«Κατά τον [φιλόσοφο] René Girard, αυτό που καταλογίζουμε στα εξιλαστήρια θύματα δεν είναι η διαφορά τους από το κοινωνικό σώμα, αλλά το γεγονός ότι βρίσκονται σ’ εκείνο το οριακό σημείο ώστε να μη διαφέρουν καθόλου. Ο μηχανισμός δημιουργίας εξιλαστήριων θυμάτων κινητοποιείται ενάντια στις μειονότητες και στους «διαφορετικούς», αυτούς που ξεφεύγουν απ’ την κοινωνική νόρμα, αυτούς που θέτουν σε κίνδυνο τους κοινωνικούς θεσμούς και τις κοινωνικές ισορροπίες, αυτούς που δυνητικά απειλούν με ρήξεις και ανατροπές. Κινητοποιείται για να ρίξει πάνω τους τις ευθύνες της κρίσης, να τους καταστρέψει ή τουλάχιστον να τους αποκλείσει από την υπόλοιπη κοινότητα για να μην τη «μολύνουν» […]».  Έτσι περιγράφει έναν από τους συνήθεις τρόπους αποκλεισμού των χρηστών ναρκωτικών ουσιών η ψυχίατρος και επιστημονική υπεύθυνη της Μονάδας Απεξάρτησης Τοξικομανών Ψ.Ν.Α – 18 ΑΝΩ, Κατερίνα Μάτσα, στο βιβλίο της «Ψάξαμε ανθρώπους και βρήκαμε σκιές…». Και ήταν ένας τέτοιος μηχανισμός λοιπόν, ένας μηχανισμός δημιουργίας εξιλαστήριων θυμάτων, που ενεργοποιήθηκε και στην περίπτωση του 32χρονου Κώστα Ριζόπουλου, πρώην χρήστη, ο οποίος έχει ολοκληρώσει το δημόσιο πρόγραμμα απεξάρτησης και κοινωνικής επανένταξης του 18 ΑΝΩ.

Ο Κώστας Ριζόπουλος είναι ήδη τριάμισι χρόνια καθαρός.  Πριν δεκατρία χρόνια, όμως, και ενώ βρισκόταν στη χρήση, έκλεψε μία… ζάντα αυτοκινήτου. Λογικά δεν θα είναι η πρώτη φορά που διαβάζετε για την περίπτωσή του. Οι άνθρωποι του 18 ΑΝΩ έδωσαν μεγάλο αγώνα προκειμένου να μην εφαρμοστεί η απόφαση του Εφετείου, η οποία τον καταδίκαζε σε τετραετή φυλάκιση. Σε μια μεγάλη κινητοποίηση σχεδόν πριν έναν χρόνο, λίγες μέρες μετά την ανακοίνωση της καταδίκης (και μόλις ένα διήμερο μετά την Παγκόσμια Ημέρα Κατά των Ναρκωτικών!) επιτροπή της θεραπευτικής κοινότητας καθώς και η ίδια η Κατερίνα Μάτσα, επισκέφθηκαν τον τότε υπουργό Δικαιοσύνης  Χάρη Καστανίδη. Από εκεί έφυγαν με τη διαβεβαίωση του υπουργού ότι ο νόμος που επεξεργαζόταν εκείνη την περίοδο η νομοπαρασκευαστική επιτροπή του Υπουργείου, με πρόεδρο τον καθηγητή του ΑΠΘ Ν. Παρασκευόπουλο, θα φέρει σημαντικές αλλαγές στον κώδικα περί ναρκωτικών και σημαντικές βελτιώσεις στην αντιμετώπιση των εξαρτημένων. Μελετούσαν μάλιστα την μετατροπή των ποινών σε αναστολές όσων απεξαρτημένων έχουν ολοκληρώσει δημόσια προγράμματα.

Ο Κώστας ήταν φυγόποινος. Πρωτόδικα και ενώ ακόμα ήταν στην χρήση (2006) είχε καταδικαστεί σε εξαετή φυλάκιση. Είχε παρουσιαστεί στο δικαστήριο σε άσχημη από τις ουσίες κατάσταση και χωρίς δικηγόρο. Όταν μίλησα μαζί του στο τηλέφωνο, χθες, προσπάθησε να θυμηθεί την ιστορία από την αρχή: «Ήμουν χάλια. Το δικαστήριο μου διόρισε κάποιον δικηγόρο. Δεν νομίζω ότι ασχολήθηκαν περισσότερο από τόσο. Η απόφαση ήταν αρχικώς έξι χρόνια φυλακή με διετή αναστολή και την προτροπή τους να μπω σε πρόγραμμα απεξάρτησης». Λίγους μήνες μετά και πολύ πριν εξαντληθεί η αναστολή του, ο Κώστας παίρνει τη μεγάλη απόφαση να βάλει τέλος σε μια αδιάλειπτα νοθευμένη καθημερινότητα.

«Ο δρόμος προς την απεξάρτηση δεν είναι πάντοτε ευθύς» ξεκινά να εξηγεί η ειδική θεραπεύτρια του 18 ΑΝΩ, Σταματία Καράλη και συνεχίζει: «Μόνο σπάνιο δεν μπορεί κανείς να χαρακτηρίσει το φαινόμενο της υποτροπής κατά τη διάρκεια της διαδικασίας της απεξάρτησης. Ο Κώστας όμως δεν παραστράτησε ούτε για ένα λεπτό. Και η καθαρότητα, ξέρετε, δεν αποδεικνύεται με λόγο τιμής. Δεν σταμάτησε να δίνει ούρα ούτε κι όταν τελείωσε το πρόγραμμα, λόγω της δικαστικής του εκκρεμότητας. Από τη στιγμή που έφτασε εδώ μέχρι και σήμερα δεν σταμάτησε ποτέ να διεκδικεί το δικαίωμά του στη ζωή. Αυτό που τώρα ακόμα μία δικαστική απόφαση θέλει να του στερήσει.»
Ο Κώστας είναι φυγόποινος και σήμερα που μιλάμε. «Αν μου ζητήσεις να βάλω τίτλο στην ζωή μου, θα πω “ζωή με αναστολή”. Έτσι με έμαθαν.» μού λέει. «Το Πρωτόδικο δικαστήριο μου έδωσε αναστολή για να μπω σε πρόγραμμα. Μπήκα και κατάφερα και να το τελειώσω. Αμέσως μετά την καταδίκη μου από το Εφετείο, στράφηκα στο Πενταμελές Εφετείο Αναστολών ζητώντας να σταματήσει το ένταλμα μέχρι να εκδικαστεί η υπόθεσή μου στον Άρειο Πάγο. Το πετύχαμε και τότε πια ήμουν σίγουρος ότι θα δικαιωνόμουν. Είχαμε τις διαβεβαιώσεις του υπουργού αλλά και το αδίκημά μου δεν άξιζε αυτή την τιμωρία. Δεν περίμενα να με αθωώσουν, ήλπιζα όμως ότι ο Άρειος Πάγος θα αναγνώριζε ότι αφενός το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε γίνει υπό νορμάλ συνθήκες και αφετέρου ότι το Εφετείο έκρινε με βάση το ποινικό μου μητρώο και όχι με βάση την ίδια την πράξη.»

Το Πενταμελές Εφετείο Αναστολών, λοιπόν, πράγματι διακόπτει το ένταλμα και δίνει ακόμα μια αναστολή μέχρι τον Άρειο Πάγο. «Από το στάδιο της επανένταξης κιόλας» συνεχίζει ο Κώστας «είχα αρχίσει να δουλεύω. Ήμουν συμβασιούχος στον Δήμο Γαλατσίου. Η σύμβασή μου είχε λήξει και ως φυγόποινος δεν μπορούσα να την διεκδικήσω ξανά. Μάλιστα ο ίδιος ο Δήμαρχος μου έδωσε χαρτί για να το χρησιμοποιήσω στο δικαστήριο, με το οποίο ξεκαθάριζε πως αν δεχτεί το Εφετείο να μετατρέψει την ποινή μου σε αναστολή και κοινωφελή εργασία, εκείνος θα με έπαιρνε. Στο δικαστήριο δεν έδωσαν καμία σημασία. Ούτε τότε όμως το έβαλα κάτω. Έκανα διάφορες δουλειές, δούλεψα εργάτης, delivery, αποθηκάριος και περίμενα την ημέρα που θα τελείωναν οι δικαστικές μου εκκρεμότητες. Την ημέρα που θα έμπαινε τέλος στις “αναστολές”. Που θα ήμουν ελεύθερος να εργαστώ κανονικά, να προχωρήσω τη ζωή μου.»

«Με την προσφυγή μας στον Άρειο Πάγο» μου εξηγεί, με τη σειρά του, δηλώνει ο συνήγορός του Κωνσταντίνος Κοσμάτος «ζητούσαμε την αναστολή της ποινικής διαδικασίας.  Ένας από τους λόγους αναίρεσης ήταν και το γεγονός ότι στο Εφετείο ανέγνωσαν το ποινικό του μητρώο την ώρα που κρινόταν η ενοχή του και βάσει αυτού κρίθηκε τόσο η ενοχή του όσο και η ποινή του.» Υπάρχει λόγος που το επισημαίνει αυτό ο συνήγορος: όσοι έχετε βρεθεί σε δικαστήριο γνωρίζετε ότι το ποινικό μητρώο βρίσκεται κλειστό μέσα σε φάκελο. Είναι μια πρόβλεψη του Νομοθέτη προκειμένου να εξασφαλιστεί η αμεροληψία της Έδρας κατά την πρώτη απόφαση περί ενοχής ή μη. Αμέσως μετά ανοίγεται ο φάκελος για να αποφασιστεί και με βάση το ποινικό μητρώο η ποινή αυτή καθαυτή.

«Πέραν όμως από τους τύπους και τον νόμο» συνεχίζει ο Κωνσταντίνος Κοσμάτος «ο άνθρωπος κρίνεται και επί τη βάσει της προσωπικότητας και της μετάνοιάς του. Ακόμα και στο ποινικό του μητρώο αυτό που βρήκαν ήταν κλοπές. Γνωρίζετε φαντάζομαι ότι οι τρόποι για να εξασφαλίσει τη δόση του ένας τοξικομανής είναι τρεις: να είναι πλούσιος, να διακινεί ναρκωτικά ή να κλέβει. Ο Κώστας αυτό είχε κάνει αλλά και πάλι οφείλω να ξεκαθαρίσω σε αυτό το σημείο τι ακριβώς ήταν η “ληστεία” όπως την χαρακτήρισε το δικαστήριο. Ο Κώστας ήταν ακόμα στη χρήση. Βρέθηκε σε ένα συνεργείο για να φτιάξει το μηχανάκι του, θεώρησε ότι ενώ είχε δώσει τα χρήματα, δεν του έκαναν τη δουλειά που είχαν συμφωνήσει και επέστρεψε να τσακωθεί. Ο ιδιοκτήτης βλέποντας μπροστά του έναν τοξικομανή να φωνάζει, θεώρησε ότι είχε σκοπό τη ληστεία και του έδωσε το ταμείο. Ο Κώστας δεν το πήρε. Πήρε τη ζάντα ως ενέχυρο με σκοπό να εξασφαλίσει ότι θα γίνει η δουλειά του. Αυτά που σας λέω προκύπτουν από τις καταθέσεις τόσο του ίδιου του ιδιοκτήτη όσο και του ταμία που εργαζόταν εκεί. Μια απόφαση δικαστηρίου πρέπει να έχει κι έναν παιδαγωγικό χαρακτήρα. Οι θεραπευτές του κατέθεσαν έγγραφα που πιστοποιούσαν την επιτυχή προσπάθειά του. Τι μήνυμα τελικά δίνει αυτή η απόφαση;»

Το αδίκημα, λοιπόν, για το οποίο δικαζόταν ο Κώστας ήταν μικρό. Η προσπάθειά του να επανενταχθεί, από την άλλη, ήταν τεράστια και φανερή σε όλους. Τώρα για ποιον ακριβώς λόγο αποφασίζεται να στείλουν έναν τέτοιο άνθρωπο στη φυλακή;  Για να τον σωφρονίσουν ή για να τον τιμωρήσουν;

«Για κάθε κατηγορούμενο ισχύει το τεκμήριο της αθωότητας μέχρι να αποδειχθεί η ενοχή του. Στην περίπτωση των τοξικομανών, όσα χρόνια παρακολουθώ δικαστικές υποθέσεις, ο τοξικομανής πρέπει να αποδείξει την αθωότητά του γιατί αντιμετωπίζεται εκ των προτέρων ως ένοχος» λέει, μεταφέροντας την εμπειρία της, η ειδική θεραπεύτρια του 18 ΑΝΩ Σταματία Καράλη. Όσο για το τι μπορεί να σημαίνει η φυλακή για έναν τέτοιο άνθρωπο; «Καταστροφή» απαντά. «Στη φυλακή, όπως και στη χρήση, επικρατεί ο νόμος της ζούγκλας. Μαθαίνεις να ζεις με αυτούς τους όρους. Όρους και κανόνες τους οποίους, μέσω της διαδικασίας της ψυχολογικής απεξάρτησης, έχεις αφήσει πίσω. Έχεις αλλάξει τα πάντα, τον τρόπο που σκέφτεσαι, που ζεις, που αναπνέεις. Η πίεση όμως που δέχεσαι – και αυτό δεν φαντάζομαι ότι το ακούτε πρώτη φορά από μένα – από τους συγκρατούμενούς σου, οι οποίοι κάνουν χρήση, είναι αφόρητη. Υπάρχει ζήλια και ανταγωνισμός προς αυτόν που πέρασε από την άλλη μεριά. Κι εσύ αναγκάζεσαι να ακολουθήσεις τους όρους τους, διαφορετικά είσαι “μαμμόθρεφτο”. Αν δεν το κάνεις θα περάσεις δύσκολα. Δεν παριστάνω την Κασσάνδρα. Υπάρχουν καταγεγραμμένα εκατοντάδες περιστατικά: βιασμοί, λιντσαρίσματα, ξυλοδαρμοί… Και η πίεση δεν έρχεται μόνο από τους συγκρατούμενους. Η ίδια η ψυχολογία σου είναι αφόρητα πιεστική, χειρότερη ακόμη και από ό,τι στη χρήση, διότι τώρα σου έχουν στερήσει και την ελευθερία σου.»

 «Δεν ξέρω σε τι να ελπίζω» μου λέει ο Κώστας. «Έρχονται διαρκώς εικόνες της φυλακής στο μυαλό μου και φτιάχνω σενάρια. Αν στο κελί μου πίνουν, τι θα τους πω; Σας παρακαλώ σεβαστείτε με, έχω τελειώσει πρόγραμμα; Ή μήπως θα ζητήσω από τον δεσμοφύλακα να με αλλάξει γιατί εκεί όπου με έχουν κάνουν χρήση; Και να υποστώ όλες τις ταπεινώσεις της φυλακής, όπως τον τακτικό γυμνό σωματικό έλεγχο. Και ας υποθέσουμε ότι καταφέρνω να εκτίσω την ποινή μου χωρίς την παραμικρή υποτροπή. Βγαίνοντας θα είμαι πάλι στο μηδέν. Μέχρι τώρα είχα καταφέρει να τελειώσω το Γυμνάσιο. Θα τελείωνα και το Λύκειο, έχω αρχίσει και Αγγλικά. Μετά; Μετά θα είμαι ένας πρώην χρήστης με αποφυλακιστήριο.»  Όσο για το πώς νιώθει ως φυγόποινος; «Ασφαλώς και δεν μου αρέσει» απαντά ο Κώστας. «Γιατί και έξω που είμαι δεν μπορώ να κάνω κάτι. Να γνωρίσω ένα κορίτσι και να του πω τι; “Ξέρεις μπορεί να μπω φυλακή;” Αν με ρωτάς τι φοβάμαι, εδώ που έχω φτάσει δεν έχω κάτι να μου πάρουν. Το μόνο που έχουν να μου πάρουν είναι οι μέρες που είμαι καθαρός…»

Κι όμως υπάρχουν και κάποιες σκέψεις που τον κάνουν να ελπίζει. Οι «σημαντικές αλλαγές» στον κώδικα περί ναρκωτικών που μελετά από πέρυσι το Υπουργείο Δικαιοσύνης, κατά δήλωση του τότε υπουργού.  Μια δικαίωση από το Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Ή, ακόμα, μια απονομή χάριτος από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. (Έχει ξαναγίνει στο παρελθόν, με τη γνωστή υπόθεση του «Άγγελου», ή αλλιώς του Χρήστου Ρούσσου, του άντρα που σκότωσε τον εραστή του γιατί τον εξωθούσε στην πορνεία και 15 χρόνια φυλακής αργότερα έλαβε «χάρη» που υπέγραψε το 1990 ο τότε  Πρόεδρος της Δημοκρατίας.)
Αντί επιλόγου…

Η περίπτωση του Κώστα Ριζόπουλου δεν είναι μοναδική. Και δεν είναι η πρώτη φορά που στο άκουσμα μιας τέτοιας καταδίκης αναρωτιέμαι τι στην ευχή επιχειρείται. Ο δρόμος προς την απεξάρτηση, όπως εύγλωττα εξήγησε η θεραπεύτρια του 18 ΑΝΩ, δεν είναι ευθύς. Δεν είναι ούτε εύκολος. Αφήνει και σημάδια. Ο αποφυλακισμένος έχει ίσως κάποιο τατουάζ για να θυμάται. Ο απεξαρτημένος έχει εκείνη τη φωνή, «τη φωνή της χρήσης», όπως μου είπε κάποτε ένας πρώην χρήστης. Μια φωνή που θα ήθελε να σβηστεί για πάντα από τη μνήμη του. Μια μνήμη που την επαναφέρουν οι χαρακιές στα χέρια απ’ όταν σκάλιζε το δέρμα του για να βρει μια καλή φλέβα.

Οι άνθρωποι, λοιπόν, εκείνοι που καταφέρνουν να διανύσουν τον δρόμο μέχρι τέλους και να βρεθούν στην αντίπερα όχθη, όχι απλώς δεν θα έπρεπε να τιμωρούνται για αδικήματα που διέπραξαν στη χρήση αλλά θα έπρεπε να έχουν την απόλυτη στήριξη πρώτα απ’ όλα του κράτους, ώστε να έχουν και τη στήριξη της κοινωνίας. Αντ’ αυτού η δικαστική εξουσία, ανάλγητη, σαν πεισμωμένο ζώο, τους οδηγεί πίσω στο δρόμο της χρήσης. Διότι – και αν η δικαστική εξουσία δεν το ξέρει αυτό, τότε ποιος το ξέρει; – δεν υπάρχει πιο σίγουρος τρόπος να υπονομευθεί ο αγώνας ενός απεξαρτημένου από το να κλειστεί κάπου όπου η χρήση ναρκωτικών είναι ολόγυρά του, μέσα στο κελί του, επιτίθεται στο σώμα και στο μυαλό του κάθε μέρα;

Όσες φορές κι αν τύχει να σταθείς σε δικαστήριο που δικάζει τοξικομανή, το πρόσωπο των δικαστών είναι το ίδιο: εκείνο το πρόσωπο που σχεδόν με σιχαμάρα και με την απόσταση που νιώθει να τον χωρίζει η κοινωνική του θέση, θέλει να τελειώνει με την υπόθεση για να εξαφανιστεί το μίασμα από μπροστά του. Και με την απόφασή του μοιάζει να νιώθει σχεδόν εντεταλμένος να εξασφαλίσει την προστασία τόσο του εαυτό του όσο και της υπόλοιπης κοινωνίας. Από τι αλήθεια; Από ανθρώπους που ξαναβρήκαν τη ζωή, που ξαναβρήκαν τρόπο να προσφέρουν, που μας δείχνουν ότι υπάρχει ελπίδα, ότι υπάρχει «επιστροφή»; 

 Είμαι άραγε η μόνη που και στην περίπτωση του Κώστα Ριζόπουλου αναγνωρίζω ότι οι δικαστικές αποφάσεις που τον βαρύνουν συγκαλύπτουν με τον πιο επαίσχυντο τρόπο τα αίτια που τον οδήγησαν στη χρήση; Διαστρέφουν την υπόστασή του ως το σημείο να μην είναι παρά ένας «υπό την επήρεια ληστής»; Ο οποίος, έτσι, δεν μας αφορά καθόλου αν θεραπεύτηκε, αν βρίσκεται ξανά μαζί μας; Ή μήπως, στην πραγματικότητα, μας θυμώνει που θεραπεύτηκε, που έπαψε να είναι σκιά;