Αν κάποιος αξίζει να πάρει τον τίτλο του πιο σημαντικού Αμερικάνου διπλωμάτη του 21ου αιώνα αυτός δεν είναι άλλος από τον… Ντένις Ρόντμαν, ο οποίος μετά τον τίτλο του πιο παρανοϊκού NBAer αποφάσισε να ασχοληθεί με τις διεθνείς σχέσεις. Έτσι, από το 2013, έχει επισκεφτεί έξι φορές τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κορέας και είναι προσωπικός φίλος του Κιμ Γιονγκ Ουν και βέβαια είναι αυτός που έκλεψε την παράσταση με τους λυγμούς συγκίνησής του κατά την ιστορική χειραψία των Ντόναλντ Τραμπ και Κιμ Γιονγκ Ουν, η οποία έλαβε χώρα στα πλαίσια της συνάντησης κορυφής της Σιγκαπούρης, τον Ιούνιο που μας πέρασε.
Πρόκειται, το δίχως άλλο, για μια εντυπωσιακή σκηνή η οποία σε όλα τα δυτικά ΜΜΕ έπαιξε αρκετά μαζί με σχόλια για τον ρόλο των ΗΠΑ που αγκαλιάζουν όλο το φάσμα, από υπέρμετρες κραυγές επικρότησης της “εξωτερικής πολιτικής Τραμπ” ως τον βαθύ σκεπτικισμό για την επόμενη ημέρα. Πάντως ένα είναι σίγουρο για τη Δύση: στο κέντρο της εικόνας είναι η πολιτική Τραμπ.
Στο παρόν άρθρο θα επιχειρήσω να αποδομήσω αυτή την εικόνα και μάλιστα να πω ότι για πρώτη φορά μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, σε μια περιοχή συμφερόντων των Η.Π.Α, ο πλανητάρχης κλήθηκε να επικυρώσει μια συμφωνία που αποφασίστηκε χωρίς αυτόν και μάλιστα σε ένα εντελώς διαφορετικό πλαίσιο διεθνών σχέσεων. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή…
Χόκει στον πάγο…
Στις δηλώσεις του για την Πρωτοχρονιά του 2018, ο Κιμ Γιονγκ Ουν είχε δηλώσει ότι θα συνεχίσει να προσπαθεί για την ειρήνευση στην Κορεάτικη χερσόνησο, προσκαλώντας μάλιστα τις αρχές της Ν.Κορέας να “ανταποκριθούν θετικά στις ειλικρινείς προσπάθειές για μια συμφιλίωση, αντί να προκαλέσουν την επιδείνωση της κατάστασης, προσχωρώντας στις απερίσκεπτες κινήσεις των Η.Π.Α προς έναν πυρηνικό πόλεμο που απειλεί το πεπρωμένο ολόκληρου του έθνους, καθώς και την ειρήνη και τη σταθερότητα στη γη αυτή”. Η κλήση του Κιμ Γιονγκ Ουν βρήκε ανταπόκριση από τον νέο Πρόεδρο της Ν.Κορέας και ηγέτη του Δημοκρατικού Κόμματος της Ν.Κορέας, Μουν Τζε-ιν. Όπως όλα έδειξαν τους μήνες που ακολούθησαν, οι δύο ηγέτες αποφάσισαν να συνεχίσουν από κοινού τις συνομιλίες για την ειρήνη βάζοντας στην άκρη (προσωρινά) τον Πρόεδρο των Η.Π.Α και ανοίγοντας το τραπέζι των διαπραγματεύσεων και στην Κίνα.
Σαν πρώτη κίνηση καλής θέλησης υπήρξε η μαζική συμμετοχή της Β.Κορέας στους Χειμερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες που διεξήχθησαν στη Ν.Κορέα. Μάλιστα οι εκπλήξεις δε σταμάτησαν στην κοινή παρέλαση των δυο χωρών (όπως έδειξαν κυρίως τα ΜΜΕ), αλλά υπήρξε και μια κοινή ομάδα. Η μεικτή γυναικεία ομάδα χόκει επί πάγου, με αθλήτριες κι από τις δύο χώρες, μπορεί να μην εντυπωσίασε με την απόδοσή της, όμως κατάφερε να κάνει χιλιάδες ανθρώπους να ουρλιάζουν από έκσταση. Σαν να μην έφταναν τα παραπάνω, αντί της ανάκρουσης των δύο (διακριτών) εθνικών ύμνων, τα μεγάφωνα έπαιζαν τον ανεπίσημο “εθνικό ύμνο της Κορέας”, το παραδοσιακό τραγούδι Arirang.
Κι αν τα παραπάνω εντάσσονται κυρίως στην κατηγορία του θεάματος, η πιο εντυπωσιακή κίνηση γράφτηκε στις 27 Απριλίου του τρέχοντος έτους. Στην πόλη Πανμουντζιόμ της Ν.Κορέας -εκεί που στις 22 Ιουλίου 1953 είχε υπογραφεί η συνθήκη κατάπαυσης του πυρός του Κορεάτικου πολέμου- οι Κιμ Γιονγκ Ουν και Μουν Τζε-ιν υπογράφουν συνθήκη ειρήνης. Το σύντομο αυτό κείμενο, πέραν των όσων τεχνικών ζητημάτων θέτει για συνεργασία, επανένωση των οικογενειών και διακρατικές συμφωνίες, για πρώτη φορά θέτει ζήτημα πλήρους αποπυρηνικοποίησης όλης της Κορεάτικης Χερσονήσου. Αυτό μάλιστα υπήρξε ένα ισχυρό πλήγμα για τις Η.Π.Α οι οποίες εξόπλιζαν με μεγάλη σπουδή τη Νότια Κορέα με πυρηνικά από το 1958 ως το 1991 (το peak αυτής της δραστηριότητας υπήρξε το 1967 όπου οι Η.Π.Α, ούτε λίγο, ούτε πολύ έστειλαν 950 πυρηνικές κεφαλές!). Μάλιστα το σχετικό πρόγραμμα περιορισμού των πυρηνικών της Ν.Κορέας είχε ξεκινήσει μόλις το 2011.
Συνεπώς, τα ως τώρα δεδομένα δείχνουν ότι ο Πρόεδρος Τραμπ στην ουσία κατάφερε να δώσει ένα ακόμα τηλεοπτικό σόου, στο οποίο βασικά επικύρωσε τη συμφωνία που είχε ήδη προαποφασιστεί μεταξύ Βόρειας και Νότιας Κορέας, χωρίς τη δική του συμβολή. Σα να μην έφταναν τα παραπάνω, ο Τραμπ είδε τον Μουν Τζε-ιν να πηγαίνει στη Μόσχα στις 22 Ιουνίου και να διασφαλίζει από εκεί ότι οι αποφάσεις της συνάντησης κορυφής της Σιγκαπούρης θα προχωρήσουν. Ποιος όμως είναι αυτός που όντως δίνει τα εχέγγυα ότι αυτή η κίνηση των δύο χωρών θα έχει συνέχεια;
Προς μια νέα παγκοσμιοποιημένη πολιτική κινέζικου τύπου…
Ήδη από τον Γενάρη του 2017, ο Σι Ζινπίνγκ, ο Κινέζος πρωθυπουργός, είχε δώσει μια σημαντική ομιλία στο Οικονομικό Φόρουμ του Νταβός η οποία προετοίμαζε το έδαφος για την ανάδυση του νέου ρόλου της Κίνας στα παγκόσμια πράγματα. Σε πλήρη αντιδιαστολή με την αφήγηση “make America great again” του Τραμπ, ο Σι Ζινπίνγκ περιέγραφε τα νέα στοιχεία μιας παγκοσμιοποιημένης πολιτικής ατζέντας. Σε αυτή περιλαμβάνεται το παγκόσμιο πρόγραμμα “Μια ζώνη, ένας δρόμος” -που στη Δύση είναι γνωστό ως “Νεός Δρόμος του Μεταξιού”- και βέβαια η οικοδόμηση της Ζώνης Ελευθέρων Συναλλαγών της Ασίας-Ειρηνικού, η οποία θα προάγει τις διαπραγματεύσεις εκ μέρους εκείνης της πλευράς του πλανήτη για τη δημιουργία ενός παγκόσμιου δικτύου συμφωνιών ελεύθερου εμπορίου, κόντρα στα αμερικάνικα συμφέροντα. Μάλιστα ήδη από τότε, πριν δηλαδή ο Τραμπ ξεκινήσει τον εμπορικό πόλεμο στην Κίνα με την αύξηση των δασμών, είχε δηλώσει ότι δεν έχει καμία πρόθεση να ενισχύσει την εμπορική ανταγωνιστικότητά της υποτιμώντας το κινέζικο γουάν, κάτι το οποίο φαίνεται να υποστηρίζει ακόμα και σήμερα, και το οποίο μοιάζει να λειτουργεί υπέρ του.
Το παγκοσμιοποιημένο κινέζικο πρόγραμμα προφανώς είναι ένα επιθετικό πρόγραμμα “νέου τύπου” απέναντι σε όσα γνωρίζαμε ως τώρα ως κυρίαρχα, με βάση πάντα το μοντέλο επιβολής των Η.Π.Α. Η περίπτωση της Κορέας δεν είναι η μοναδική, όπου τα δύο κράτη θεωρούν de facto ότι η Κίνα είναι η ηγέτιδα χώρα που θα επικυρώσει τις διαπραγματεύσεις. Στην πιο πρόσφατη μελέτη που έχουμε διαθέσιμη η κινέζικη επέκταση στην Αφρική, χαρακτηρίζεται από ένα μοντέλο κυρίως διμερών διακρατικών συμφωνιών, το οποίο βασίζεται σε κυβερνητική βοήθεια ή επίσημα κανάλια διανομής, σε πλήρη αντίθεση με την βοήθεια όπως παρέχεται από τις Η.Π.Α και την Ε.Ε. που κυρίως επιχειρούν στην Αφρική μέσω ΜΚΟ. Επιπρόσθετα, η Κίνα επικεντρώνεται στις υποδομές, την καινοτομία και τις εξαγωγές, με το περισσότερο από το 70% των κινεζικών οικονομικών ενισχύσεων στις αφρικανικές χώρες να στοχεύουν στην κατασκευή υποδομών. Αυτό φέρνει σήμερα την Κίνα, να παρέχει πάνω από το 30% της συνολικής αξίας των έργων υποδομής σε όλη Αφρική, κάτι που τη φέρνει στην πρώτη θέση σε σχέση με τις άλλες χώρες. Φυσικά κάτι τέτοιο δεν εμπνέεται από διεθνιστικά σοσιαλιστικά ιδεώδη, αλλά από τον κινέζικο τρόπο επιβολής μέσω των ενισχύσεων “αμοιβαίου ενδιαφέροντος και κέρδους”, όπου προφανώς μεταφέρονται και μια σειρά από κινέζικα οικονομικά και πολιτικά αυταρχικά χαρακτηριστικά· η κατάσταση στο δικό μας λιμάνι του Πειραιά επί των ημερών της Cosco είναι ενδεικτική.
Συμπερασματικά, όπως αναφέρει και η Elizabeth Economy στο τελευταίο της βιβλίο The Third Revolution: Xi Jinping and the New Chinese State, ένα από τα «μεγάλα παράδοξα» της Κίνας είναι η προσπάθεια που καταβάλει ο Σι Ζινπίνγκ να κάνει δύο πράγματα ταυτόχρονα. Από τη μία να εγγυηθεί μια νέα παγκοσμιοποίηση σε αντίθεση με την αμερικανοκεντρική πολιτική του Τραμπ κι από την άλλη να συνεχίσει να περιορίζει την ελεύθερη ροή κεφαλαίων, πληροφοριών και αγαθών και βέβαια να εντείνει τους εσωτερικούς πολιτικούς ελέγχους στον δικό της πληθυσμό.
Στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με την Ε.Ε.
Αν αφήσουμε στην άκρη αυτό το μεγάλο κινέζικο παράδοξο και επικεντρωθούμε στο τώρα, θα παρατηρήσουμε ότι η Κίνα προσπαθεί να αντιμετωπίσει την Ε.Ε από την άποψη της διεθνούς πολιτικής, υποστηρίζοντας ενεργά τη διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, θεωρώντας ότι θα αποτελέσει έναν ακόμα ισόκυρο και ισοδύναμο πόλο στο διεθνές πεδίο. Από την πλευρά της, η Ε.Ε. επιμένει πέρα από τα γνωστά ζητήματα (κλιματική αλλαγή και ανθρώπινα δικαιώματα) σε μια οικονομική πολιτική η οποία περιλαμβάνει έμμεσα δασμολογικά εμπόδια (όπως είναι o λεγόμενος δασμός αντιντάμπινγκ, η προστασίας της πνευματικής ιδιοκτησίας κα.) προκειμένου να περιορίσει τις εξαγωγές της Κίνας προς την Ε.Ε ασκώντας ταυτόχρονα πίεση προς την ανατίμηση του κινέζικου γουάν. Αυτή η διαρκής διαπραγμάτευση έχει έναν μελλοντικό στόχο: την αλλαγή στο συσχετισμό στις υψηλές θέσεις σημαντικών οργανισμών όπως είναι το ΔΝΤ και οι G7 και G20. Ειδικά το ΔΝΤ αποτελεί έναν ιδιαίτερο “καημό” της κινεζικής κυβέρνησης, καθώς ενώ αυξάνει την οικονομία της και την επιρροή της και εντός του οργανισμού -εκτός από το τι συμβαίνει στον υπόλοιπο κόσμο- εντούτοις το ΔΝΤ είναι κυρίως αμερικάνικο-ευρωπαϊκή υπόθεση.
Η Κορέα δείχνει το δρόμο για το μέλλον;
Στο διάστημα του τελευταίου εξαμήνου, οι σχέσεις Κίνας – Β.Κορέας είναι σχέσεις συνεργασίας σε πολλά επίπεδα. Ο Κιμ Γιονγκ Ουν και ο Σι Ζινπίνγκ έχουν ανταλλάξει τουλάχιστον τρεις δημόσιες επισκέψεις με αφορμή την επερχόμενη συνθήκη ειρήνης και τη συνάντηση κορυφής της Σιγκαπούρης. Σε αυτή τη διαδικασία είναι σαφές ότι πλέον η Κίνα είναι ο σημαντικός εταίρος που θα καθορίσει τις εξελίξεις, κυρίως γιατί ως τέτοιον τον χρίζουν οι άμεσα ενδιαφερόμενοι ηγέτες, Κιμ και Μουν. Εν τέλει σε αντίθεση με την εικόνα του σκληρού και άκαμπτου, υπέρμετρα γραφειοκρατικού Κράτους, κατάλοιπο της όμοιας αντίληψης που γεννήθηκε στη Δύση για τα καθεστώτα των πρώην Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών, η Κίνα σήμερα φαίνεται να γίνεται ο καλύτερος μαθητής του σύγχρονου καπιταλιστικού μοντέλου διακυβέρνησης. Έτσι, ο μηχανισμός λήψης αποφάσεων γίνεται πιο “επιστημονικός”, δημοκρατικός -με βάση τα ευρωπαϊκά πρότυπα- τυποποιημένος και συνεπής. Το κρατικοκαπιταλιστικό υβρίδιο της δεκαετίας του ‘80 και ‘90 δίνει τη θέση του σε μια σειρά από μακρόπνοα πλάνα που περιλαμβάνουν πλήρεις αναπτυξιακές στρατηγικές, βγαλμένες από τα όνειρα των εν Βρυξέλαις γραφειοκρατών. Έτσι, βρίσκουμε στη σύγχρονη Κίνα αποφάσεις που αφορούν από τον οικονομικό σχεδιασμό έως την ολοκληρωμένη ανάπτυξη, από τη μικροοικονομική παρέμβαση έως τη μακροοικονομία κι από την κυριαρχία των οικονομικών δεικτών έως την καθοδήγηση μέσω δεικτών για τις δημόσιες υπηρεσίες. Μέσω της συνεχούς έρευνας, της προσαρμογής και της μεταρρύθμισης των πρακτικών διακυβέρνησης, το σύστημα διακυβέρνησης της Κίνας κατάφερε αναπτύξει μια σειρά από νέες φόρμες, αποτελεσματικές και ταυτόχρονα ελκυστικές για το κεφάλαιο και την ανάπτυξη. Φυσικά, όπως μας διδάσκουν οι ταινίες με υβριδικές μορφές ή τέρατα τύπου Φρανκεστάϊν, πρέπει να αναμένεται η στιγμή που κάτι θα πάει λάθος και η ζωή του γίγαντα που ξυπνάει θα συνδεθεί με την καταστροφή του εργαστηρίου που τον γέννησε.