολύ σημαντική λειτουργία του εφηβικού σώματος είναι να θρηνήσει το σώμα του παιδιού που ήταν ενωμένο και φροντισμένο από τη μητέρα και να προχωρήσει στη δική του σεξουαλική και ανεξάρτητη ενότητα.

Οι έφηβοι βρίσκουν μια σειρά από τρόπους με τους οποίους επιτίθενται συμβολικά στο σώμα τους κατά τη διαδικασία του πένθους του παιδικού σώματος. Αυτοί οι τρόποι ποικίλλουν από τη μοντέρνα σήμανση του σώματος με piercing και τατουάζ μέχρι και πιο σοβαρές μορφές «επίθεσης» όπως αυτοτραυματισμοί, κατανάλωση αλκοόλ και λήψη ναρκωτικών. Αυτή η «επίθεση» μπορεί να σχετίζεται περισσότερο με την αίσθηση ιδιοκτησίας του σώματος, παρά με την αυτοκαταστροφή, δηλαδή με την αίσθηση ότι μαρκάρω το σώμα μου επειδή αυτό το ξένο και συνεχώς μεταβαλλόμενο σώμα είναι δικό μου και μπορώ να κάνω πάνω του ό,τι θέλω. Κατά τη διάρκεια της εφηβείας το σώμα πρέπει να προετοιμαστεί και να ενδυναμωθεί για να θρηνήσει συμβολικά και κυριολεκτικά το παιδικό σώμα για να κινηθεί στη δική του διαδρομή προς την ανεξαρτησία. Αυτή η διαδικασία της επίθεσης στο σώμα για να πενθηθεί το παλιό αναπαρίσταται με πολύ δυνατό τρόπο στον Κυνόδοντα (2009) του Γιώργου Λάνθιμου. Οι γονείς κρατούν τα τρία έφηβα παιδιά τους –δύο κορίτσια και ένα αγόρι— φυλακισμένα σε μια απομονωμένη από τον έξω κόσμο μονοκατοικία φτιάχνοντας ένα πλαστό εγκλωβιστικό σύμπαν γι’ αυτά λέγοντας, για παράδειγμα, πως ο μεγαλύτερος εχθρός των ανθρώπων είναι οι γάτες. Ένας από τους μύθους της οικογένειας είναι πως θα μπορέσουν να βγουν από το σπίτι, να κερδίσουν την ανεξαρτησία τους μόλις χάσουν τον κυνόδοντά τους. Έτσι, στο τέλος της ταινίας, η μεγαλύτερη κόρη σπάει μόνη της τον κυνόδοντα και μπαίνει μόνη της στο πορπ-μπαγκάζ του οικογενειακού αυτοκινήτου, το οποίο όμως δεν ανοίγει από μέσα συμπυκώνοντας την επίθεση στο σώμα ως προσπάθεια μιας (αδύνατης) ελευθερίας-ανεξαρτησίας του εφηβικού σώματος από το οικογενειακό περιβάλλον.

Στις πολιτισμικές αναπαραστάσεις, λοιπόν, του εφηβικού σώματος βλέπουμε να κυριαρχούν δύο θέματα: η σεξουαλικότητα και η ανεξαρτησία. Αυτά τα δύο χαρακτηριστικά, μάλιστα, είναι και ειδοποιοί διαφορές μεταξύ παιδιού και ενήλικα σε επίπεδο κοινωνίας. Ενήλικας θεωρείται αυτός που είναι σεξουαλικά ενεργός και μπορεί να ζει μόνος του, που μπορεί δηλαδή να παράγει και να αναπαράγει, να επιτελεί δύο λειτουργίες που είναι απαραίτητες για την επιβίωση της κοινωνίας. Έτσι το σώμα, το πιο δικό μας πράγμα, δεν είναι τελικά ποτέ και τόσο δικό μας, καθώς συγκροτείται μέσα από τα κοινωνικά μηνύματα που φέρει.

Αθανασίου, Α., Αστρινάκη, Ρ., & Χαντζαρούλα, Π., επιμ., 2012. Μελέτες για το φύλο στην ανθρωπολογία και την ιστορία. Αθήνα: Αλεξάνδρεια
Breuer, J. and Freud, S., 1895. Studies on hysteria. London: Hogarth Press.
Foucault, M., 1976. The will to knowledge: the history of sexuality volume 1. London: Penguin Books.
Frank, A., 2001. The diary of Anne Frank: the revised critical edition. London: Doubleday.
Freud, S., 1905. Fragment of an analysis of a case of hysteria. London: Hogarth Press.
Freud, S., 1905.Three essays on the theory of sexuality. London: Hogarth Press.
Kristeva, J., 1982. Powers of horror: an essay on abjection. New York: Columbia University Press.
Laufer, M. and Laufer, E., 1984. Adolescence and developmental breakdown. London: Karnac Books.
Makari, G., 2008. Revolution in mind: the creation of psychoanalysis. London: Duckworth.
Segal, N., 2009. Consensuality: Didier Anzieu, gender and the sense of touch. Amsterdam and New York: Rodopi.
Vanier, A., 2001. Some remarks on adolescence with particular reference to Winnicott and Lacan. Psychoanalytic Quarterly, 70, pp.579-597.
Wedekind, F., 1993. Plays: One. Spring Awakening: a children’s tragedy. Lulu: a monster tragedy. London: Methuen Drama.