Ένας συμπατριώτης μας, ένας από μας, επελέγη ως σύμβολο της περιόδου, ως ελπίδα, ως πρόσωπο που σηματοδοτεί μια κατεύθυνση και μια προοπτική, ως εκπρόσωπος μιας μεγάλης και ιστορικής πολιτικής οικογένειας σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Αλλά εμάς δεν ιδρώνει τ’ αφτί μας, είναι σαν να μη συνέβη ποτέ κάτι τέτοιο ή σαν να συμβαίνει σε μιαν άλλη χώρα και εμείς να μην έχουμε καμία σχέση μαζί του. Μιλάω, για όποιον δεν κατάλαβε, για την ευρωπαϊκή υποψηφιότητα του Αλέξη Τσίπρα, ο οποίος επελέγη από το Κόμμα της Ευρωπαϊκής Αριστεράς προκειμένου να διεκδικήσει τη θέση του προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
 
Μια πρώτη εξήγηση του φαινομένου είναι ότι ουδείς προφήτης στον τόπο του. Με άλλα λόγια, ότι μπορεί η υποψηφιότητα Τσίπρα να ενδιαφέρει πολύ περισσότερο τους πολίτες άλλων χωρών, ιδίως των χωρών του Νότου και της ευρωπαϊκής περιφέρειας,  που αναζητούν μια προοπτική αντίστασης απέναντι στους νεοφιλελεύθερους μονοδρόμους και στη γερμανική ηγεμονία. Και πολύ λιγότερο εμάς, που τον έχουμε κάθε μέρα εδώ κοντά μας να κατατρίβεται με την καθημερινότητα ή με τρέχουσες συγκρούσεις, πότε με Σαμαρά και πότε με Βενιζέλο, Στουρνάρα ή Μεϊμαράκη, για να μην αναφέρω τις εσωκομματικές τριβές. Είναι ίσως λίγο δύσκολο να δεις τον δικό σου τον άνθρωπο -παρά την αναμφισβήτητη δημοτικότητά του- ως ευρωπαϊκό σύμβολο, ως πρόσωπο που μπορεί να ενώσει ετερόκλητες ευρωπαϊκές δυνάμεις σε μια κοινή προοπτική.
 
Ας πάμε λίγο πίσω, στο Δεκέμβριο του 2013, όταν το Κόμμα της Ευρωπαϊκής Αριστεράς έδωσε στον Τσίπρα το χρίσμα. Τα κυβερνητικά κόμματα είχαν αντιδράσει εσπευσμένα, ενδεχομένως και κάπως άτσαλα, σπεύδοντας να χαρακτηρίσουν τις δυνάμεις που απαρτίζουν το ΚΕΑ περιθωριακά γκρουπούσκουλα. Η αμηχανία τους ήταν ωστόσο εμφανής. Αν και δεν είχαν οριστεί ακόμα οι εκπρόσωποι των υπόλοιπων ευρωπαϊκών πολιτικών ρευμάτων, ήξεραν πολύ καλά ότι όχι μόνο δεν είχαν την παραμικρή τύχη να δουν έναν δικό τους ηγέτη να διεκδικεί την ψήφο των Ευρωπαίων, αλλά διέβλεπαν ότι υπήρχε η πιθανότητα να αναγκαστούν να υποστηρίξουν κάποιους σκληροπυρηνικούς κεντροευρωπαίους τύπου Σόιμπλε, εν πάση περιπτώσει πολιτικούς που θα έμοιαζαν ενώπιον του ελληνικού λαού περισσότερο με σκληρούς δανειστές, παρά με εταίρους και ομοϊδεάτες.
 
Κι ακόμα, είχαν μέχρι τότε αποδυθεί σε μια εκστρατεία δυσφήμησης του ΣΥΡΙΖΑ και προσωπικά του Αλέξη Τσίπρα, με υπαινιγμούς ακόμα και για τα φτωχά αγγλικά του, εκστρατεία που είχε ως αιχμή της το επιχείρημα ότι τάχα οι δυνάμεις της Αριστεράς ψήφιζαν στα κοινοβούλιά τους εναντίον των ελληνικών συμφερόντων (ενώ οι δικοί τους σύμμαχοι, χριστιανοδήμοκράτες, σοσιαλδημοκράτες και φιλελεύθεροι ψήφιζαν… φιλελληνικά, τρομάρα τους). Και ξαφνικά, αφού κατάπιαν τα καλά λόγια του Όλιβερ Στόουν, ο οποίος εν πάση περιπτώσει δεν ψηφίζει στην Ευρώπη, έβλεπαν τον Αλέξη Τσίπρα με αισθητά βελτιωμένες τις επιδόσεις του στα αγγλικά, αλλά κυρίως με ευρωπαϊκό αέρα στα πανιά του να προτείνεται ως το πρόσωπο που ενώνει την αριστερά σε μια προοπτική διατύπωσης εναλλακτικής ευρωπαϊκής πρότασης, με κύρια χαρακτηριστικά της τον τερματισμό της λιτότητας, στρατηγικές ανάπτυξης μέσω ενός ευρωπαϊκού New Deal, επαναδιαπραγμάτευση του δημόσιου χρέους των χωρών, νέα μεταναστευτική πολιτική και φιλοπεριβαλλοντικές ρυθμίσεις στη βιομηχανία. Για πρώτη φορά έπειτα από δεκαετίες η ευρωπαϊκή Αριστερά βγαίνει από το περιθώριο, συντονίζεται και επιχειρεί να αρθρώσει συνολική εναλλακτική πρόταση. Και σ’ αυτή την ευτυχή συγκυρία αναθέτει στον Αλέξη Τσίπρα να την εκπροσωπήσει, προσβλέποντας προσεχώς και σε μελλοντικά καλά νέα από την Ελλάδα.
 
Καμία, έκπληξη, λοιπόν, με την απαξιωτική στάση των κυβερνητικών κομμάτων αλλά και των καθεστωτικών ΜΜΕ.
 
Ωστόσο, για μένα παραμένει ανοιχτό το ερώτημα τι είναι αυτό που βλέπουν οι Ιταλοί αριστεροί, για παράδειγμα, που έσπευσαν να δημιουργήσουν τη δική τους Lista Tsipras, και δεν το βλέπουμε εμείς. Τι είναι αυτό που μας κάνει να έχουμε καταχωνιάσει την ευρωπαϊκή υποψηφιότητα ενός έλληνα αριστερού ηγέτη που βγάζει την ελληνική Αριστερά στο προσκήνιο και υπόσχεται μελλοντικές αμφίδρομες επιδράσεις με την ευρωπαϊκή Αριστερά. Που επιβεβαιώνει τις προσδοκίες ότι η Ελλάδα με αριστερή κυβέρνηση, λίαν προσεχώς, θα διαμορφώσει τις αναγκαίες συνθήκες ώστε να κάμψει την αδιαλλαξία της ευρωπαϊκής ηγεσίας και να επιτύχει τον τερματισμό των μνημονίων και την επαναδιαπραγμάτευση των δανειακών συμβάσεων. Που σπάει τον πάγο της ευρωπαϊκής απομόνωσης της Ελλάδας και ανοίγει προοπτικές μελλοντικών συμμαχιών, πρώτα στον ευρωπαϊκό Νότο και μετά σε όλη την Ε.Ε.. Μια υποψηφιότητα, δηλαδή, που υπερβαίνει τα όρια του ΣΥΡΙΖΑ, ακόμα και της ελληνικής Αριστεράς, και αποκτά εθνική υπόσταση. Μια υποψηφιότητα που ξεπερνάει τα σύνορα της χώρας και σηματοδοτεί την επιλογή της ευρωπαϊκής Αριστεράς να διεκδικήσει έπειτα από πολλά χρόνια ηγεμονικό ρόλο,  επεξεργαζόμενη ένα δικό της σχέδιο έξω από τη δικτατορία των αγορών και τους μονόδρομους του νεοφιλελευθερισμού, μια γόνιμη επιστροφή στο δημοκρατικό και στο ευρωπαϊκό κεκτημένο, σε μια Ευρώπη της ειρήνης, της αλληλεγγύης, του πολιτισμού, της έρευνας και της καινοτομίας.
 
Ένα ολόκληρο σαββατοκύριακο η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ συνεδρίαζε. Κι αντί να πνεύσει ούριος ευρωπαϊκός άνεμος νίκης με σημαία την υποψηφιότητα Τσίπρα, προέκυψε και πάλι η θαμπή εικόνα περσινών ξαναζεσταμένων εσωκομματικών διλημμάτων και τριβές γύρω από διαδικασίες και υποψηφιότητες προσώπων.
 
Τι είναι, τέλος πάντων αυτό που βρίσκουν όλοι οι άλλοι στην υποψηφιότητα Τσίπρα και δυσκολευόμαστε τόσο πολύ να το δούμε εμείς; Και πόσο αρκούν αυτές οι σαράντα μέρες που έχουν απομείνει για να γίνει αντιληπτό, και κυρίως για να αναληφθούν όλες οι αναγκαίες πρωτοβουλίες ώστε να δοθεί η δυνατότητα και στον κάθε ψηφοφόρο να το αντιληφθεί;
 
Τι σου λείπει, σύντροφε, για να καταλάβω, και διστάζεις να παίξεις τον ιστορικό ρόλο που σου αναλογεί μέχρι το τέλος;