Για τους αρχαίους, το πρόβλημα ήταν λυμένο. Η Ευρώπη ήταν μια όμορφη κόρη (με ωραία μεγάλα μάτια, εκ του εὐρύς + ὤψ), την οποία καψουρεύτηκε ο Δίας και τη μετέφερε μεταμορφωμένος σε ταύρο από τη Φοινίκη στην Κρήτη, όπου της αποκάλυψε την θεϊκή του υπόσταση ― και ενδεχομένως και άλλα πράγματα, δεδομένου ότι έκαναν μαζί τρία παιδιά (ανάμεσά τους, και το βασιλιά Μίνωα).

Ή μάλλον το πρόβλημα ήταν σχεδόν λυμένο, αφού αυτή είναι απλά μια εκδοχή ― πάντως η πιο διαδεδομένη, της ιστορίας.

Τι είναι Ευρώπη όμως για εμάς εδώ ― ευρωλιγούριδες, ευρωσκεπτικιστές, ή ισαποστάκηδες στο θέμα της ευρωπαϊκής ενοποίησης;

Η Ευρώπη της Iστορίας

Αν και η ονομασία είναι αρχαία, η Ευρώπη, με την σημερινή πολιτισμική σημασία της, αποτελεί μια σχετικά πρόσφατη έννοια. Πρόσφατη, δηλαδή, με κριτήρια «ιστορικού χρόνου».

Για τους αρχαίους Έλληνες, και ως την ύστερη αρχαιότητα και τον πρώιμο μεσαίωνα, ο όρος Ευρώπη είχε κυρίως γεωγραφική σημασία, και αφορούσε τους βόρεια και δυτικά της Ελλάδας (και αργότερα της Ρώμης) τόπους και λαούς, σε αντιδιαστολή με την Ασία και την Αφρική (ή «Λιβύη» κατά τους αρχαίους).

Οι κάτοικοι της Ευρώπης, στα βόρεια και δυτικά του Ελληνορωμαϊκού χώρου), θεωρούνταν «βάρβαροι», τόσο με την αρχαιοελληνική σημασία του όρου (λαοί που δεν ομιλούν ελληνικά), ώστε και στην πρακτική έννοια, αφού στερούνταν γραφής, διοικητικών θεσμών και γραπτής ιστορίας.

Στον ύστερο Μεσαίωνα, ο όρος Ευρώπη άρχισε να χρησιμοποιείται ως ευρύτερος ταυτοτικός όρος από τους κατοίκους της ηπείρου, κυρίως σε περιπτώσεις όπου, παρά τις επιμέρους τους ταυτότητες, καλούνταν να ενωθούν εναντίον ενός κοινού εχθρού (όπως των Αράβων στο Πουατιέ το 732, των Τούρκων αργότερα κ.α.).

Οι Σταυροφορίες, έναντι των Αράβων αλλά και του Βυζαντίου, υπήρξαν μια καθοριστική εμπειρία πρώιμης δυτικό-ευρωπαϊκής συνέργειας (στο πλιάτσικο), και πρόγευση της χιλιετούς αποικιακής καταλήστευσης του πλανήτη. Η Κύπρος, ειδικά, λειτούργησε ως πρωτοπόρο εργαστήριο στο οποίο διαδοχικές κατοχικές δυνάμεις (Λουζινιανοί, Βενετοί, Γενεβέζοι, Οθωμανοί, και Βρετανοί) εξασκήθηκαν στην αποικιοκρατική διοίκηση ― ανάμεσα στα άλλα οργανώνοντας τους ντόπιους parici (δουλοπάροικους) στην καλλιέργεια ζαχαρότευτλων.

Σε κάθε περίπτωση, από την εποχή του Καρλομάγνου έως τον 20ο αιώνα, η Ευρώπη θα περάσει πάνω από μια χιλιετία για να πάρει κάτι που θυμίζει την σημερινή της μορφή, μέσα από επίδοξα αυτοκρατορικά σχήματα, αιματηρούς πολέμους φεουδαλικών βασιλείων, ομογενοποίηση γειτονικών πληθυσμών, και πολλές αργές διαδικασίες εθνοποίησης. 

Εκτός από τον Εκατονταετή, τον Τριακονταετή, τους Ναπολεόντιους, και εκατοντάδες ακόμα ενδο-ευρωπαϊκούς πολέμους, θα χρειαστούν επίσης η κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, της Πρωσσίας και της Αυστροουγγαρίας, ο Πρώτος και Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος και η διάλυση του «Ανατολικού Μπλοκ», για να καταλήξει στα σημερινά της σύνορα.

Μια τέτοια ιστορική διαδικασία είναι αναπόφευκτο να αφήσει πολλές αντιπαλότητες μεταξύ γειτονικών κρατών, αλλά και κρατών ή πολιτισμικών «μπλοκ» σε πανευρωπαϊκό επίπεδο ― βασισμένες σε πολιτισμικές διαφορές, χωρικές διεκδικήσεις και ιστορικά τραύματα. 

Αν τα ευρωπαϊκά κράτη συνιστούν μια «μεγάλη οικογένεια», τα μέλη αυτής της οικογένειας έχουν υπάρξει θύματα και θύτες σκληρής κακοποίησης μεταξύ τους, ενώ το καθένα ως πρόσφατα (μόνο;) καλοκοίταζε γειτονικά χωράφια που θεωρούσε ότι «κληρονομικά» του ανήκουν. 

Γνωρίζουμε ότι η «υψηλή» ευρωπαϊκή κουλτούρα γεννήθηκε και επιβίωσε σε ένα τέτοιο ιστορικό περιβάλλον. Όπως θα γράψει ο Τζώρτζ Στάινερ «Η Ευρώπη είναι ο τόπος όπου ο κήπος του Γκαίτε σχεδόν συνορεύει με το Μπούχενβαλντ· όπου το σπίτι του Κορνέιγ βρίσκεται δίπλα στη πλατεία που η Ζαν Ντ’ Αρκ γνώρισε το αποτρόπαιο τέλος της».

Μπορούν όμως τέτοιου είδους ιστορικές αντιπαλότητες, σε συνδυασμό με μια ανομοιογενή πολιτισμικά επικράτεια, να αποτελέσουν βάση για τη σύσταση μιας κοινής ευρωπαϊκής ταυτότητας στους λαούς της γηραιάς ηπείρου;

Η Ευρώπη της Ε.Ε.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση, με τους προδρομικούς οργανισμούς της, υπήρξε, εκτός από ένα εγχείρημα διευκόλυνσης του διακρατικού εμπορίου, και μια προσπάθεια απάντησης στην παραπάνω ερώτηση ― από μια γενιά πολιτικών, διπλωματών και στοχαστών που έζησε την τρομακτική εμπειρία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. 

Η καταστροφή που επήλθε, η μεταπολεμική κατάρρευση της ευρωπαϊκής οικονομίας, και η συνακόλουθη μείωση της επιρροής των ευρωπαϊκών κρατών στην παγκόσμια σκηνή (μαζί με τη σταδιακή απώλεια των αποικιών τους), έκαναν εφικτή μια τέτοια προσπάθεια.

Αφενός οι πάλαι ποτέ ισχυρές δυτικο-ευρωπαϊκές χώρες είχαν πλέον λιγότερα να χωρίσουν, καθώς αντίπαλοι για την παγκόσμια ηγεμονία ήταν τώρα οι ΗΠΑ και η ΕΣΣΔ. Αφετέρου οι ΗΠΑ, οι οποίες έλεγχαν σε μεγάλο βαθμό τον δυτικο-ευρωπαϊκό χώρο μέσω των μεταπολεμικών πακέτων στήριξης (Σχέδιο Μάρσαλ), είχαν τους δικούς τους λόγους να στηρίξουν μια ενωμένη δυτική Ευρώπη, ως αντίβαρο στο «ανατολικό μπλοκ».

Σε κάθε περίπτωση, η ευρωπαϊκή ενοποίηση υπήρξε τόσο στην αφετηρία της (ως «Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα») όσο και στη μετεξέλιξη της (ως ΕΟΚ και ΟΝΕ), εγχείρημα που επιδίωξαν μέλη της οικονομικής ελίτ όπως ο Ζαν Μονέ και υψηλά ιστάμενα στελέχη του «βαθέος κράτους» των μεγάλων ευρωπαϊκών χωρών, με τη συνεργασία επιφανών πολιτικών όπως οι ντε Γκάσπερι, Σουμάν, Αντενάουερ, αλλά σε καμμία περίπτωση μαζική υπόθεση επιβεβλημένη μέσα από λαϊκούς αγώνες.

Η αριστερά των δεκαετιών του ’50 έως και ’90 (σε αντίθεση με την σημερινή «κεντρο-αριστερά») υπήρξε εξαρχής ενάντια στο όλο εγχείρημα, στο οποίο δεν έβλεπε παρά συντονισμένους σχεδιασμούς του ευρωπαϊκού κεφαλαίου με στόχο την αποδυνάμωση των εργατικών κινημάτων. 

Έτσι ο Πέρρυ Άντερσον θα γράψει ότι «στη Βρετανία, όχι μόνο το Εργατικό Κόμμα, αλλά και η συντριπτική πλειοψηφία των σοσιαλιστών στα αριστερά του, είναι ενάντιοι στην είσοδο του Ηνωμένου Βασιλείου στην ΕΟΚ, την οποία είχε μόλις ψηφίσει η κυβέρνηση των Συντηρητικών», ενώ στην Ελλάδα είναι επίσης γνωστό το σύνθημα του πρώιμου ΠΑΣΟΚ και του ΚΚΕ («ΕΟΚ και ΝΑΤΟ, το ίδιο συνδικάτο»). Ακόμα μέχρι το 2000, άλλωστε, οι φιλελεύθερες πολιτικές των Βρυξελλών συνάντησαν ισχυρή αντίσταση από το χώρο της ευρωπαϊκής αριστεράς, με μαζικές διαμαρτυρίες ενάντια στις συνθήκες του Μάαστριχτ και της Λισσαβώνας, την καταψήφιση του «ευρω-συντάγματος», αλλά και το συμφυές «κίνημα ενάντια στην παγκοσμιοποίηση» (Σηατλ, Γκέτεμποργκ, Πράγα, Νίκαια, Κεμπέκ, Γένοβα).

Η εφαρμογή του ευρώ (το 1999 σε λογιστική μορφή και από το 2002 ως φυσικό νόμισμα), και η περίοδος ανάπτυξης που ακολούθησε έκαμψαν τις (ούτως ή άλλως αδύναμες) λαϊκές αντιδράσεις ενάντια στη νεοφιλελεύθερη ευρωπαϊκή ενοποίηση. Η ευημερία όμως θα αποδειχθεί προσωρινή και ετεροβαρής: η Γερμανική οικονομία, για παράδειγμα, θα αναπτυχθεί μέσω των εξαγωγών, ενώ στην ευρωπαϊκή περιφέρεια, και ιδίως στο νότο, η «ευημερία» θα λάβει τη μορφή εύκολης πρόσβασης σε δανεικό χρήμα (πιστωτικές κάρτες και καταναλωτικά δάνεια). Ταυτόχρονα το ευρώ θα ευνοήσει μια σειρά από τραπεζικές και στεγαστικές φούσκες σε όλη την Ευρώπη, οι οποίες θα αρχίσουν να σκάνε με πάταγο μετά το 2008, συντονισμένες με ομόλογες φούσκες στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού.

Σε αυτή την κρίσιμη στιγμή (όταν ένας μεγάλος αριθμός από ευρωπαϊκά κράτη χάνουν τεράστιο μέρος του ΑΕΠ τους, αδυνατούν να αποπληρώσουν τα χρέη τους, και φτάνουν στα όρια της δήλωσης χρεοκοπίας), το «ισχυρό ευρώ» αποδεικνύεται οικονομικό βαρίδι.

Τη στιγμή της κρίσης η «μεγάλη ευρωπαϊκή οικογένεια» δίνει τη θέση της στην καλύτερη περίπτωση στο «ο καθένας για τον εαυτό του», και στη χειρότερη στην οικονομική κατοχή (με την επιβολή αποικιοκρατικού τύπου μεταρρυθμίσεων και της παράδοσης δημόσιας περιουσίας σε βάρος των χωρών της περιφέρειας), σε ορισμένες περιπτώσεις συνοδευόμενη από ανοικτές παρεμβάσεις στην πολιτική ζωή (Παπαδήμος, Μόντι).

Ταυτόχρονα, πολιτισμικές, ιστορικές, αναπτυξιακές και ταξικές (βορράς/νότος και κέντρο/περιφέρεια) διαφορές βγαίνουν στην επιφάνεια, διαλύοντας την επίφαση της «ενωμένης Ευρώπης» με αναφορές σε «προδότες της ευρω-οικογένειας» και «τεμπέληδες», οι οποίοι χαρακτηρίζονται γουρούνια (P.I.I.G.S – Portugal, Italy, Ireland, Greece, Spain) και διακωμωδούνται στερεοτυπικά.

Παρόμοια δυναμική επικράτησε και στη δεύτερη μεγαλύτερη κρίση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αυτή του Covid-19, όπου οι ευρωπαϊκές χώρες κρατούσαν για λογαριασμό τους μάσκες, φάρμακα και εξοπλισμούς πρώτης ανάγκης, ή ακόμα και κατάσχεταν στο τελωνείο φορτία που είχαν ήδη αγοραστεί και προορίζονταν για τρίτες χώρες – εταίρους. 

Οι δύο αυτές δοκιμασίες μπορεί να ήταν οι μεγαλύτερες που είχε να αντιμετωπίσει η Ευρωπαϊκή Ένωση έως τώρα, αλλά παραμένουν σχετικά περιορισμένες σε σχέση με όσα επιφυλάσσει το μέλλον ― με την επίφοβη προοπτική μιας καταστροφικής κλιματικής αλλαγής, συνοδευόμενης από μακροχρόνια ύφεση και παγκόσμιο ανταγωνισμό για πρώτες ύλες και βασικά αγαθά, στο πλαίσιο μάλιστα μιας ασταθούς γεωπολιτικής σκηνής.

Ακόμα και στις παρούσες, ελέγξιμες, κρίσεις, οι χειρισμοί της ηγεσίας των Βρυξελλών και των ηγεμονικών ευρωπαϊκών κρατών δείχνουν πόσο ανώριμη και επιφανειακή υπήρξε ως τώρα η ευρωπαϊκή ενοποίηση, πόσο εύκολα το συμφέρον της ευρωζώνης παραμερίζεται προς όφελος επιμέρους συμφερόντων, αλλά και πόσο ελάχιστα κάτω από την επιφάνεια κρύβονται ιστορικές διχόνοιες, προκαταλήψεις, αλλά και εθνικές διαφορές νοοτροπίας και κοσμοθεωρίας.

Η Ευρώπη του πνεύματος

Αν η Ευρώπη ως γεωγραφία ανάγεται στην αρχαιότητα, η Ευρώπη ως κοινή ταυτότητα χρήσιμη για κλήση σε υπεράσπιση (ή πλιάτσικο) ανάγεται στον ύστερο μεσαίωνα, και η Ευρώπη ως πολιτική και οικονομική ένωση ανάγεται στην περίοδο μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, υπάρχει μια ακόμη διάσταση της με ιστορία αιώνων, για την οποία δεν έχουμε μιλήσει ακόμη.

Πρόκειται για την Ευρώπη ως κοινότητα του πνεύματος ― κοιτίδα ενός κοινού πολιτισμού.

Οι βάσεις για αυτό υπήρχαν ήδη χάρη στην ελληνορωμαϊκή κληρονομιά και τη χριστιανική θρησκεία, οι οποίες εξαπλώθηκαν σε όλη την ήπειρο μετά την πτώση της Ρώμης, και οι οποίες καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό το νομικό και πολιτειακό σύστημα και τη γενική ηθική.

Μέσα από αυτή την κοινή πολιτισμική βάση, η οποία θα εξαπλωθεί έως την Σκανδιναβία, θα δημιουργηθεί σταδιακά μια τάξη λογίων και καλλιτεχνών, η επιρροή της οποίας επεκτείνεται πέρα από τα πλαίσια της χώρας και της γλώσσας της.

Εκκινώντας από τον ύστερο Μεσαίωνα, περνώντας στην Αναγέννηση και συνεχίζοντας με τον Διαφωτισμό, αυτοί οι λόγιοι θα ξαναθέσουν τις βάσεις του σύγχρονου δυτικού πολιτισμού, άλλοτε συνεχίζοντας, άλλοτε απορρίπτοντας, και άλλοτε παραγνωρίζοντας την προγενέστερη ελληνορωμαϊκή και ευρωπαϊκή κληρονομιά.

Είναι η κοινότητα του Βολταίρου, του Μοντεσκιέ, του Ρουσώ, του Καρτέσιου, και του Ντιντερό. Η κοινότητα του Δάντη, του Ραμπελαί, του Θερβάντες, του Γκαίτε, του Μπαχ, του Μότσαρτ, του Μπετόβεν, του Μιχαήλ Άγγελου, του Λεονάρδου Ντα Βίντσι, του Μπρέγκελ, του Ρέμπραντ και ούτω καθεξής, μέχρι τον Ουγκό, τον Ζολά, τον Τόμας Μαν, τον Μπροχ, τον Κάφκα, τον Σελίν, τον Μπρέχτ, τον Κοκτώ ― και, με εξαίρεση τον τελευταίο που καλύπτει αρκετές κατηγορίες από μόνος του, δεν έχουμε πιάσει καν τους ποιητές, ζωγράφους, γλύπτες, μουσικούς, χορευτές, σκηνοθέτες και φιλοσόφους του πρώτου μισού του 20ου αιώνα.

Είναι μια κοινότητα νοητή ―που επικοινωνεί και ανταλλάσσει μηνύματα και ιδέες διαμέσου των αιώνων―, αλλά και μια κοινότητα απτή ― που συναντάται στα σαλόνια της Ευρώπης, και τα λέει καφενεία της Βιέννης ή του Παρισιού.

Αυτή η κοινότητα, η οποία απαρτίζει μια προδρομική «ευρωπαϊκή οικογένεια», είναι μια από τις βασικές αναφορές στις οποίες έχει στηριχθεί η κοινή ευρωπαϊκή υπόθεση. Μόνο που η Ευρώπη δεν βγάζει πια τέτοιου είδους πανευρωπαϊκά, αν όχι παγκόσμια, πνεύματα. Είναι άλλωστε αμφίβολο αν βγάζει καν σε εθνικό επίπεδο φωνές αντάξιες των στοχαστών και των καλλιτεχνών που έβγαζε έως και τον 20ο αιώνα.

Όπως η Βρετανική και η Γαλλική αυτοκρατορία έδωσαν τη θέση τους σε κράτη που υπομένουν την Γερμανική ηγεμονία επί της Ευρώπης, και δίνουν μάχες οπισθοφυλακής για την προστασία της αγροτικής και κτηνοτροφικής τους παραγωγής, και όπως ηγέτες όπως ο Τσώρτσιλ και ο Ντε Γκωλ έδωσαν τη θέση τους στον Μπόρις Τζόνσον και τον Μακρόν, έτσι και στον πολιτισμικό τομέα, ο Μαρξ έδωσε τη θέση του στον Ζίζεκ, ο Μαλρώ στον Μπερνάρ Ανρύ Λεβί, ο Ροντέν στον Ντάμιεν Χιρστ, ο Πικάσο στην Τρέισι Έμιν, ο Σεφέρης στον Βλαβιανό και ο Σαββόπουλος του 1970 στον Σαββόπουλο του 2022. 

Ο Πέρρυ Άντερσον θα σχολιάσει στο βιβλίο του για την Ευρωπαϊκή Ένωση πως «η σημερινή Ένωση, όπου περιορισμένες απόψεις αναπαράγονται εν είδει ηχούς, είναι πολύ λιγότερο ευρωπαϊκές με την ευρύτερη έννοια από την πολιτισμική ζωή του μεσοπολέμου, ή και αυτήν πριν τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Δεν βρίσκονται σήμερα πολλά αντίστοιχα της αλληλογραφίας μεταξύ του Σορέλ και του Κρότσε, της συνεργασίας μεταξύ του Λαρμπώ και του Τζόις, του διαλόγου μεταξύ Έλιοτ, Κούρτιου και Μανχάιμ, ή της αντιπαράθεσης του Ορτέγκα με τον Χούσσερλ ― για να μην πούμε για τις πολεμικές μεταξύ των μελών της Δεύτερης και της πρώιμης Τρίτης Διεθνούς».

Ενώ ο [γάλλος φιλόσοφος] Ετιέν Μπαλιμπάρ θα συμπληρώσει πως κάθε απόπειρα ορισμού μιας ευρωπαϊκής λαότητας και επομένως κάθε απόπειρα νοηματοδότησης ενός δημοκρατικού ευρωπαϊκού κράτους, σκοντάφτει στην σύγχρονη «κενότητα όλων των ευρωπαϊκών κοινωνικών κινημάτων και κάθε κοινωνικής πολιτικής» και τις αυταρχικές πολιτικές που δημιουργούν «ένα φράγμα αποκλεισμού από την συμμετοχή στην Ευρώπη».

Η Ευρώπη των λαών

Αν ένας κοινός Ευρωπαϊκός υψηλός πολιτισμός υπήρχε ― και ξεφούσκωσε, υπήρξε ή υπάρχει άραγε ένας κοινός ευρωπαϊκός λαϊκός πολιτισμός; 

Σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, η πρώτη απάντηση είναι όχι. Υπάρχουν ασφαλώς επιμέρους ομάδες εθνών (ή/και κρατών), με κοινά πολιτισμικά στοιχεία (η Κεντρική Ευρώπη, τα Βαλκάνια, οι σκανδιναβικές χώρες, κ.α.), αλλά δεν υπάρχει μια ευρύτερη λαϊκή κουλτούρα που να είναι κοινή στη γηραιά ήπειρο.

Ίσως το κοντινότερο σε πανευρωπαϊκό λαϊκό πολιτισμό να είναι η κοινή ποπ κουλτούρα του εικοστού αιώνα, όταν για μια σύντομη σχετικά περίοδο, η Ευρώπη παρήγαγε τους δικούς της κινηματογραφικούς και μουσικούς αστέρες, πριν αρχίσει να εισάγει την πλειοψηφία των παραπάνω από τις ΗΠΑ, και πριν η ευρωπαϊκή πολιτισμική παραγωγή αρχίσει να απευθύνεται μόνο σε εθνικό επίπεδο ή σε περιορισμένο «ψαγμένο» κοινό. 

Η ιταλική και γαλλική κινηματογραφική παραγωγή, για παράδειγμα, πέρα από τις «καλλιτεχνικές» ταινίες των μεγάλων ευρωπαίων σκηνοθετών, παρήγαγε ταινίες δράσης και ρομάντσα μαζικής απήχησης (με πρωταγωνιστές όπως ο Αλέν Ντελόν και ο Ζαν Πωλ Μπελμοντό), γουέστερν και ταινίες εποχής, αλλά και καθαρά λαϊκή διασκέδαση (Μπαντ Σπένσερ και Τέρενς Χιλ, Φράνκο και Τσίτσο, Λουί ντε Φινές κ.α.) οι οποίες έβρισκαν κοινό σε όλη την Ευρώπη. Το πλησιέστερο σημερινό ανάλογο (αλλά τώρα ως μια από ελάχιστες εξαιρέσεις), αποτελεί η πανευρωπαϊκή δημοφιλία, πριν μερικά χρόνια, του Casa De Papel.

Αντίστοιχα δημοφιλής στάθηκε πανευρωπαϊκά η μουσική καλλιτεχνών όπως η Dalida, οι Boney M, o Al Bano, η Raffaella Carra, Julio Iglesias, o Jacques Brel, ο Gainsbourg, o Joe Dassin, o Aznavour, o Kristoff, και πολλοί ακόμα. Την ίδια εποχή (σε γενικά πλαίσια, από τη δεκαετία του ’50 έως αυτή του ’80), ακόμα και η ελληνική μουσική παραγωγή έβρισκε απήχηση σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Πέρα από το φολκλορ τoυ Zorba the Greek και των συλλογών τύπου “Greek syrtaki” (που αποτέλεσαν παγκόσμιο φαινόμενο το οποίο έφτασε έως το Muppet Show ή και τους Simpsons), καλλιτέχνες όπως ο Ντέμης Ρούσος, η Βίκυ Λέανδρος και η Νάνα Μούσχουρη πούλησαν εκατομμύρια δίσκων με επιτυχίες στα τοπ πολλών χωρών της Δυτικής Ευρώπης, ενώ στην (τεράστια τότε) πανευρωπαϊκή αριστερή κοινότητα, οι δίσκοι του Θεοδωράκη υπήρξαν ό,τι οι κυκλοφορίες του Μάρλει για τους τζιβάτους. Στην ίδια την Ελλάδα, εξάλλου, η κατανάλωση ξένης μουσικής δεν περιορίζονταν, όπως σήμερα, στην αγγλοσαξονική παραγωγή, καθώς ευρωπαϊκές επιτυχίες (ειδικά ιταλικές και γαλλικές) είχαν μεγάλη απήχηση, είτε αυτούσιες είτε διασκευασμένες.

Αλλά και στο χώρο των κόμικ, δεν υπήρχε έφηβος στην Ευρώπη που να μην είχε έρθει επαφή με την ευρωπαϊκή παραγωγή, διαβάζοντας ένα ή περισσότερα από τα Αστερίξ και Λούκι Λουκ (Γαλλία), Τεν Τεν, Αχιλλέας Ταλόν, και Στρούμφ (Βέλγιο), τους Αντιρίξ και Συμφωνίξ (Ισπανία), τα Μπλεκ, Τιραμόλα και Όμπραξ (Ιταλία), ή κάποιο από την πληθώρα Βρετανικών κόμικ (2000 AD, Beano, Buster, Shoot, κ.α., τα οποία στην Ελλάδα δημοσιεύονταν στο Μπλεκ, το Αγόρι, το Γκολ και τη Βαβούρα).

Η εποχή της μαζικής ευρωπαϊκής παραγωγής ψυχαγωγικού περιεχομένου τελείωσε χάρη στην επέλαση της αμερικάνικης διασκέδασης, η οποία βασίστηκε σε τρία στοιχεία απλησίαστα σε μικρότερες χώρες: (α) «φανταχτερή» παραγωγή (ταινίες «ειδικών εφέ», ποπ με έμφαση σε στουντιακές καινοτομίες και ακριβά βιντεοκλιπ, κινούμενα σχέδια με δικές τους σειρές παιδικών παιχνιδιών, κ.α.), (β) «φαστ φουντ» δελεαστικότητα και (γ) επιθετικό μάρκετινγκ.

Αυτή η εκστρατεία, η οποία συνέτριψε την ευρωπαϊκή παραγωγή έργων μαζικής ψυχαγωγίας, καταγγέλλονταν (όταν ακόμα έπαιρναν έκφραση τέτοιες αντιστάσεις) ως «πολιτισμικός ιμπεριαλισμός». 

Σε πρώτη φάση, ταινίες όπως το Star Wars, ο Ε.Τ., ο Rambo κ.α., κατέστησαν τα (ασύμφορα για τις ευρωπαϊκές παραγωγές) χολυγουντιανά «ειδικά έφε» απαραίτητα συστατικά κάθε ταινίας μαζικής κατανάλωσης ― σκοτώνοντας έτσι τον ευρωπαϊκό λαϊκό κινηματογράφο, ο οποίος φάνταζε πλέον τεχνικά καθυστερημένος και θεματικά βαρετός.

Την ίδια εποχή, το MTV, με τα πρώτα πανακριβα βίντεο κλιπ (τα οποία, πριν την έλευση της δορυφορικής πρόσβασης παίζονταν στην Ελλάδα σε εκπομπές της τηλεόρασης), αλλά και το πρωτοφανές μάρκετινγκ καλλιτεχνών τύπου Michael Jackson, Madonna κ.α. στη νεολαία, μαζί με τη μαζική παραγωγή σαββούρας από δεξιοτέχνες των studio τύπου Stock-Aitken-Waterman εξαφάνισαν την (ισχυρή ακόμη στις δεκαετίες ’60-’70) αγορά για το ευρωπαϊκό τραγούδι.

Παρόμοια, με το πέρας της δεκαετίας του ’80, τα αμερικάνικα και γιαπωνέζικα κινούμενα σχέδια εκτόπισαν τα κόμικ (στα οποία, όπως αναφέραμε, η Ευρώπη συναγωνίζονταν τους Αμερικάνους με δική της παραγωγή) ως μαζική διασκέδαση για παιδιά και εφήβους, ενώ οι κονσόλες παιχνιδιών και η ανάπτυξη των PC και του διαδικτύου ολοκλήρωσαν το έργο.

Έτσι οι Ευρωπαίοι σταμάτησαν να έχουν μια ― έστω υποτυπώδη ― κοινή λαϊκή κουλτούρα, και κατέληξαν καταναλωτές αυστηρά της Αμερικάνικης και (ό,τι απέμεινε) της δικής τους εθνικής τους παραγωγής. Οι τελευταίοι που πρόλαβαν μια οικονομικά βιώσιμη πανευρωπαϊκή μαζική κουλτούρα είναι οι γερασμένοι πλέον boomer και οι σαράντα-φεύγα της Γενιάς Χ. 

Το 1990, καθώς αυτή η εποχή πέθαινε, ο Χρήστος Βακαλόπουλος θα αναφέρει μια παλιότερη εκμυστήρευση του Γάλλου κριτικού κινηματογράφου Σὲρζ Ντανέ, ότι «Εὐρώπη δὲν ὑπάρχει. Ἡ μοναδικὴ ὑπαρκτὴ Εὐρώπη εἶναι ἡ κοινότητα τῶν κινηματογραφόφιλων τῶν εὐρωπαϊκῶν χωρῶν». Έκτοτε, ακόμα και οι ευρωπαίοι «σινεφίλ» θα στραφούν πρωτίστως στην Αμερικάνικη παραγωγή, μικραίνοντας ακόμα περισσότερο την επικράτεια αυτής της «μοναδικής υπαρκτής Ευρώπης».

Μια ακόμη, συχνά περιφρονημένη από τους διανοούμενους, αλλά ιστορικά ισχυρή κοινή Ευρωπαϊκή μαζική κουλτούρα υπήρξε αυτή των ποδοσφαιρόφιλων της Ευρώπης, η οποία μάλιστα κάλυπτε κάθε ηλικία, από παιδιά που αντάλλασσαν αυτοκόλλητα ποδοσφαιριστών έως μεσήλικες θαυμαστές των κατορθωμάτων του Κρόιφ, του Εουζέμπιο, του Πλατινί ή του Μπεκενμπάουερ. 

Η ευρωπαϊκή ποδοσφαιροφιλία επιβιώνει και στις μέρες μας, αλλά ως φάντασμα του εαυτού της, και με διαφορετική πρόσληψη σε σχέση με εποχές που το ποδόσφαιρο υπήρξε πραγματικά λαϊκό θέαμα. Χορηγοί, μάρκετινγκ, τηλεόραση και σύγχρονες τεχνικές προπόνησης και διαχείρισης των ομάδων, έχουν καθαρίσει το χώρο αυτό από κάθε στοιχείο λαϊκότητας και αυθορμητισμού.

Μένει ίσως μια ακόμα «λαϊκή Ευρώπη»: η Ευρώπη των σχέσεων που προέκυψαν μεταξύ ευρωπαίων οικονομικών μεταναστών, ή των παιδιών που οι γονείς τους γνωρίστηκαν κατά το Erasmus (σύμφωνα με την Ε.Ε. πάνω από ένα εκατομμύριο μωρά έχουν προκύψει χάρη στο πρόγραμμα). 

Οι παραπάνω μπορεί να περιγράφονται ως μια πρώτη μαγιά του νέου κατεξοχήν «Ευρωπαίου πολίτη», αλλά σε μια ήπειρο με 350 εκατομμύρια κατοίκους, δεν συνιστούν παρά σταγόνα στον ωκεανό. Άλλωστε μια τέτοια ανάμειξη δεν δημιουργεί αναγκαστικά μια κοινή ευρωπαϊκή συνείδηση, αλλά μια διπλή εθνική αναφορά ― και αυτό ακόμη όταν δεν επικρατεί γλωσσικά, οικονομικά και πολιτισμικά η μια πλευρά.

Η ευρωπαϊκή ιδέα ως ηγεμονική αξίωση

Η επίκληση της ευρωπαϊκής ιδέας δεν υπήρξε πάντοτε δήλωση εξισωτικής ενωτικής προθέσεως, αλλά συχνά πράξη επιβολής ενός εθνικού κοσμοειδώλου, είτε επί του πλανήτη (όταν οι ευρωπαίοι στοχαστές παρουσιάζουν τις παραδοχές τους περί ευρωπαϊκών ιδεωδών ως «παγκόσμιες σταθερές»), είτε επί του Άλλου στην ίδια την Ευρώπη. 

Έτσι, κατά τον [καθηγητή λογοτεχνίας] Ρομπέρτο Νταϊνότο, ο Μοντεσκιέ, η ντε Στάελ και άλλοι, αναγνώρισαν το αρνητικό των ιδεωδών τους στην ίδια την ευρωπαϊκή επικράτεια «μεταφέροντας την αρχαία διάκριση μεταξύ ελευθερίας (Ευρώπη) και δεσποτισμού (Ασίας) σε μια ρητορική ενάντια στον ευρωπαϊκό Νότο (συνήθως την Ιταλία ή την Ισπανία)», και παρόμοιες ιδέες περί «εργατικού βορρά και οπισθοδρομικού νότου ακόμη δίνουν βάση σε σύγχρονες αντιλήψεις περί Ευρώπης».

Αυτή η αντίληψη περί ευρωπαϊκότητας στάθηκε πολιτικά χρήσιμη, τόσο ως δικαιολόγηση της αποικιοκρατίας, όσο και σε εσωτερικούς ανταγωνισμούς μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών.

Αντίστοιχα προβληματικές, κατά τον Ετιέν Μπαλιμπάρ, έχουν σταθεί οι προσπάθειες προβολής είτε του γαλλικού είτε του γερμανικού μοντέλου πολιτειακής θέσμισης, με το πρώτο να βασίζεται στην λαϊκή βούληση η οποία εκφράζεται σε μια «επαναστατική στιγμή», και το δεύτερο στην παράδοση και σε μια ασυνείδητη λαϊκή «φύση».

Η κάθε πλευρά (και οι περιφερειακές χώρες που υιοθετούν τη μια ή την άλλη εκδοχή), παρουσιάζουν τη δική τους αντίληψη περί του λαού και του πολίτη, ως το κατεξοχήν ευρωπαϊκό και αντικειμενικά ουδέτερο πρότυπο, και ζητάνε να διαβαστεί τόσο η δική τους ιστορία, όσο και αυτή των άλλων, υπό αυτό το πρίσμα.

Τι είναι Ευρώπη; Μην είναι οι κάμποι;

Ας απευθυνθούμε σε έναν ειδικό. 

Ο Τζώρτζ Στάινερ, υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους κριτικούς λογοτεχνίας του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα, και ο διανοούμενος ο οποίος περισσότερο από κάθε σύγχρονο του, εξύμνησε και εξέφρασε το (χαμένο πλέον) πανευρωπαϊκό πνεύμα.

Σύμφωνα με τον Στάινερ, στο βιβλίο του «Η ιδέα της Ευρώπης», η Ευρώπη, ως πολιτισμική έννοια, ορίζεται από πέντε πράγματα:

― Τα καφενεία, ως στέκια των μεγαλύτερων διανοούμενων της ηπείρου, και ως δημόσιοι χώροι που διαμορφώθηκε το ευρωπαϊκό πνεύμα, μέσα από συζητήσεις για την πολιτική, την φιλοσοφία, και την τέχνη. 

― Τη φυσική γεωγραφία, αυτή που καθιστά τη γηραιά ήπειρο «περπατήσιμη» και ευνοεί την εύκολη μετακίνηση ανθρώπων, κινημάτων, γεύσεων, κουλτούρας, και ιδεών, έστω και αν, όπως προσθέτει, συχνά στην ευρωπαϊκή ιστορία αυτές οι μετακινήσεις αφορούσαν εχθρικούς στρατούς.

― Την επιρροή του παρελθόντος στο παρόν, με άλλα λόγια την αναγνώριση ότι η Ευρώπη είναι ένα μέρος «μεστό» Ιστορίας, η οποία συνεχίζει να επιδρά πάνω μας. Ενδεικτική, κατά τον Στάινερ, είναι ακόμα και η απλή ονοματοδοσία των δρόμων με βάση τους ποιητές, ζωγράφους, στοχαστές, που έζησαν σε αυτούς, ένα φαινόμενο που δεν συναντάται πουθενά στον κόσμο στον ίδιο βαθμό.

― Το συνδυασμό της ελληνικής και της ιουδαϊκής κουλτούρας (μέσω του Χριστιανισμού), ο οποίος, μέσα από δυο φαινομενικά ασύμβατες μεταξύ τους πνευματικές παραδόσεις, έδωσε στην Ευρώπη την ιδιαίτερη πολιτισμική προοπτική της.

― Τέλος, την αναγνώριση της δυνατότητας του θανάτου του ίδιου του ευρωπαϊκού πολιτισμού, δηλαδή την αναγνώριση εκ μέρους της ευρωπαϊκής σκέψης της παροδικότητας και της τραγικότητας της Ιστορίας.

Αντί συμπεράσματος

Μάθαμε άραγε σε αυτή την επισκόπηση μας τι είναι, ή τι θα μπορούσε να είναι, η Ευρώπη, ή μπερδευτήκαμε περισσότερο; 

Ίσως αυτό που θα πρέπει να συγκρατήσουμε είναι ακριβώς η αδυναμία μας να απαντήσουμε σε αυτό το ερώτημα.

Με άλλα λόγια, η αναγνώριση ότι η Ευρώπη δεν είναι λυμένη υπόθεση ή σημαία ευκαιρίας, αλλά πρόβλημα προς λύση. Ποιος όμως την αντιμετωπίζει ως τέτοια, στον δημόσιο διάλογο ― το πρώτο απαραίτητο βήμα ώστε να μπορέσει κάποτε να επιλυθεί;

Το 1991, δηλαδή μια δεκαετία πριν την πανηγυρική έλευση του Ευρώ στη χώρα μας, και δυο δεκαετίες πριν την εξίσου πανηγυρική χρεοκοπία της, ο Βακαλόπουλος θα κλείσει το άρθρο του με θέμα τη σχέση Ελλάδας και Ευρώπης, με μια προφητική διατύπωση:

«Ἔχω τὴν ἐντύπωση ὅτι θὰ ἀποτύχουμε ὡς Εὐρωπαῖοι κι αὐτὸ θὰ μᾶς σώσει ἀπὸ πολλὲς παρεξηγήσεις. Ἰδιαίτερα αὐτὴ τὴ στιγμὴ ποὺ ἡ Εὐρώπη θὰ ἐπιθυμοῦσε νὰ εἶναι ἡ δίδυμη ἀδελφὴ τῆς Ἀμερικῆς, χωρὶς νὰ μπορεῖ νὰ ἀπωθήσει τὶς ἐθνικιστικὲς ἐξάρσεις ποὺ τὴ συγκλονίζουν. Θὰ ὑπομείνουμε τὴ δυτική μας μοίρα ὅπως ὑπομείναμε τὴν ἀνατολικὴ ὀθωμανικὴ τυραννία καὶ θὰ συνεχίσουμε νὰ ἐλπίζουμε κάτι τὸ ὁποῖο δὲν γνωρίζουμε ἀκριβῶς ἀλλὰ στὸ ὁποῖο συνεχίζουμε νὰ πιστεύουμε».