Η ψυχική υγεία του Τζούλιαν Ασάνζ εξετάστηκε στην αίθουσα του Ολντ Μπέιλυ για μια ολόκληρη εβδομάδα. Σε αυτήν, οι ΗΠΑ προσπάθησαν να παρουσιάσουν ως κατασκευασμένες τις ιατρικές διαγνώσεις τόσο του συνδρόμου Άσπεργκερ – που υποστήριξαν ότι έπρεπε να έχει διαγνωστεί στην παιδική του ηλικία ενώ έγινε μέσα στη φυλακή – , όσο και της μέχρι αυτοκτονίας επιδείνωσης της κατάθλιψής του, και λόγω της συνεχιζόμενης κράτησης και λόγω μιας πιθανής έκδοσης. Ζήτησα, για αυτά τα θέματα, τη γνώμη του ψυχίατρου και διευθυντή της Διεύθυνσης Ψυχικής Υγείας και Κοινωνικής Πρόνοιας του Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού, Γιώργου Νικολαϊδη.

Πόσο σπάνια είναι η διάγνωση Ασπεργκερ σε ενηλίκους;

«Η επιδημιολογία του «συνδρόμου Άσπεργκερ» είναι ακόμα αρκετά ασαφής καθώς η αναγνώριση του συνδρόμου αυτού από την παγκόσμια επιστημονική κοινότητα έλαβε χώρα σχετικώς πρόσφατα: παρότι το σύνδρομο πρωτοαναφέρθηκε από τον Αυστριακό Παιδίατρο Χανς Άσπεργκερ το 1944 (του οποίου οι σχέσεις με το ναζιστικό καθεστώς έχουν αμαυρώσει την γενικότερη εικόνα), η αναγνώριση του συνδρόμου τελικώς έγινε από τις αναφορές στο έργο του της Βρετανίδας ψυχιάτρου Λόρνα Γουίνγκ από το 1979 και μετά. Δεδομένου τούτου, η αναγνώριση του συνδρόμου από τις επιστημονικές κοινότητες των παιδιάτρων, παιδοψυχιάτρων και παιδοψυχολόγων αλλά και τις κοινωνίες ευρύτερα (γονείς, εκπαιδευτικοί κ.λπ.) γενικότερα έγινε σταδιακά και με ανόμοιες ταχύτητες από την δεκαετία του ’90 και περισσότερο από την έναρξη της τρίτης χιλιετίας και μετά. Το γεγονός αυτό, όπως είναι προφανές, έκανε αρκετά παιδιά που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν πριν από την περίοδο αυτή παρότι έπασχαν από το εν λόγω σύνδρομο να μην αναγνωριστούν ως τέτοια παρά μόνο μετά την ενηλικίωσή τους – φαινόμενο που παρά τις δεκαετίες που πέρασαν εξακολουθεί να παρατηρείται ακόμα και σε χώρες του ανεπτυγμένου κόσμου. Έτσι, παρότι τυπικά το σύνδρομο αναφέρεται σε ψυχική διαταραχή της παιδικής ηλικίας, δεν είναι καθόλου σπάνια η πρώτη αναγνώρισή του στην ενήλικο ζωή. Πέραν τούτων – εν μέρει και εξ αιτίας των ανωτέρω-, η έκταση του συνδρόμου δεν έχει μελετηθεί τόσο εκτενώς με τις μελέτες να παρέχουν αντιφατικά αποτελέσματα για την επιδημιολογική του επίπτωση στις διάφορες κοινωνίες. Πχ οι εκτιμήσεις στις διάφορες μελέτες ποικίλουν εκτιμώντας πως η επίπτωσή του μπορεί να είναι από 0.3 ως τα 48,5 παιδιά ανά 10.000, ενώ η Εθνική Ένωση Αυτισμού της Μ. Βρετανίας εξαιτίας της χρόνιας υπο-διάγνωσης του φαινομένου εκτιμά πως η πραγματική του συχνότητα ξεπερνά το 1% του γενικού πληθυσμού παίδων ή ενηλίκων. Μια μέση εκτίμηση πάντως για την επίπτωση του συνδρόμου στην παιδική ηλικία φέρει περίπου το 0.2 με 0.3% των παιδιών να εμφανίζουν το σύνδρομο αυτό».

Πόσο συχνότερη είναι η Άσπεργκερ σε προγραμματιστές;

«Φυσικά έχει συζητηθεί εκτενώς η επιρρέπεια των ατόμων που πάσχουν από ηπιότερες ή και βαρύτερες τέτοιου είδους διαταραχές σε θέσεις απασχόλησης όπως η πληροφορική και οι τηλεπικοινωνίες. Αν αναλογιστούμε ότι ένα από τις βασικότερα προβλήματα που αντιμετωπίζουν τα άτομα που έχουν σύνδρομο Άσπεργκερ είναι η δυσκολία τους στην επαφή με τα συναισθήματά τους, τα συναισθήματα των άλλων και εν γένει το σχετίζεσθαι με άλλους ανθρώπους, είναι φυσικό οι ίδιοι να προσανατολίζονται σε κοινωνικές και επαγγελματικές δραστηριότητες που δεν τους φέρουν σε τόσο πολλή καθημερινή επαφή με ανθρώπους. Έτσι, οι νέες τεχνολογίες έδωσαν την δυνατότητα οι άνθρωποι αυτοί να είναι παραγωγικοί – και συχνά και λίαν αποδοτικοί!- σε επαγγελματικούς ρόλους που δεν απαιτούσαν παρά την πολύωρη δουλειά μπροστά σε μια οθόνη. Αλλά αυτό επεκτείνεται στην πραγματικότητα και σε πολύ περισσότερα επαγγέλματα, των οποίων τον τρόπο εξάσκησης οι σύγχρονες παραγωγικές αλλαγές έχουν μετασχηματίσει σημαντικά. Για παράδειγμα, η δημοσιογραφία μέχρι πριν λίγες δεκαετίες δεν μπορούσε να εξασκηθεί παρά μόνο μέσα από την πολύωρη επαφή του δημοσιογράφου με ανθρώπους σε καφενεία, μπαρ, υπουργεία και άλλες υπηρεσίες. Σήμερα, ωστόσο, είναι δυνατόν το πλείστο της εργασίας αυτής να ασκηθεί από την απόσταση που εξασφαλίζει η διαδικτυακή επικοινωνία (η οποία ιδιαίτερα στην μορφή των γραπτών μηνυμάτων ανακουφίζει άτομα που έχουν το συγκεκριμένο σύνδρομο καθώς τους προφυλάσσει από την επαφή με τα ανθρώπινα συναισθήματα που τους αγχώνουν πολύ).
Αντιστοίχως, έχει η κατάσταση και όσον αφορά στην ρομαντικές διαπροσωπικές σχέσεις των ενηλίκων ατόμων που έχουν το σύνδρομο αυτό. Καθώς οι ίδιοι έχουν ιδιαίτερες δυσκολίες στην αποδοχή και έκφραση των πηγαίων συναισθημάτων τους, είναι συχνό η ερωτική τους επικοινωνία και πρακτική να φαίνεται «ακατάλληλη». Αυτό συμβαίνει γιατί για να ανακουφίσουν το άγχος τους της επαφής με άλλους ανθρώπους τα άτομα με σύνδρομο Άσμπεργκερ συχνά μην μπορώντας να λειτουργήσουν πηγαία, μιμούνται πρακτικές που θεωρούν ως αρμόζουσες στις ερωτική επικοινωνία και τις οποίες βρίσκουν σε πορνογραφικές και άλλες ανάλογες πηγές (της βιβλιογραφίας παλαιότερα, του διαδικτύου σήμερα). Έτσι, έχει αναφερθεί πως τα άτομα αυτά κινδυνεύουν να κατηγορηθούν για βίαιες σεξουαλικές και εν γένει ερωτικές συμπεριφορές παρότι στην πραγματικότητα οι συμπεριφορές αυτές δεν είναι παρά ανάρμοστες για τις περιστάσεις μιμητικές αναπαραγωγές πρακτικών που οι ίδιοι θεωρούν αρμόζουσες».

Υπάρχει σχέση απομόνωσης – στην περίπτωση αυτών των ειδικών φυλακών μιλάμε για 23 με 24 ώρες- και χειροτέρευσης της κατάθλιψης;

«Φυσικά η συσχέτιση πρακτικών απομόνωσης και δη ακραίας με επιδείνωση καταθλιπτικών και αγχωδών διαταραχών που μπορεί να φτάσουν μέχρι την έκλυση αυτοκτονικού ιδεασμού έχει παρατηρηθεί από μακρού. Το φαινόμενο έχει συζητηθεί ιδιαίτερα αναφορικά με συνθήκες εγκλεισμού όπου ο περιορισμός της φυσικής κίνησης και της επικοινωνίας και η αποστέρηση σημαντικού μέρους των αισθητηριακών ερεθισμάτων φαίνεται να επιδεινώνει ιδιαίτερα την κατάσταση. Οι ειδικές συνθήκες κράτησης (π.χ. «λευκά κελιά», πτέρυγες απομόνωσης υψίστης ασφάλειας κ.λπ.), ιδιαίτερα προηγούμενες δεκαετίες, έχουν ενοχοποιηθεί για πλείστα περιστατικά αυτοκτονιών κρατουμένων, μερικές από τις οποίες προκάλεσαν μεγάλη σχετική δημοσιότητα και κινήματα προάσπισης των δικαιωμάτων των κρατουμένων. Στη βάση και όλων αυτών τις τελευταίες δεκαετίες σε κάποιες ευρωπαϊκές χώρες αφενός το σωφρονιστικό σύστημα μετατοπίστηκε σε εναλλακτικά μοντέλα κράτησης (ανοιχτού τύπου φυλακές, βραχολάκια κ.ο.κ.) ενώ σε κάποιες οι αυτοκτονίες σε σωφρονιστικούς χώρους έχουν μηδενιστεί με την ανάλογη πρόνοια για αναμόρφωση της εργονομίας του μικροπεριβάλλοντος των χώρων κράτησης έτσι ώστε ο αυτοχειριασμός να μην είναι εφικτός. Στην χώρα μας δυστυχώς ανάλογες πρόνοιες δεν φαίνεται να απασχολούν ούτε τους ιθύνοντες αλλά ούτε τόσο έντονα τα κινήματα θεσμικά και μη της προάσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Πιο συγκεκριμένα, πάντως, σε ένα άτομο με σύνδρομο Άσπεργκερ, η κράτηση σε συνθήκες πλήρους απομόνωσης, στέρησης της επικοινωνίας και των αισθητηριακών ερεθισμάτων μπορεί σε μια πρώτη φάση να αντιμετωπισθεί ακόμα και με μεγαλύτερη ανθεκτικότητα σε σχέση με άλλα άτομα αφού τα άτομα που έχουν το εν λόγω σύνδρομο δεν μοιάζει να υποφέρουν τόσο από την έλλειψη ανθρώπινης επαφής και επικοινωνίας όσο οι άλλοι. Ωστόσο, όταν η αποστέρηση αυτή παραταθεί – και δη σε έντονα στρεσσογόνες συνθήκες για το κρατούμενο άτομο με Άσμπεργκερ- η κατάσταση αλλάζει άρδην: ο κρατούμενος με σύνδρομο Άσπεργκερ αναγκάζεται τοιουτοτρόπως να έρθει σε επαφή με λίαν έντονα συναισθήματα (λύπης, θυμού κ.λπ.) που βιώνει για την κατάστασή του και την προοπτική της. Αυτό όμως είναι ακόμα πιο δύσκολο να το αντέξει ένας άνθρωπος με τέτοια χαρακτηριστικά καθώς η διαχείριση των συναισθημάτων του είναι κάτι που τον δυσκολεύει ούτως ή άλλως (δηλαδή ακόμα και σε κανονικές συνθήκες). Το να εξαναγκάζεται ένας άνθρωπος με το σύνδρομο αυτό να τα βγάλει πέρα απομονωμένος με τόσο έντονα συναισθήματα είναι κάτι που αρκετές φορές τον ξεπερνά καθώς του λείπει και η συναισθηματική εμψύχωση (θετικών συναισθημάτων πχ αντοχής και πίστης σε ένα σκοπό κ.ο.κ.) για να μπορέσει να τα βγάλει πέρα. Οπότε η παρατεταμένη απομόνωση ενός ανθρώπου με σύνδρομο Άσμπεργκερ μπορεί τελικώς να επιφέρει πολλαπλάσια επιδείνωση της συναισθηματικής του κατάστασης στην κατεύθυνση της κατάθλιψης ή και της αυτοκτονικότητας.».