Διότι, αναρωτιέται κανείς, βάσει ποιου σκεπτικού προσυπογράφουμε την αξίωση ότι «η φιλοσοφία είναι ελληνικό δημιούργημα» και ταυτοχρόνως μιλάμε ––και γράφουμε–– π.χ. για «ινδική φιλοσοφία» ή για «κινέζικη φιλοσοφία», εφόσον δεν προϋποθέτουμε βέβαια κάποια κρυφή ελληνική πηγή γι αυτές τις μεγάλες ασιατικές παραδόσεις σκέψης; Ή μήπως ο όρος «φιλοσοφία» εδώ είναι μεταφορικός κι ευφημιστικός μόνο;
 
Μια γρήγορη ματιά σε αυτές τις μακραίωνες κειμενικές παραδόσεις μπορεί να δείξει ότι δεν υστερούν ούτε σε διανοητική εκλέπτυνση ούτε σε θεματικό εύρος απέναντι στην παράδοση λόγου που συνιστά η ελληνοδυτική φιλοσοφία. Όλα σχεδόν τα μεγάλα προβλήματα που απασχόλησαν την τελευταία εμφανίζονται επίσης εκεί, με τον ένα ή με τον άλλον τρόπο: μεταφυσικές οντολογίες, ηθικοπολιτικοί προβληματισμοί, διαλεκτικές έριδες και αντιπαραθέσεις σχολών… Υπάρχει ωστόσο μια λεπτή διαφορά, ειδικά στην ινδική σκέψη: όλες σχεδόν οι θαυμαστά επεξεργασμένες μορφές της έχουν αναπτυχθεί εν είδη σχολίων πάνω σε ένα πρωταρχικό σώμα ιερών γραφών, τις Βέδες και τις Ουπανισάδες, τις οποίες η πολιτισμική σύμβαση εκλαμβάνει ως θεόπνευστες και απαραβίαστες – αντίστοιχο εκείνου που στις δικές μας θρησκευτικές παραδόσεις σημαίνει ο όρος «αποκεκαλυμμένες». Υπάρχει πάντα βεβαίως ένα περιθώριο ερμηνευτικής ελευθερίας που επιτρέπει αξιοσημείωτη διαφοροποίηση της επιχειρηματολογίας κι εντέλει την ανάπτυξη διαφορετικών θεωρητικών συστημάτων, ωστόσο, σύμφωνα με τους αρχικούς μας ορισμούς, μια έτσι θεμελιωμένη σκέψη εμπίπτει περισσότερο στην κατηγορία τής θεολογίας, έστω και αν σε πολλές περιπτώσεις εγγίζει ξυστά τη διαχωριστική. Εν πάση περιπτώσει, δεν είναι αθέμιτο να χρησιμοποιούμε με μια ευρεία και κάπως χαλαρή έννοια τον όρο «φιλοσοφία» για τον ινδικό στοχασμό – όσο τουλάχιστον νομιμοποιούμαστε να τον χρησιμοποιούμε για τη μεταφυσική τού Θωμά Ακινάτη. 
 
Στη κινέζικη παράδοση δεν υπάρχουν καν «ιερές γραφές» με την ακριβή έννοια του όρου. Υπάρχουν κάποια πολύ αρχαία και ανώνυμα κείμενα, επενδυμένα με τον εθιμικό σεβασμό τού πατροπαράδοτου, τα οποία γίνονται αντικείμενο ακόμη πιο ελεύθερου αναστοχασμού και ερμηνείας. Στο πλαίσιο των δύο μεγάλων παραδόσεων που σχηματίστηκαν έτσι, του Κομφουκιανισμού και του Ταοϊσμού, αναπτύχθηκαν σχολές και ρεύματα ηθικής και πολιτικής φιλοσοφίας, κοσμολογικές και φυσικοδικαιικές θεωρίες που αξίζουν ασφαλώς το όνομα της φιλοσοφίας και διασταυρώνονται κατά τόπους με θεματικές τού δυτικού στοχασμού. Η διαφορά εδώ είναι άλλου τύπου, και οφείλεται κυρίως στη δομή τής κινέζικης γλώσσας και σκέψης: ο ιδεογραμματικός της χαρακτήρας αντιστέκεται στον βαθμό τής εννοιολογικής αφαίρεσης που έχει πετύχει η δυτική θεωρητική σκέψη και οι ιδέες με τις οποίες εργάζεται διατηρούν ακόμη κάτι από το προ-εννοιακό, ποιητικό βάθος που συνδέουμε με το μυθικό σκέπτεσθαι. Εν πάση περιπτώσει, στις μεγάλες αυτές παραδόσεις συναντάμε έναν πλούσιο, οιονεί φιλοσοφικό στοχασμό που μοιάζει να σταματάει ένα βήμα πριν από την τελική μεταμόρφωση εκείνη που έδωσε την ελληνική μορφή τού φιλοσοφικού σκέπτεσθαι. Η δυτική σκέψη οφείλει να τις λαμβάνει υπόψιν ως ισότιμους συνομιλητές στο πλαίσιο μιας διαπολιτισμικής ανταλλαγής η οποία πρέπει να είναι μέλημα μιας σύγχρονης, ανθρωπολογικά πληροφορημένης φιλοσοφίας, χωρίς να παραγνωρίζει ωστόσο τις μεταξύ τους διαφορές. Και αυτές εξηγούνται ικανοποιητικά μόνο με κοινωνιολογικούς όρους, όπως θα δείξει μια εξέταση του κοινωνιοϊστορικού λίκνου τής ελληνικής φιλοσοφίας. 
 
Τί εννοούμε ωστόσο λέγοντας «ελληνικό»; 
 
Η ονομασία Έλληνες υπάρχει τουλάχιστον από τις απαρχές τής πρώτης χιλιετίας π.Χ. αφού αναφέρεται ήδη στον Όμηρο· με αυτήν αυταποκαλούνταν πληθυσμοί οι οποίοι μιλούσαν μια ομάδα συγγενικών διαλέκτων οι οποίες απαρτίζουν την ελληνική γλώσσα, που θεωρείται ένας από τους κλάδους των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών.1 Οι λαοί που μιλούσαν ελληνικές διαλέκτους εμφανίζονται τη δεύτερη π.Χ. χιλιετηρίδα στις μεσογειακές περιοχές υπό αδιευκρίνιστες ακόμα συνθήκες, άλλοτε ως κατακτητές και άλλοτε ως μέτοικοι, ερχόμενοι γενικώς από τα βορειοανατολικά, δηλαδή, κάπου ανάμεσα στον Καύκασο και την Κασπία (όπου οι περισσότεροι προϊστορικοί αρχαιολόγοι τοποθετούν το υποθετικό λίκνο των πρωτο-ινδοευρωπαίων). Τους γνωρίζουμε με τα ονόματα «Αχαιοί», «Αιολείς», «Δωριείς», «Ίωνες» κλπ. που εμφανίζονται αργότερα στις γραπτές ελληνικές παραδόσεις. Ήταν γενικά πολεμικοπατριαρχικές φυλές με ανεπτυγμένη ιεραρχία κι εξελιγμένες στρατιωτικές τεχνικές ––γνώριζαν το άλογο και το πολεμικό άρμα και προηγούνταν στην ανάπτυξη της τεχνολογίας των μετάλλων, του χαλκού αρχικά και αργότερα του σιδήρου–– που τους επέτρεψαν να επικρατήσουν των αυτοχθόνων και να επιβάλουν τη γλώσσα και τον πολιτισμό τους (μολονότι οι ίδιοι δεν διέθεταν γραφή). Για τους αυτόχθονες αυτούς γνωρίζουμε ελάχιστα πράγματα, κυρίως ότι δεν ήταν Έλληνες (οι αρχαίοι ιστορικοί τους αποκαλούν με τα ονόματα «Κάρες», «Λέλεγες», «Πελασγοί», κ.ά.), ότι συγγένευαν με αντίστοιχους πληθυσμούς τής Μικράς Ασίας και ότι οι γλώσσες τους έχουν γενικώς χαθεί, εκτός από κάποια μεμονωμένες λέξεις που ενσωματώθηκαν στην ελληνική (θάλαττα είναι μία χαρακτηριστική τέτοια)· ότι επίσης είχαν έναν ανεπτυγμένο νεολιθικό (ή και χαλκολιθικό) πολιτισμό που εκτεινόταν σε όλο το Αιγαίο και τα Βαλκάνια και ότι διέθεταν αρκετά πρώιμα συστήματα γραφής.
 
Ο υψηλότερος τέτοιος πολιτισμός ήταν ο Κρητικός που πιθανότατα είχε περάσει νωρίτερα όλων στη λεγόμενη εποχή τού χαλκού. Το βασίλειο της Κρήτης, μεγάλη ναυτική και εμπορική δύναμη στην Ανατολική Μεσόγειο του καιρού του, θεωρείται ότι γνώρισε τρεις ιστορικές περιόδους: 3000-2100 περίπου π.Χ. είναι η αρχαία, 2100-1580 η μέση και 1580-1200 η ύστερη Μινωική περίοδος (ονομασία συμβατικά δανεισμένη από το όνομα του μυθικού βασιλιά Μίνωα). Μετά το 1200 το βασίλειο παρακμάζει και κατακτάται από Έλληνες εισβολείς – τελικά τους Δωριείς. Οι τελευταίοι δύο αιώνες τής ακμής τού Μινωικού πολιτισμού συμπίπτουν με την πρώτη εγκατάσταση ινδοευρωπαϊκών λαών στον ελλαδικό χώρο, που ήταν οι λεγόμενοι Αχαιοί. Εδραιώθηκαν στην Ανατολική Πελοπόννησο και ίδρυσαν το βασίλειο των Μυκηνών, αναπτύσσοντας εν συνεχεία σημαντικές επικοινωνίες και ανταλλαγές με τα νησιά τού Αιγαίου και ιδίως με την Κρήτη.
 
Η αρχαιολογική έρευνα έφερε στο φως μια ιδεογραφική γραφή που εχρησιμοποιείτο στις Μυκήνες και στη Κρήτη αυτή την περίοδο, τη λεγόμενη Γραμμική (Α και Β). Οι προσπάθειες αποκρυπτογράφησής της απέδωσαν στις μυκηναϊκές επιγραφές και τεκμηρίωσαν ότι ο λαός αυτός μιλούσε μια ελληνική γλώσσα· στην Κρήτη ωστόσο δεν συνέβη το ίδιο, μολονότι η γραφή είναι η ίδια: Κρήτες και Μυκηναίοι, δηλαδή, φαίνεται ότι χρησιμοποιούσαν την ίδια γραφή για να γράφουν μια διαφορετική γλώσσα. Το διασημότερο τεκμήριο της κρητικής γραμμικής γραφής (της λεγόμενης Γραμμικής Α) είναι ο «δίσκος τής Φαιστού», που παραμένει αναποκρυπτογράφητος κρύβοντάς μας ακόμα την ταυτότητα της κρητικής γλώσσας. Όλα δείχνουν εν πάση περιπτώσει ότι οι Κρήτες είχαν επινοήσει αυτή τη γραφή για τις ανάγκες τής γλώσσας τους, και ότι οι πρώτοι ελληνόφωνοι εισβολείς, μη έχοντας δική τους γραφή, την οικειοποιήθηκαν μέσ’ από την πολιτισμική επαφή μαζί τους για να γράψουν τη δική τους γλώσσα.
 
Παρ’ όλο που η ανασύσταση γεγονότων πριν από την εμφάνιση των πρώτων ιστορικών καταγραφών είναι τρομερά επισφαλής και όλες οι υποθέσεις έχουν δεχτεί ––και κατά καιρούς δέχονται–– σφοδρές αμφισβητήσεις, φαίνεται βέβαιον ότι η περίοδος γύρω στα τέλη τής δεύτερης π.Χ. χιλιετίας ήταν εποχή κοσμογονικών μετακινήσεων πληθυσμών που επρόκειτο ν’ αλλάξουν άρδην τον εθνολογικό και πολιτισμικό χάρτη τής Ανατολικής Μεσογείου. Οι Αχαιοί ήταν το πρώτο ελληνόφωνο μεταναστευτικό φύλο που εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλία και στην Πελοπόννησο. Στη συνέχεια των Αχαιών έχουμε αλλεπάλληλα κύματα εισροής φυλών που μιλούσαν άλλες ελληνικές διαλέκτους. Οι ομιλούντες την ιωνική διάλεκτο εγκαταστάθηκαν στην Αττική και στην Εύβοια. Παράλληλα, περί τον 12ο αιώνα σημειώνεται κάθοδο των Ιλλυριών από τα παράλια της Αδριατικής προς το βόρειο τμήμα τής Ελληνικής χερσονήσου, όπου ζούσαν θρακικά φύλα τα οποία έφταναν ως τον Εύξεινο Πόντο. Υπό την πίεση των Ιλλυριών οι Θράκες κινήθηκαν ανατολικά προκαλώντας τη διάλυση της αυτοκρατορίας των Χετταίων στα παράλια της Μικράς  Ασίας (σύμφωνα με πολλούς, του πρώτου ινδοευρωπαϊκού πολιτικού μορφώματος στην περιοχή). Εξαιτίας αυτού, ένα φύλο κινείται αντίστροφα, προς τα δυτικά, κι εγκαθίσταται στην Ιταλική χερσόνησο: είναι αυτοί που αργότερα ονομάστηκαν Ετρούσκοι. Περί το 1000 με 800 π.Χ. εμφανίζεται το τελευταίο ελληνόφωνο φύλο, οι λεγόμενοι Δωριείς, που εγκαθίσταται στη Βοιωτία, στη Φωκίδα, στην Αιτωλία, στην Αργολίδα, στην Κόρινθο, στην κοιλάδα τού Ευρώτα, στα Κύθηρα, στη Μήλο, στη Θήρα, στην Κω, στη Ρόδο και στην Κρήτη.
 
Βρισκόμαστε αναμφίβολα μπροστά σε μια θύελλα μετακινήσεων, συγκρούσεων, εκτοπισμών και αντικατάστασης πληθυσμών, ένα ιστορικό αναβρασμό που διαρκεί αιώνες. Και τότε συμβαίνει κάτι παράξενο: σχεδόν αμέσως μετά την πρώτη εγκατάστασή τους στον ελλαδικό χώρο, όπου φαίνεται να έχουν εδραιωθεί σε βάσεις μόνιμης κατοίκησης, οι πληθυσμοί αυτοί αρχίζουν να μετακινούνται πάλι, ακολουθώντας ένα είδος περιστροφικής κίνησης. Κινούνται πρωτίστως ανατολικά, στα νησιά τού Αιγαίου και τη Μικρά Ασία, όπου δημιουργούν αποικίες εγκατάστασης. Οι λόγοι αυτής της κίνησης δεν έχουν αποσαφηνιστεί πλήρως. Εν πάση περιπτώσει, μεταξύ 1200-900 πληθυσμοί Αχαιών συγκεντρώθηκαν στο βόρειο μέρος τής Μικράς Ασίας, περιοχή την οποίαν ονόμασαν Αιολία, και στα νησιά Λέσβο και Τένεδο. Παράλληλα και για μια μακρότερη περίοδο, μεταξύ 1200-600, ξετυλίγεται ο ιωνικός αποικισμός που κατέλαβε το μεγαλύτερο μέρος τής μικρασιατικής ακτής: αυτοί θα δημιουργήσουν την περίφημη Ιωνική Μικρά Ασία που έχει τεράστια σημασία για την ιστορία την οποία θα επιχειρήσουμε ν’ αφηγηθούμε εδώ (διότι η ιωνική πόλη είναι εκείνη που θ’ αποβεί το ιστορικό λίκνο τής φιλοσοφίας). Οι ιωνικές πόλεις τής Μικράς Ασίας ––Μίλητος, Έφεσος, Φώκαια, Κλαζομενές, Κολοφών–– αποτελούν, πρέπει να θυμόμαστε, την εστία δημιουργίας των πιο σημαντικών γνωρισμάτων τού ελληνικού πολιτισμού. 
 
Ακολουθεί ο δωρικός αποικισμός (800-500), ο οποίος καταλαμβάνει το νοτιότερο μέρος τής Μικράς Ασίας, την Αλικαρνασσό, ενώ ταυτόχρονα σχεδόν ξεκινάει ένας καινούργιος αποικισμός προς δυσμάς, ιδίως στα νότια της Ιταλικής χερσονήσου. Αυτός ο αποικισμός παρουσιάζει ένα καινούργιο χαρακτηριστικό που δεν είχε ο προηγούμενος αποικισμός προς ανατολάς: γίνεται συντεταγμένα εκ μέρους μιας πόλεως· δεν πρόκειται δηλαδή για ένα κομμάτι τού πληθυσμού που φεύγει απλώς για να δημιουργήσει μια νέα βάση εγκατάστασης, αλλά συγκεκριμένες ελληνικές πόλεις που έχουν διαμορφωθεί στον ελλαδικό χώρο αποφασίζουν να ιδρύσουν μια οργανωμένη σύμφωνα με τις αρχές τής μητρόπολης αποικία, η οποία είναι σε πρώτη φάση τουλάχιστον εξαρτημένη από τη μητρόπολη. Τέτοιες πόλεις δημιουργήθηκαν κυρίως στο κόλπο τού Τάραντα και στη Σικελία, όπου το ελληνικό στοιχείο ήταν τόσο πυκνό ώστε η περιοχή ονομάστηκε «Μεγάλη Ελλάδα». Αυτά γίνονται μεταξύ 900-500 π.Χ, οπότε η Εύβοια ιδρύει την Κύμη και τη Νεάπολη (σημερινή Νάπολι)· η Σάμος τη Μεσσήνη· η Σπάρτη τον Τάραντα, τη Σύβαρη και το Κρότωνα· η Κόρινθος αποικίζει τη Κέρκυρα και, μέσω αυτής, τις Συρακούσες και τον Ακράγαντα. Μία ιωνική πόλη, η Φώκαια, τέλος, θα δημιουργήσει τη δική της αποικία πολύ πιο δυτικά: τη Μασσαλία, κοντά στις Ηράκλειες Στήλες. 
 
Και θα υπάρξει ακόμα ένα κύμα αποικισμού, μεταξύ 800-700, το οποίο θα κινηθεί βορειοανατολικά ––σχεδόν κατ’ αντίστροφη φορά από εκείνη που θρυλούμενης καθόδου των Ελλήνων–– που αποικίζει περιμετρικά όλο τον Εύξεινο Πόντο: Κύζικος, Άβυδος, Χαλκηδόνα, Σωζόπολη, Μεσημβρία, Σινώπη, Ολβία, Παντικάπαιον (οι τελευταίες στη Χερσόνησο της Κριμαίας). Στη Βόρειο Αφρική ιδρύονται επίσης δύο σημαντικές ελληνικές αποικίες, η Ναύκρατις στην Αίγυπτο και η Κυρήνη στη σημερινή Λιβύη. Γύρω στον πέμπτο αιώνα π.Χ. δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι όλη σχεδόν η Μεσόγειος ήταν μια ελληνική θάλασσα (με μοναδικό σοβαρό ανταγωνιστή τους Φοίνικες).    
 
β΄. Η ελληνική πόλις. 
 
Οι ελληνικοί πληθυσμοί κυριαρχούν σε μια τεράστια περιοχή, όχι όμως σε μια συμπαγή εδαφική επικράτεια, σαν ένα οργανωτικά ενοποιημένο πολιτικό μόρφωμα, όπως ήταν, για παράδειγμα, οι μεγάλες αυτοκρατορίες τής αρχαίας Ανατολής και της Μεσαμερικής. Εκείνο που έτσι δημιουργήθηκε έμοιαζε πολύ περισσότερο με δίκτυο, ένα εκτεταμένο πλέγμα νευρικών συνάψεων – και αυτό ακριβώς το χαρακτηριστικό είναι που θα πυροδοτήσει μια σειρά από ιδιαιτερότητες στον διαμορφούμενο ελληνικό κόσμο. Η έλλειψη εδαφικής συνέχειας δεν θα επιτρέψει την πολιτική κεντροποίηση, οπότε δεν θα μπορέσει να δημιουργηθεί ένα ενιαίο και ιεραρχικά αρθρωμένο διοικητικό σύστημα, μια αυτοκρατορία. Η ίδια η γεωγραφική ιδιομορφία ωθεί στην αυτόνομη οργάνωση τέτοιων κοινοτήτων, πράγμα που οδήγησε, ως αρνητική κατ’ αρχάς συνθήκη, στη γέννηση του ιδιότυπου και πρωτοφανούς κατά κάποιον τρόπο μορφώματος της ελληνικής πόλεως. Το μυστικό της είναι ακριβώς η αυτοοργάνωση και αυτοδιαχείριση μιας μικρής πολιτικής οντότητας η οποία δεν μπορεί να ενοποιηθεί με άλλες παρόμοιες υπό ένα κεντρικό σύστημα εξουσίας. 
Το θαλάσσιο εμπόριο, σχεδόν επιβεβλημένη δραστηριότητα, ωθεί ταυτόχρονα σε μια εντατικοποίηση των διαπολιτισμικών επαφών και επικοινωνιών· το εκτενές άνοιγμα στη θάλασσα, γενικά, εξαπολύει ανέμους αλλαγής φέρνοντας ασταμάτητα νέα πράγματα, νέους ανθρώπους, νέα ήθη. Η επέκταση και η πύκνωση των ανταλλαγών με τον έξω κόσμο οδηγεί σε γοργή κατάρρευση των παραδοσιακών μορφών και γίνεται μια διαρκής πηγή καινοτομίας. Στις έτσι οργανωμένες πόλεις  αρχίζουν να εμφανίζονται νεωτερισμοί που θα γεννήσουν πρωτοφανείς συνθήκες και όρους ζωής – τα οποία θα πρέπει να δούμε από κοντά διότι είναι οι προϋποθέσεις για τη δημιουργία, μεταξύ άλλων, της φιλοσοφίας. Έχοντας αυτό κατά νου, πάντως, μπορούμε να απαντήσουμε τώρα το ερώτημα που μας απασχόλησε στην αρχή: τί είναι εκείνο που διαχωρίζει την ελληνική σκέψη από την κινέζικη ή την ινδική, για παράδειγμα, εκείνο που εμπόδισε στις μεγάλες αυτοκρατορίες τής Ανατολής την ανάπτυξη ενός φιλοσοφικού σκέπτεσθαι με την ελληνική έννοια του όρου, παρ’ όλο που το σπέρμα ενός ανθηρού αστυακού βίου είχε αναφανεί πολύ νωρίτερα. Η απάντηση είναι: η παρουσία μιας ιεραρχικά κεντροποιημένης εξουσίας, μιας αυτοκρατορίας ή κάποιου ομολόγου της μορφώματος (όπως το ιεραρχημένο σύστημα των καστών στην Ινδική χερσόνησο). Όπως θα πρέπει να τονιστεί εξαρχής και ποτέ να μην ξεχνάμε, πολιτική αυτοδιαχείριση και φιλοσοφία είναι αλληλένδετα.   
 
Το πρότυπο της ελληνικής πόλεως είναι η ιωνική πόλη. Τέτοιες πολιτικές μονάδες είχαν σαν σπονδυλική τους στήλη μια τάξη πολεμικής αριστοκρατίας που συνασπιζόταν γύρω από έναν βασιλέα περιορισμένης ισχύος, και από την άλλη πλευρά μικρές αγροτικές κοινότητες ενώ αρχίζουν να εμφανίζονται τάξεις χειροτεχνών και εμπόρων που δεν είχαν δικαιώματα κατοχής γης. Από την πρώτη στιγμή λοιπόν δημιουργείται μια ταξική διαστρωμάτωση που διαλύει τον παραδοσιακό αρμό τού γένους. Διαμορφώνονται δύο πόλοι τής κοινωνικής ζωής,  αν μπορούμε συμβατικά να τους πούμε έτσι, «η ακρόπολη» και «το λιμάνι». Στην ακρόπολη ήταν οχυρωμένη η βασιλική αυλή και η γαιοκτημονική αριστοκρατία, καθώς και το ιερατείο που ήταν συνδεδεμένο μαζί της. Στο λιμάνι ωστόσο που ζούσαν οι χειροτέχνες και οι έμποροι αρχίζουν να εμφανίζονται νέες δραστηριότητες: με το εμπόριο, τις ανταλλαγές και τη ναυτιλία σχηματίζεται μια τάξη η οποία πλουτίζει και δημιουργεί έναν πόλο αντεξουσίας απέναντι στην εδραιωμένη αριστοκρατική ισχύ. Δεδομένου ότι καμία από τις έτσι διαμορφούμενες τάξεις δεν είχε αρκετή δύναμη ώστε να επιβληθεί στην άλλη, οι μεταξύ τους εντάσεις δεν μπορούσαν πλέον να επιλυθούν με στρατιωτικά μέσα· χρειαζόταν κάποιου είδους μεσολάβηση. Από αυτή την ανάγκη μεσολάβησης, ή κοινωνικής συνδιαλλαγής, θα συσταθεί εντέλει μια δημόσια σφαίρα σύσκεψης και αντιπαράθεσης, αυτό που ονομάζουμε αγορά (από το αγείρω = συναθροίζω· δηλώνει τη συνάθροιση του λαού ή του στρατού, σε αντίθεση με την βουλή, που δηλώνει τη συνάθροιση των αρχόντων): ο τόπος όπου συνέρχονται τα μέλη τής κοινότητας και προσπαθούν με διαλογικά μέσα να επιλύσουν ζητήματα συλλογικού ενδιαφέροντος και διαχείρισης των κοινών υποθέσεων. 
 
Αυτή η εξισορρόπηση εξουσιών ωθεί αναγκαστικά στη διαλογική μεσολάβηση των αντιθέσεων. Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι η επιχειρηματολογική ικανότητα, η ρητορική ευγλωττία, έπαιζε πλέον τον ίδιο ρόλο που έπαιζε άλλοτε στον κόσμο των πατριαρχικών πολεμικών φύλων η στρατιωτική δεξιότητα: οι μονομαχίες των όπλων είχαν γίνει μονομαχίες των λόγων. Υπήρχε κοντολογίς η ανάγκη να συζητηθούν τα προβλήματα, να αντιπαρατεθούν συμφέροντα, οπτικές και επιχειρήματα, και κυρίως με τρόπο τέτοιον ώστε η κάθε πλευρά να μπορεί να κατανοήσει και να συμπεριλάβει στο σκεπτικό της την οπτική τής άλλης, αν τουλάχιστον έπρεπε να βρεθεί ένας τρόπος συμφωνίας ως αναγνώριση του σε τελευταία ανάλυση κοινού συμφέροντος. Με άλλα λόγια, γεννήθηκε η σφαίρα αυτού που ονομάζουμε πολιτική: ό,τι ακριβώς δεν μπόρεσε να αναφανεί όπου οι πρώιμες μορφές αστικής ζωής παρέμειναν εγκλωβισμένες στο σχήμα τής αυτοκρατορίας.
 
Στις ελληνικές πόλεις λοιπόν διαδραματίστηκε η διάλυση της παραδοσιακής κοινωνίας των γενών και η οπισθοχώρηση των άμεσων, αδιαμεσολάβητων μορφών κυριαρχίας με την ανάδυση νέων στρατηγικών τού διαλέγεσθαι – δηλαδή, της πολιτικής. Πόλις και πολιτική είναι δύο έννοιες που συνανήκουν· και αρνητική προϋπόθεση αυτής της ανάδυσης ήταν η αδυναμία κεντροποίησης χάρη στον σχηματισμό δύο αντίρροπων πόλων εξουσίας, του πολεμικοστρατιωτικού και του οικονομικού. Είναι το πρώτο πραγματικά αστικό μόρφωμα στην ιστορία (μια ανάλογη δυναμική άλλωστε θα επανεμφανιστεί στα χρόνια τού ύστερου Μεσαίωνα και της πρώιμης Αναγέννησης στην Ευρώπη, απ’ όπου θα γεννηθεί ο νεώτερος αστικός κόσμος). 
 
Έναν ειδικό ρόλο σε αυτές τις κοσμογονικές εξελίξεις έπαιξαν τρείς επινοήσεις, τις οποίες θα μπορούσαμε να ονομάσουμε «τα τρία οξέα» που διέλυσαν τις παραδοσιακές μορφές πολιτισμού κι έγιναν καταλύτες στην ανάδυση του καινοφανούς αστερισμού. Είναι 1) η μεταλλουργία· 2) η διάδοση της γραφής· και 3) η γενίκευση της χρηματικής οικονομίας.  
 
Η τεχνολογία τής χύτευσης των μετάλλων ήταν, όπως θα μπορούσαμε να πούμε, η βαριά βιομηχανία τής εποχής. Έπαιξε ανυπολόγιστο ρόλο στη μεταμόρφωση των κοινωνιών και του πολιτισμού, όχι μόνον ως πηγή πλουτισμού και στρατιωτικής ισχύος (μολονότι δεν είναι καθόλου αμελητέες οι επιπτώσεις της σε αυτούς τους τομείς), αλλά κυρίως στο ότι εδραίωσε σε βαθμό αδιανόητο προηγουμένως τη χειραφέτηση του ανθρώπου από την φύση. Έως τότε οι άνθρωποι ζούσαν είτε από την απλή νομή, είτε ως καλλιεργητές και κτηνοτρόφοι, αναπτύσσοντας μια τεχνολογία αναπαραγωγής ορισμένων διαδικασιών τής φύσης προς δικό τους όφελος. Παρότι αυτό ––η λεγόμενη «νεολιθική επανάσταση»–– εγκαινίασε ήδη μια σχέση με το περιβάλλον πολύ διαφορετική από εκείνη που γνώριζαν οι κοινότητες των κυνηγοσυλλεκτών, η εξάρτηση από την φύση παρέμενε δεσπόζουσα και η ίδια η φύση φάνταζε ακόμα σαν μια πανίσχυρη μυθική φιγούρα, θεϊκή και μητρική ταυτόχρονα. Τώρα, στη νεοφανή αστική συνθήκη και με την βοήθεια των νέων δραστικών τεχνικών, γεννιούνται μορφές παραγωγής που αποσπώνται δραστικά από τις διαδικασίες τής φύσης και τις καταδαμάζουν. Η φύση χάνει πλέον τα μυθικά της χαρακτηριστικά και μεταμορφώνεται όλο και περισσότερο στα μάτια των ανθρώπων σε απλό «αντικείμενο», πεδίο κατεξουσιασμού που προσφέρεται για εργαλειακούς χειρισμούς ή, ακόμα, προϊόν τής δικής τους δραστηριότητας, δίνοντάς τους ένα πρωτόγνωρο αίσθημα αυτοπεποίθησης και θριάμβου.  
 
 Η διάδοση της γραφής, το πέρασμα δηλαδή από τον προφορικό στον εγγράμματο πολιτισμό, σηματοδοτεί μία ακόμη σημαντικότερη μεταμόρφωση. Κατ’ αρχάς, η μετάβαση σε έναν πολιτισμό τής γραφής δεν σημαίνει ότι δεν υπήρχαν  συστήματα γραφής προηγουμένως (και αφήνω κατά μέρος εδώ το ζήτημα του ορισμού τής «γραφής»: ήταν ήδη γραφές τα εγχάρακτα σύμβολα της μουστιαίας περιόδου; Οι μαγδαλήνιες σπηλαιογραφίες;). Στο προϊστορικό Αιγαίο και στα Βαλκάνια, και ακόμη περισσότερο στους υψηλούς πολιτισμούς τής Ανατολής, είχαν ήδη αναπτυχθεί περίτεχνα συστήματα ιδεογραφικής γραφής, όπως τα αιγυπτιακά ιερογλυφικά και η σφηνοειδής γραφή τής Μεσοποταμίας· ήταν όμως τόσο πολύπλοκα που δεν μπορούσαν ποτέ να χρησιμοποιηθούν από τον κοινό λαό, ο οποίος παρέμενε στο επίπεδο του «λειτουργικού αναλφαβητισμού», όπως λέμε. Τις γραφές αυτές γνώριζε και χρησιμοποιούσε μόνο μια εξειδικευμένη τάξη γραφέων-ιερέων, επιφορτισμένη με 
τη διαχείριση των γραφειοκρατικών υποθέσεων της διοίκησης. Οι πρώτοι που χρειάστηκε να λύσουν πρόβλημα της δυσκολίας αυτών των γραφών ήταν οι Φοίνικες, ένας ναυτικός λαός της Μεσογείου. Ως θαλασσοπλόοι και έμποροι, λόγω του ιδιάζοντος χαρακτήρα των δραστηριοτήτων τους αναγκάστηκαν να επινοήσουν ένα απλοποιημένο σύστημα γραφής και υπολογισμού για τις πρακτικές ανάγκες των ανταλλαγών, της τήρησης βιβλίων, κ.λπ. Το έκαναν δανειζόμενοι χαρακτήρες από την αιγυπτιακή ιερογλυφική γραφή, τους οποίους απλοποίησαν και κυρίως τους συνέταξαν με ένα διαφορετικό κώδικα, που ήταν φωνητικός και όχι πια εικονιστικός. Αυτό σημαίνει ανάλυση των εκφωνήσεων σε μία σειρά από μεμονωμένους δομικούς ήχους (φθόγγους) και δημιουργία ειδικών συμβόλων γι’ αυτούς – δηλαδή, ένα απλό ψηφιακό σύστημα. Οι Φοίνικες λοιπόν κατασκεύασαν πρώτοι ένα τέτοιο σύστημα, αυτό που λέμε αλφάβητο, το οποίο σύντομα επρόκειτο να οικειοποιηθούν οι Ίωνες γείτονές τους. Στις ιωνικές πόλεις η απλοποιημένη αυτή γραφή διαδόθηκε για πρώτη φορά στο σύνολο του πληθυσμού, και είναι αυτό ένα γεγονός με τεράστιες συνέπειες. Ένα πλήθος λέξεων που έχουν σχέση με τεχνικές τής γραφής και του υπολογισμού, άλλωστε, οι Έλληνες τις πήραν μαζί με τη γραφή από τους Φοίνικες, τις οποίες ελληνοποίησαν κλίνοντάς τες κατά τον ελληνικό τρόπο, έτσι ώστε να «κρυφτούν» τελικά μέσα στην ελληνική γλώσσα (ξέρουμε σήμερα ότι μια σειρά από τέτοιες λέξεις είναι σημιτικές: δέλτος = πλάκα, μνα = νόμισμα, μάλθη = κερί, χάρτης = χαρτί…). Επιπλέον, προσέθεσαν φωνήεντα στο σημιτικό αλφάβητο, που κατέγραφε μόνο τις ρίζες των συμφώνων. Η γραφή που προέκυψε έτσι έγινε έκτοτε η γραφή τού ελληνικού πολιτισμού (και πρότυπο της μεταγενέστερης λατινικής, που από κοινού απαρτίζουν τη βάση όλου τού γραπτού ευρωπαϊκού πολιτισμού). 
 
Η υιοθέτηση της γραφής αλλάζει εντελώς τη σχέση με το λόγο. Σε ένα προφορικό πολιτισμό, για την απομνημόνευση της σημαντικής παρακαταθήκης ενός λαού, των μύθων του, των γενεαλογικών του αφηγήσεων, κάποιων τελετουργικών πρωτοκόλλων, χρειάζονται ισχυρά συμπαραδηλωτικά στοιχεία, και τον ρόλο αυτό παίζει η μουσική, η προσωδία, η ψαλμώδηση του εκφερομένου. Η μουσική, εκτός των άλλων, υπήρξε παντού συστατικό τής ίδιας τής μνημοτεχνικής – με αυτήν, για παράδειγμα, οι Βραχμάνοι διατήρησαν στη μνήμη επί αιώνες κι επί αναρίθμητες γενιές τον ποταμό κειμένων που είναι οι Βέδες και οι Ουπανισάδες.  Όταν ένα κείμενο μπορεί να γραφτεί, το ψαλμωδικό συμπαραδηλωτικό στοιχείο χάνει τη σημασία του και σταδιακά εκπίπτει από τον λόγο. Ακόμα και η κοινή ομιλία που ήταν αρχικά προσωδιακή αρχίζει τώρα ν’ αλλάζει και να γίνεται όλο και πιο πεζή. Αλλάζει πλέον, εκτός από τη εκφορά, και η ίδια η δομή τού λόγου. Σε μία διαλογική διάδραση έχουμε πρόσωπο με πρόσωπο επαφή, και η ισχύς αυτού που λέγεται εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη μιμική τής εκφοράς. Προκειμένου να υποβάλω κάποιον με τα λεγόμενά μου πρέπει να τα εκδραματίσω έτσι ώστε να τον «μαγέψω», η ισχύς τού λόγου έγκειται στη σαγήνη που είναι σε θέση να ασκεί στον ακροατή, πράγμα το οποίο με τη σειρά του εξαρτάται από μια συνολική μιμική: ρυθμοί και διακυμάνσεις τής εκφοράς, εκφορές, εντάσεις, αυξομειώσεις, συνοδευτικές κινήσεις. Το λέγειν είναι πρωτίστως επιτέλεση. Από τη στιγμή όμως που το εκφερόμενο σημειώνεται κάπου προκειμένου να «διαβαστεί» κάποια άλλη στιγμή, η επιτέλεση εξαλείφεται. Εκείνο όμως που χάθηκε έτσι σε υποβλητικότητα πρέπει με κάποιον τρόπο να το κερδηθεί  αλλιώς· πρέπει να κερδηθεί  σε πειστικότητα, για να το πω έτσι, πράγμα που απαιτεί μία άλλη μορφή διάταξης του λόγου, την επιχειρηματολογική διάταξη. Αυτό και μόνο το στοιχείο είναι μια ισχυρή δύναμη που ωθεί στη μετάβαση από τον μυθικό τρόπο σκέψης στον εννοιακό.  
 
Η γενίκευση της χρηματικής οικονομίας λειτουργεί ανάλογα, και ωθεί προς την ίδια κατεύθυνση, με τη διάδοση της γραφής. Οι αρχαίες αυτοκρατορίες χρησιμοποιούσαν νομίσματα πριν ακόμη από το 3000 π.Χ., αυτά όμως δεν ήταν σε γενική χρήση· δεν χρησιμοποιούνταν μέσο συναλλαγής τής κοινωνίας αλλά εξυπηρετούσαν ειδικές κρατικές συναλλαγές. Στη βάση τής κοινωνίας υπήρχαν κάποια επιλεγμένα είδη που χρησίμευαν ως γενικό μέτρο των ανταλλαγών, κατά τόπους και περιόδους διαφορετικά (δέρματα βοοειδών, χάλκινα ελάσματα, σιτάρι, αλάτι, κ.ά.) ή επιβίωναν μορφές θεσμοποιημένης ανταλλαγής με τη μορφή δωρεών και αντι-δωρεών (οι περίφημες «οικονομίες τού δώρου»  που περιέγραψαν τόσο γλαφυρά ο ανθρωπολόγος Marcel Mauss και ο ιστορικός τής οικονομίας Karl Polanyi, οι οποίες στην πραγματικότητα ήταν ζωντανές μέχρι τις παραμονές της αστικής νεωτερικότητας2). Παρόλο λοιπόν που μορφές (περιορισμένης) χρηματικής ανταλλαγής και νομίσματα υπήρχαν από νωρίς, οι κοινωνίες δεν είχαν «χρηματική οικονομία». Για να πούμε ότι μια κοινωνία έχει χρηματική οικονομία θα πρέπει ολόκληρη να συναλλάσσεται, και υποχρεωτικά κατά κάποιον τρόπο, με ένα τυποποιημένο γενικό ισοδύναμο της αξίας: το χρήμα. Και αυτό εδραιώθηκε για πρώτη φορά στις εμποροναυτικές ιωνικές πόλεις (πράγμα που δεν είναι το ίδιο βεβαίως με το να πούμε ότι οι ελληνικές πόλεις έγιναν «κοινωνίες τής αγοράς», διότι ένα μεγάλο μέρος τής οικονομίας τους εξακολουθούσε να βασίζεται στην αυτοπαραγωγή και οι αγοραίες συναλλαγές ήταν μόνο το δημόσιο συμπλήρωμά της· πραγματική «κοινωνία τής αγοράς» έχει υπάρξει μόνο μία στην ιστορία: η νεωτερική, αστική και καπιταλιστική κοινωνία). 
 
Όλα τα παραπάνω, εν πάση περιπτώσει, πληρούν τις προϋποθέσεις για να χαρακτηρίσουμε μια κοινότητα αστική. Τέτοιες πρώιμες αστικές μορφές κοινωνίας ήταν οι ελληνικές πόλεις, και αν σε αυτές αναγνωρίζουμε την απαρχή τού δικού μας πολιτισμού, είναι επειδή οι ίδιοι εμείς ζούμε σε μία ανεπτυγμένη αστική κοινωνία. Και η φιλοσοφία είναι η παραδειγματική μορφή αυτοσυνειδησίας ενός αστικού πολιτισμού. Η φιλοσοφία δεν θα μπορούσε να γεννηθεί εάν δεν υπήρχε προηγουμένως εγγράμματος πολιτισμός και χρηματική οικονομία. Ο πρώτος όρος ενδέχεται να φανεί πιο αυτονόητος, μια προσεκτικότερη εξέταση όμως θα δείξει τη δεσμευτική σημασία τού δεύτερου επίσης. 
 
Η ίδια η λειτουργία τού γενικού ισοδυνάμου, του χρήματος, δημιουργεί μια προδιάθεση του σκέπτεσθαι. Η μετάβαση από το μυθικό στο φιλοσοφικό σκέπτεσθαι προϋποθέτει την αντικατάσταση της αισθητής εικόνας ως μεταφοράς από το καινούριο εργαλείο τής αφηρημένης έννοιας. Τί είναι λοιπόν η έννοια και πώς λειτουργεί; Ας δούμε μια έννοια χαμηλού επιπέδου αφαιρέσεως, π.χ. τον όρο «άλογο». Τί ακριβώς κατονομάζει; Έχουμε δει πολλά ζώου τού είδους στο οποίο αναφέρεται, κανένα τους όμως δεν είναι όμοιο με οιοδήποτε άλλο. Για να τα περιλάβουμε κάτω από μια κοινή ονομασία, ένα όνομα είδους, θα πρέπει να κάνουμε μια τεράστια αφαίρεση λεπτομερειών, μοναδικών και μη αναγώγιμων ιδιοτήτων. Όλα είναι άλογα, βέβαια, αλλά το είδος «άλογο» δεν το έχει δει ποτέ κανείς, διότι είναι μια αφαίρεση. Όταν μιλάμε με έννοιες εξαλείφουμε κατ’ ανάγκη την αισθητή ετερογένεια των πραγμάτων, τη μη αναγώγιμη υλική τους υπόσταση, ανάγοντας την σε κάτι που ισοδυναμεί με κοινό μέτρο, ένα γενικό ισοδύναμο: ανταλλάσσουμε, σαν να λέμε, την έννοια «άλογο» με ένα πλήθος διαφορετικών μεταξύ τους αλόγων. 
 
Αν αναχθούμε σε υψηλότερο επίπεδο αφαίρεσης, στην έννοια «θηλαστικό», ή ακόμη πιο πάνω, στην έννοια «οργανισμός», η ετερογένεια των στοιχείων που υπάγονται σε αυτές είναι ανοικονόμητη. Η έννοια συνεπάγεται κατ’ ανάγκη μιαν απομάκρυνση από το ίδιο το πράγμα που κατονομάζει, μια μορφή βίας απέναντι στον υλικό κόσμο, καθώς γενικεύει και απαλλοτριώνει ιδιαιτερότητες στην πορεία της· είναι ένα οξύ αλλά επικίνδυνο εργαλείο, διότι καταλύοντας διαφορές και ομογενοποιώντας τα ετερόκλητα υποτάσσει τα πράγματα σε σκοπούς εξωτερικούς προς τα ίδια. 
 
Το νόμισμα κάνει ακριβώς το ίδιο: απαλλοτριώνει τις ποιοτικές ιδιότητες των πραγμάτων, τις ουσιώδεις διαφορές τους, και τα εντάσσει σε ένα κοινό μέτρο ανταλλαγών. Έννοια και νόμισμα λειτουργούν με ανάλογο τρόπο στον ρόλο τους ως γενικών ισοδυνάμων – η έννοια είναι στη σφαίρα τής γλώσσας και σκέψης ό,τι είναι το νόμισμα στη σφαίρα των υλικών ανταλλαγών.3 Η ίδια η εννοιακή σκέψη, λοιπόν,  προϋποθέτει αλλά και συνεπάγεται έναν ορισμένο βαθμό αποξένωσης από τον υλικό κόσμο, που σχετίζεται τόσο με τη γενίκευση της γραφής όσο και με τον εκχρηματισμό τής οικονομίας (και συνεπικουρείται από την πρόοδο των τεχνικών)· και η αποξένωση αυτή μεταφέρεται μοιραία στο εσωτερικό των διανθρώπινων σχέσεων: η κοινότητα των γενών μετατρέπεται σε κοινωνία ιδιωτών, των οποίων τα εξατομικευμένα συμφέροντα θα πρέπει πλέον να μεσολαβηθούν χάριν της επιβίωσης του όλου. Η ελληνική πόλις θα γίνει το θερμοκήπιο, μεταξύ άλλων, μιας ραγδαία εξελισσόμενης διαδικασίας εξατομίκευσης, που θα δώσει μερικά από τα πιο εξέχοντας γνωρίσματα του ελληνικού πολιτισμού. 
 
 
 
 
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
 
1. Με τις αποικιακές κατακτήσεις τον δέκατο έβδομο και κυρίως τον δέκατο όγδοο αιώνα οι Ευρωπαίοι άρχισαν να γνωρίζουν μακρινούς πολιτισμούς και να μελετούν τις γλώσσες των κατακτημένων λαών. Στα τέλη τού δέκατου όγδοου και αρχές τού δέκατου ένατου αιώνα αναπτύσσεται η επιστήμη τού Οριενταλισμού, που είναι η μελέτη των Ανατολικών Γλωσσών. Αυτές περιελάμβαναν κυρίως τα σανσκριτικά τής Ινδίας, τα φαρσί τής Περσίας και τα αραβικά, η μελέτη των οποίων, με την ανάπτυξη της συγκριτικής γλωσσολογίας από τον Franz Bopp, οδήγησε σε κάποια απρόσμενα συμπεράσματα. Γλώσσες τόσο διαφορετικές μεταξύ τους όσο τα περσικά και τα σανσκριτικά, τα ελληνικά, τα λατινικά, οι κελτικές, οι γερμανικές, οι σκανδιναβικές, οι σλαβικές, οι σκυθικές και οσετικές γλώσσες φάνηκε ότι είχαν μια βαθύτερη κοινή δομή όπως εκφραζόταν στις ρίζες, στο σύστημα των κλίσεων, στη κατασκευή των χρόνων, στη συντακτικές δομές κλπ. – σε αντίθεση, ας πούμε, με τα αραβικά ή τα βιβλικά εβραϊκά… Αυτή η διαπίστωση γέννησε την υπόθεση ότι πιθανότατα όλες οι παραπάνω γλώσσες είχαν ένα κοινό πρόγονο, ήταν δηλαδή διαφορετικές εξελίξεις μιας αρχικής πρωτο-γλώσσας, την οποία ονόμασαν ινδοευρωπαϊκή και τους λαούς που μιλούσαν τις διάφορες απογόνους της «Ινδοευρωπαίους» (ή αρείους, από την ονομασία που συναντάμε στις ινδικές Βέδες). Αργότερα η συγκριτική γλωσσολογία επιχείρησε να συστήσει άλλες τέτοιες ομογλωσσίες: για παράδειγμα, οι γλώσσες που μιλιούνται στην Φιλανδία, στην Εσθονία, στην Ουγγαρία και στην Τουρκία, πολύ διαφορετικές από τις ινδοευρωπαϊκές, συγγενεύουν μεταξύ τους και φαίνεται ότι αποτελούν εξελίξεις τής μεγάλης ασιατικής ομάδας των μογγολικών γλωσσών οι οποίες ονομάστηκαν ουραλοαλταϊκές. Διακρίθηκε επίσης η μεγάλη σημιτική ομογλωσσία στην οποίαν ανήκαν τα αρχαία ασσυριακά, τα αραμαϊκά, τα παλαιά και νεώτερα εβραϊκά, τα αμχαρικά τής Αιθιοπίας και τα αραβικά. Άλλες τέτοιες ομογλωσσίες είναι η μπαντού στην Υποσαχάρια Αφρική, η μαλαιοπολυνησιακή στη Νοτιοανατολική Ασία και στον Ειρηνικό, κ.ά.  
 
2. Αυτή η τόσο πρόδηλη συνάφεια ανάμεσα στην εννοιακή σκέψη και την εμπορευματική οικονομία δεν είχε γίνει αντικείμενο προσοχής και αναστοχασμού ως την εποχή τού Καρλ Μαρξ. Ο νεαρός Μαρξ, στην κριτική που άσκησε στη γερμανική φιλοσοφία στο πρώτο μισό τής δεκαετίας τού 1840, διαπίστωσε ότι μέσα στις έννοιές της λειτουργούσε υπό αντεστραμμένη μορφή η δομή τής αστικής οικονομίας, ανακάλυψε δηλαδή τη δομική ομοιότητα που υπάρχει ανάμεσα σε αφηρημένη σκέψη και χρηματική οικονομία. Η δομή αυτή εμφανίζεται καθαρά στην έννοια της αξίας, η οποία στην προσεχή του ανάλυση θα παρουσιαστεί ως διττή: ανταλλακτική αξία (που αποκρυσταλλώνεται στην οικονομική έννοια «τιμή»), από τη μία πλευρά, και αξία χρήσεως (που είναι ποιοτική και μη αναγώγιμη σε οιοδήποτε κοινό μέτρο) από την άλλη. Η αξία χρήσεως παραπέμπει στην απόλυτη ιδιαιτερότητα του πράγματος, το τόδε τι κατά τον Αριστοτέλη, το οποίο δεν ανάγεται σε κανένα κοινό μέτρο κι εμπερικλείει τόσο την προσωπική σχέση των παραγωγών με τα προϊόντα τής εργασίας του όσο και τη συγκινησιακές επενδύσεις των πραγμάτων για τους διαφορετικούς χρήστες τους. Το γενικό ισοδύναμο (τιμή-χρήμα) απεναντίας ισοπεδώνει όλα τα πράγματα, εξαλείφει τις υλικές τους ποιότητες και τα καθιστά νεκρά εμπορεύματα που κυκλοφορούν μόνο χάριν της επιδίωξης του κέρδους. Σε μια εμπορευματική οικονομία όπου η παραγωγή αποσκοπεί πρωτίστως στην αγορά και μόνο δευτερευόντως στην κάλυψη απτών ανθρώπινων αναγκών,  η ανταλλακτική αξία εκφράζει τη βία τού γενικού πάνω στο ιδιαίτερο: μέτρο τής «αξίας» είναι πάντα η ανταλλακτική αξία, η τιμή των προϊόντων στην αγορά, ενώ η αξία χρήσεως έχει απορροφηθεί πλήρως από αυτήν· πράγμα το οποίο δηλώνει τον βαθμό αποξένωσης που συνεπάγεται η ζωή και οι δραστηριότητες των ανθρώπων σε μία εμπορευματική κοινωνία, όπως η σύγχρονη αστική και καπιταλιστική που ήταν ο κύριος στόχος τής ανάλυσης του Μαρξ.