Τι γνώση μπορούμε να αποκομίσουμε από αυτή την ιστορική εμπειρία; Πρώτον, παρά το παλιό γνωμικό ότι η ιστορία διδάσκει, είναι συχνά εξαιρετικά δύσκολο για τους ανθρώπους να μάθουν από την ιστορία. Όταν ξέσπασε η πανδημία της γρίπης το 1918, ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν ακόμα σε πλήρη εξέλιξη. Τα εμπόλεμα κράτη απέκρυψαν εσκεμμένα τον κίνδυνο της πανδημίας. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες είχαν ένα πρώιμο ξέσπασμα της γρίπης, εσκεμμένα απέκρυψαν την κατάσταση της επιδημίας κι έβαλαν φρένο στη διάδοση της είδησης, ακόμα απαίτησαν οι υγειονομικές αρχές να καθησυχάσουν το κοινό ότι δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος διάδοσης της γρίπης σε μεγάλη κλίμακα. Όταν κοιτάμε την αντίδραση των ανθρώπων απέναντι στη πανδημία του 1918-19, οι κύριες βασικές απόψεις συνοψίζονται αναμφίβολα στους όρους “απρόσμενος” και “μυστικοπαθής” ιός. Ομοίως, σήμερα, η κύρια πρόκληση που βρίσκεται μπροστά μας είναι να αντιμετωπίσουμε έναν “απρόβλεπτο” και “πρωτότυπο” ιό.

 

Η Ισπανία ήταν ένα ουδέτερο κράτος κατά τη διάρκεια του 1ου Παγκοσμίου Πολέμου και διατήρησε σχετικά ανοιχτές και διαφανείς διαδικασίες αναφοράς των κρουσμάτων της γρίπης. Συγκεκριμένα, υπήρχε σε μεγάλο βαθμό κάλυψη της πανδημίας από τα ΜΜΕ. Αυτός είναι και ο λόγος που ο ιός λανθασμένα ονομάστηκε “Ισπανική Γρίπη”. Η συμπεριφορά της ισπανικής κυβέρνησης ήταν καίρια στη μάχη ενάντια στη γρίπη. Συνεπώς το πρώτο μάθημα που έμαθαν οι άνθρωποι από την πανδημία του 1918-1919 ήταν ότι πρέπει να υπάρχει διαφάνεια για την έξαρση του ιού. Στο ξεκίνημα του COVID-19, η κινεζική κυβέρνηση έδωσε δημοσίως πληροφορίες σε ένα κρίσιμο χρονικό σημείο. Για παράδειγμα, παρουσίασε την ακολουθία του γενετικού κώδικα του ιού σε ολόκληρο τον κόσμο, κάτι που σπάνια έχουν κάνει άλλες χώρες στο παρελθόν. Επιπλέον, ενημέρωσε τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ) και συσχετιζόμενες χώρες και περιοχές, συμπεριλαμβανομένων των Ηνωμένων Πολιτειών, για την έξαρση. Τελικά, η κινεζική κυβέρνηση έκανε εγκαίρως έκκληση για μια δυνατή συνεργασία με τη διεθνή κοινότητα, εξού και η παγκόσμια αντίδραση απέναντι στον ιό.

 

Η δεύτερη γνώση που μπορούμε να αποκομίσουμε σταχυολογώντας την εμπειρία της πανδημίας του 1918-19 είναι ότι οι άνθρωποι έχουν την τάση να υποτιμούν την βλαπτικότητα της νόσου και να υπερεκτιμούν την ικανότητά τους να αντεπεξέλθουν. Κατά μία έννοια, η πορεία της ανθρώπινης ιστορίας είναι η διαδικασία βελτίωσης της ικανότητας αντίστασης απέναντι στη μόλυνση, ακόμα και όταν η ύπουλη και καταστροφική δύναμη των ιών έχουν συχνά ξεπεράσει την ανθρώπινη κατανόηση και φαντασία. Ξέρουμε, για παράδειγμα, ότι η πανδημία του 1918-1919 ήρθε σε τρεις φάσεις, με τη δεύτερη να έχει έναν ιδιαίτερο υψηλό βαθμό θνησιμότητας. Επίσης ξέρουμε ότι η γρίπη αλλοίωσε την αίσθηση του χρόνου. Οι θάνατοι στη δεύτερη φάση ήταν συχνά συγκεντρωμένοι στις πιο υγιείς ομάδες πληθυσμού, αυτές μεταξύ 15 και 40 ετών. Σύμφωνα με την κοινή λογική, κάποιος θα υπέθετε ότι οι άνθρωποι μεγάλης ηλικίας και οι πολύ νέοι, δηλαδή αυτοί με τη λιγότερη αντίσταση απέναντι σε μολύνσεις, θα υπέφεραν περισσότερο.

 

Η εξήγηση που δόθηκε από τους επιστήμονες μέχρι σήμερα είναι ότι το μη ομαλό μοτίβο του θανάτου της “Ισπανικής γρίπης” προκλήθηκε από την υπερβολική αντίδραση του ανοσοποιητικού συστήματος. Τα σχετικά νεαρά και γερά ανοσοποιητικά συστήματα των ατόμων 15-40 ετών παρήγαγαν νεκρά κύτταρα που έφραζαν τη πνευμονική αρτηρία και προκαλούνταν αποπνιξία, καθώς το σώμα προσπαθούσε να παλέψει τον ιό. Το γεγονός ότι στη Γερμανία, που ήταν εχθρός των Συμμάχων, υπήρχαν λιγότεροι θάνατοι πολιτών ανάμεσα στους νέους ενήλικες από οποιοδήποτε άλλο μέρος της Ευρώπης, είναι μια επιπλέον απόδειξη. Ο μικρότερος αριθμός θανάτων πολιτών στη Γερμανία μπορεί να σχετίζεται με τις προμήθειες τροφίμων εκείνη τη χρονική στιγμή και με το συγκεκριμένο μοτίβο θανάτου της πανδημίας. Τον τελευταίο χρόνο του πολέμου, η έλλειψη τροφίμων στη Γερμανία οδήγησε σε μείωση του σωματικού βάρους. Ως αποτέλεσμα, πολλών ανθρώπων το ανοσοποιητικό σύστημα δεν ήταν σε κατάσταση να αντιδράσει υπερβολικά στη γρίπη. Συνεπώς, το δεύτερο μάθημα που πρέπει να μάθουμε είναι να αναλύσουμε το πρώτο κύμα του κορονοϊού, εξετάζοντας τα χαρακτηριστικά της νοσηρότητας και θνησιμότητας καθώς και την πιθανότητα ενός δεύτερου και τρίτου κύματος ώστε να παρέχουμε τη σωστή αντίδραση.

 

Το τρίτο μάθημα είναι ότι η πορεία της εξέλιξης της νόσου είναι στενά σχετιζόμενη με την κουλτούρα. Ιδιαίτερα στον 21ο αιώνα είναι κοινό χαρακτηριστικό όλων των πολιτισμών είναι ότι η ανθρώπινη ζωή είναι πολύτιμη κι ότι για τον θάνατο που δεν προκαλείται από φυσικά αίτια πρέπει να θρηνούμε και να τον αποφεύγουμε. Κατά την πανδημία του 1918-1919, η θνησιμότητα στην Ιαπωνία ήταν σχετικά μικρή, πιθανώς σχετιζόμενη με την καλή υγιεινή. Επιπλέον, η αντίδραση της Ιαπωνίας στη γρίπη περιλάμβανε έναν συνδυασμό προληπτικού κλεισίματος και περαιτέρω θεραπείας, μοιράζοντας μάσκες παντού και πραγματοποιώντας μεγάλης έκτασης εμβολιασμούς. Ένα μεγάλο μέρος εκείνων που πέθαναν από την πανδημία είχαν χτυπηθεί από σχετικές επιπλοκές, οπότε ο εμβολιασμός πιθανώς έπαιξε κάποιον ρόλο στη μείωση της θνησιμότητας. Ο χειρισμός της κρίσης της γρίπης στην Ιαπωνία χαρακτηρίστηκε από τοπική πρωτοβουλία και αποτελεσματική κινητοποίηση στην αστική κοινωνία.

 

Στην παρούσα κρίση, το Ηνωμένο Βασίλειο ζορίζεται με την ανάγκη για καραντίνα και μάσκες, χάνοντας την ευκαιρία να λάβει νωρίς μέτρα. Κατά την πανδημία της γρίπης το 1918-1919, ο Βασιλικός Σύλλογος για τη Δημόσια Υγεία είχε εξετάσει το ανέφικτο της καραντίνας, υποστήριξε ότι η απομόνωση θα σπαταλούσε πολλούς πόρους, οι οποίοι θα μπορούσαν να επενδυθούν στην προώθηση της δημόσιας υγείας και στην ανάπτυξη εμβολίων. Το να φοράμε μάσκες και να είμαστε απομονωμένοι, αν και πρωτόγονες, είναι συχνά οι πιο αποτελεσματικές μέθοδοι. Όμως πολλές χώρες της Δύσης είναι διστακτικές. Οι δυτικοί πολιτισμοί έχουν την τάση να δίνουν περισσότερη έμφαση στο “άλλη μια μέρα στο γραφείο”. Όταν είναι να επιλέξουν μεταξύ της διατήρησης του status quo και της προστασίας των ανθρώπινων ζωών, η ζυγαριά τείνει να ευνοεί το πρώτο και η ακαταλληλότητα των ιατρικών πόρων αναδύεται ως ανασταλτικός παράγοντας. Επομένως, το τρίτο μάθημα που πρέπει να μάθουμε είναι ότι όλες οι χώρες της υφηλίου θα πρέπει να έχουν τις αναγκαίες ιατρικές προμήθειες – και την ικανότητα να επέμβουν γρήγορα –  αυτό είναι το θεμέλιο και η οργανωτική αρχή ώστε να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν μολυσματικές ασθένειες.

 

Η τέταρτη γνώση που λαμβάνουμε από τη πανδημία του 1918-19 είναι ότι θα πρέπει να δίνουμε προσοχή στις αλλαγές στην πορεία της παγκόσμιας ιστορίας που προκλήθηκαν από απρόβλεπτους παράγοντες και να είμαστε καλοί στο να μετατρέπουμε τους κινδύνους σε ευκαιρίες για ενισχυμένη παγκόσμια διακυβέρνηση. Η πανδημία της εποχής εκείνης επέσπευσε το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Οι πόλεμοι και οι παγκόσμιες μολυσματικές ασθένειες παρότρυναν τους πολιτικούς να σκεφτούν λογικά για την εγκαθίδρυση μια νέας παγκόσμιας τάξης. Το ξέσπασμα της γρίπης το 1918-19 συνέπεσε με το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, και η εγκαθίδρυση της Κοινωνίας των Εθνών ήταν στενά συνδεδεμένη με την οικοδόμηση της μεταπολεμικής τάξης, το αποτέλεσμα ενος βαθιού στοχασμού των πολιτικών ηγετών της εποχής για το πώς να διαφυλάξουν την ειρήνη και τη διεθνή συνεργασία. Επιπλέον, ο Πρόεδρος Wilson των Ηνωμένων Πολιτειών, ο Πρωθυπουργός Clemenceau της Γαλλίας και ο Πρωθυπουργός Lloyd George της Βρετανίας είχαν όλοι μολυνθεί από τη γρίπη σε διάφορους βαθμούς, κάτι που επίσης επιτάχυνε την υπογραφή της Συνθήκης των Βερσαλλιών. Το 1920, η Κοινωνία των Εθνών έστησε τον Διεθνή Οργανισμό Υγείας για να πληροφορήσει και να παλέψει ενάντια στην επιδημία τοπικά και διεθνώς.

 

Η τωρινή πανδημία δείχνει ότι οι μολυσματικές νόσοι επηρεάζουν με ταχύ ρυθμό κάθε οικογένεια και κάθε άτομο, καθώς και τις αντιλήψεις για τη ζωή και τις συνθήκες στον πλανήτη, κάτι που πρέπει όλοι ειλικρινά να εκτιμούμε. Ο πρώην υπουργός εξωτερικών των ΗΠΑ, Henry Kissinger, πρόσφατα επισήμανε ότι ακόμα και οι Ηνωμένες Πολιτείες δε μπορούν να νικήσουν τον ιό μόνο με τις δικές τους δυνάμεις και πρέπει να συνδυάσουν το όραμά τους και το σχέδιο να ανταπεξέλθουν με τη πρόκληση του ιού με παγκόσμια συνεργασία. Η αποτυχία να κάνουν και τα δύο παράλληλα θα οδηγήσει στο χείριστο αποτέλεσμα: μια διπλή αποτυχία στη πρόληψη επιδημιών και στη διεθνή συνεργασία. Η άποψη του Kissinger είναι μια πρώτη προειδοποίηση προς τις Ηνωμένες Πολιτείες και τον κόσμο. Προς το παρόν, ο COVID-19 μπορεί να θεωρηθεί ως η απαρχή μια νέας ιστορικής φάσης, το τελευταίο εμπόδιο στην οικονομική παγκοσμιοποίηση ή το τρίτο μεγάλο γεγονός που αλλάζει την παγκόσμια ατζέντα. Αυτή τη στιγμή, όμως, υπάρχουν πολύ λίγα σημάδια γνήσιας διεθνούς συνεργασίας στη μάχη κατά της επιδημίας. Επομένως, στην εποχή μετά την πανδημία του κορονοϊού, η επανέναρξη της παγκοσμιοποίησης και η διασφάλιση της διεθνούς συνεργασίας θα έπρεπε να είναι οι πιο σοβαρές συζητήσεις. Αυτό είναι ακριβώς το τέταρτο μάθημα που θα πρέπει η ανθρωπότητα να μάθει.

 

Το πέμπτο μάθημα που μας διδάσκουν τα γεγονότα πριν έναν αιώνα είναι οι κίνδυνοι του εθνικισμού και της στενομυαλιάς. Ο εθνικισμός είχε δριμεία επίπτωση στο παγκόσμιο υγειονομικό σύστημα διακυβέρνησης και αποδυνάμωσε την ικανοτητα μαχης κατα της τωρινής κρίσης σε παγκόσμιο επίπεδο. Στο πρόσωπο της πανδημίας του COVID-19 βλέπουμε την άνοδο του εθνικισμού και της προκατάληψης, ενώ αυτό που χρειαζόμαστε περισσότερο είναι η συνεργασία της διεθνούς κοινότητας και η ανοχή σε διαφορετικές ομάδες του πληθυσμού. Στο πρώτο στάδιο της ανάπτυξης του κορονοϊού, το Ηνωμένο Βασίλειο έκρινε λανθασμένα τον ιό. Ακόμα και μετά τη ραγδαία διάδοση του ιού στην Κίνα, στο Ιράν και στην Ιταλία, η βρετανική κυβέρνηση διάλεξε μια προσέγγιση με την ανάπτυξη της “ανοσίας της αγέλης” σε πρώτο πλάνο και αρνήθηκε έντονα να λάβει υπόψη την εμπειρία και προσέγγιση της Κίνας. Αυτό αντικατοπτρίζει σε σοβαρό βαθμό τον εθνικισμό και τις ιδέες περί ανωτερότητας της Δύσης. Μια επισήμανση που δείχνει και πόσο δύσκολο είναι να μάθουμε από την ιστορία.

 

Η κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών κατέκρινε ευθέως τον ΠΟΥ και λανθασμένα κατηγόρησε την Κίνα. Οι άνθρωποι έχουν συνηθίσει να συσχετίζουν τις απειλές και τα εγκλήματα με ξένες κουλτούρες, ψάχνοντας τον αποδιοπομπαίο τράγο για τις δικές τους αποτυχίες, κι έτσι κάνουν και για τις ασθένειες. Στις συνθήκες της νέας επιδημίας, η δημοφιλία της “γεωγραφίας κατηγοριών” ή του “γεωγραφικού παιχνιδιού ευθυνών” επίσης υπογραμμίζει τη σχέση μεταξύ νόσου και στενόμυαλου εθνικισμού. Αν το δούμε από μια πλευρά, μπορούμε να δείξουμε με γεγονότα ότι η πανδημία του 1918 – 1919 πολύ πιθανόν να ξεκίνησε στις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι Ηνωμένες Πολιτείες επίσης κουκούλωσαν την αλήθεια για την πανδημική γρίπη. Εδώ πρέπει να αναρωτηθούμε, είναι απλώς ζήτημα ανοιχτών και διαφανών διαδικασιών ή μήπως θα έπρεπε η διεθνής κοινότητα να απαιτήσει και χρηματικές αποζημιώσεις από τις ΗΠΑ; Για την ακρίβεια, η αναζήτηση της πηγής σημαντικών μολυσματικών ασθενειών είναι εξαιρετικά δύσκολη και δεν έχει να κάνει με θεωρίες συνομωσιών. Ως εκ τούτου, ο σωστός τρόπος αναμέτρησης με μεγάλης κλίμακας μολυσματικές ασθένειες είναι μια απάντηση με παγκόσμια αλληλεγγύη κι όχι να παγιδευόμαστε μέσα στη θεωρία της ευθύνης, κάτι που σπαταλά πολύτιμο χρόνο από τον περιορισμό και τη διάσωση. Αν δεν το αντιληφθούμε αυτό, θα είναι πολύ δύσκολο να μάθουμε, πόσο μάλλον να βελτιωθούμε, και η πιθανότερη ποινή θα είναι μια σοβαρήεπίθεση από το φυσικό περιβάλλον.

 

Έκτον, μπροστά στην επιδημία οι μεγάλες δυνάμεις, ιδιαίτερα οι πολιτικοί ηγέτες τους, είναι οι περισσότερο υπόλογοι. Από τη μια πλευρά, ενώπιον των ιών, είναι ιδιαίτερα σημαντικό να επισημάνουμε τη διάκριση της εργασίας ανάμεσα σε διαφορετικούς εργασιακούς κλάδους στη κοινωνία. Μία από τις κρίσιμες αποστολές της ιστορίας είναι να υπογραμμίσει ότι ο κόσμος είναι πάντα περίπλοκος και αβέβαιος. Η αποστολή των επιστημόνων είναι να βρουν την αποτελεσματικότερη απάντηση, ειδικά τα εμβόλια. Η αποστολή των πολιτικών είναι να συντονίσουν την όλη κατάσταση και να προωθήσουν τη συνεργασία και την επίλυση προβλημάτων βάσει των ερευνών των ιστορικών και των επιστημόνων κι όχι να οξύνουν τις συγκρούσεις.

 

Από την άλλη μεριά, σε αυτή τη διαδικασία, οι μεγάλες δυνάμεις πρέπει να πάρουν την πρωτοβουλία να αναλάβουν την ευθύνη κι όχι να βυθίζονται στην προκατάληψη και να γίνονται τροχοπέδη στη δυνατότητα της ανθρωπότητας για μια ενωμένη απάντηση στις μολυσματικές ασθένειες. Στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, χρειάζεται παγκόσμια συνεργασία προκειμένου να αναμετρηθούμε με ύπουλους και καταστροφικούς ιούς. Το απόγευμα της 26ης Μαρτίου, ο Πρόεδρος Xi Jinping παραβρέθηκε στη Σύνοδο των Ηγετών του G20 με θέμα τον COVID-19 στο Πεκίνο. Έβγαλε έναν σημαντικό λόγο με τίτλο “Δουλεύοντας μαζί για να νικήσουμε την έξαρση του COVID-19”, στον οποίον τόνισε την ανάγκη “να προσπαθήσουμε όλοι μαζί να περιορίσουμε τον χώρο μετάδοσης”, να “στηρίξουμε ενεργά τον ρόλο των διεθνών οργανισμών” και να “βελτιώσουμε το φρόνημα για την παγκόσμια οικονομική ανάκαμψη”. Αυτά τα σημεία δείχνουν τις ευθύνες και τη νοοτροπία που απαιτείται να επιδείξουν οι μεγάλες δυνάμεις, δεδομένου του πρωτεύοντα ρόλου που παίζουν στη μάχη κατά της επιδημίας διεθνώς.

 

Τέλος, πρέπει να τονιστεί ότι ο αριθμός των θανάτων που προκλήθηκαν από τη “Μεγάλη Γρίπη” του 19189-1919 ξεπερνά κατά πολύ τον αριθμό των θανάτων κατά τη διάρκεια του “Μεγάλου Πολέμου”, αποδεικνύοντας έτσι ότι η τιμωρία της φύσης ξεπερνάει ακόμα το αιματοκύλισμα που προκαλεί ο άνθρωπος. Έχει δειχθεί ότι στην τιμωρία του ανθρώπινου λάθους η φύση έχει “το πάνω χέρι”. Τα συχνά περιστατικά φυσικών καταστροφών τις τελευταίες δεκαετίες είναι μια σοβαρή προειδοποίηση της φύσης προς το ανθρώπινο είδος. Ο τρόπος με τον οποίον αντιδρά ο άνθρωπος καθορίζει τις επακόλουθες ενέργειες της φύσης. Με άλλα λόγια, η αρμονική συνύπαρξη της ανθρωπότητας και της φύσης φαίνεται πιο επίκαιρη από ποτέ και πρέπει να μπει στην ατζέντα της διεθνούς πολιτικής. Οι διάφορες επιλογές της ανθρωπότητας σήμερα πρέπει να συγκλίνουν σε μια συνεργατική δύναμη που θα καθορίζει το μέλλον μας. Ως εκ τούτου, εμείς που αντιδρούμε στη νέα αυτή πανδημία θα γράψουμε την ιστορία για τις μελλοντικές γενιές.