Ήταν μόλις τρεις ημέρες μετά τις εκλογές του Ιουλίου, όταν ο Σύνδεσμος Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών (ΣΕΒ) προσέφυγε στο Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ), ζητώντας να μην αυξηθούν οι μισθολογικές τριετίες (αύξηση για κάθε κλεισμένη τριετία σε ασφαλισμένους εργαζόμενους).

Σύμφωνα με το σκέπτικό του ΣΕΒ, η σχετική εγκύκλιος που εξέδωσε το υπουργείο Εργασίας στις 18 Φεβρουαρίου, είναι άκυρη καθώς, πέρα του ότι δεν είχε δημοσιευτεί στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης, με βάση την μνημονιακή νομοθεσία (ν.4172/2013 και 4093/2012), ο κατώτατος μισθός ορίζεται ως μοναδιαία αξία (ποσό) αναφοράς και οι τριετίες δεν πρέπει να αυξηθούν έως ότου το ποσοστό της ανεργίας υποχωρήσει σε μονοψήφιο ποσοστό.

Παράλληλα, υπογραμμίζουν ότι η απόφαση της προηγούμενης κυβέρνησης, ελήφθη χωρίς να έχει προηγηθεί η απαραίτητη διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους. Σημειώνεται ότι στην εγκύκλιο του υπουργείου Εργασίας προβλέπεται ο καθορισμός του κατώτατου μισθού με βάση τις τριετίες, ως εξής: Για τους έχοντες 0-3 έτη προϋπηρεσίας, 650 ευρώ, για τους έχοντες 3-6 έτη προϋπηρεσίας 715 ευρώ, για τους έχοντες 6 – 9 έτη προϋπηρεσίας, 780 ευρώ και για τους έχοντες άνω των 9 ετών προϋπηρεσία, στα 845 ευρώ.

Την Τρίτη, το Συμβούλιο της Επικρατείας συνεδρίασε για το θέμα, χωρίς να εκδόσει κάποια απόφαση ή ανακοίνωση. Μάλιστα, κατά πληροφορίες, η απόφασή του αναμένεται να ανακοινωθεί εντός του 2020. Παρόντες στη συνεδρίαση ήταν εκπρόσωποι του υπουργείου Παιδείας, του ΣΕΒ και της ΓΣΕΕ.

Διαβάστε σχετικά με την προσφυγή του ΣΕΒ στο ΣτΕ:

Οι Βιομήχανοι προσέφυγαν στο ΣτΕ κατά των τριετιών

Υπέρ των τριετιών η ΓΣΕΕ

Ανακοίνωση με την οποια υποστηρίζει πως περασπίστηκε τις τριετίες στο ΣτΕ εξέδωσε η Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδας (ΓΣΕΕ).

Όπως αναφέρεται στην ανακοίνωση, η ΓΣΕΕ υπερασπίστηκε με νομικά επιχειρήματα ότι οι προσαυξήσεις των τριετιών δεν έχουν καταργηθεί, «αφού η αρμοδιότητα του υπουργού Εργασίας να καθορίζει τον κατώτατο μισθό και ημερομίσθιο οριοθετήθηκε νομοθετικά και αφορά μόνο στο ελάχιστο ποσό αναφοράς, χωρίς να θιγούν οι διατάξεις των προσαυξήσεων των τριετιών, οι οποίες εξακολουθούν να ισχύουν κανονικά».

«Ο ΣΕΒ και άλλες εργοδοτικές οργανώσεις υποστήριξαν ότι οι νομοθετικές διατάξεις για τις τριετίες, που, εκτός των άλλων, αποτέλεσαν επί σειρά ετών περιεχόμενο των Εθνικών Γενικών Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας, έχουν καταργηθεί. Η ΓΣΕΕ όρθωσε ανάχωμα υπεράσπισης των επιδομάτων τριετιών στο Συμβούλιο της Επικρατείας, με σκοπό να επιβεβαιωθεί η ισχύς τους, ώστε να μην επέλθει χειροτέρευση των μισθολογικών όρων εργασίας μεγάλου αριθμού εργαζομένων, που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό. Την ίδια μέρα, στο Συμβούλιο της Επικρατείας, η ΓΣΕΕ υπεραμύνθηκε του κύρους και της ισχύος της υπουργικής απόφασης, με την οποία κηρύχθηκε γενικά υποχρεωτική η από 30-7-2018 κλαδική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας (ΣΣΕ) “για τους όρους αμοιβής και εργασίας των εργαζομένων σε επιχειρήσεις μεταλλευτικές, λιγνιτωρυχείων ορυχείων, επεξεργασίας εμπλουτισμού ή μεταποίησης μεταλλευμάτων ορυκτών, μελετών και εκμετάλλευσης”» προσθέτει η ΓΣΕΕ.

Παράλληλα, η Συνομοσπονδία υποστήριξε ότι πρέπει να εξακολουθήσουν να ισχύουν σε όλους τους εργαζόμενους του κλάδου οι όροι της επεκταθείσας ΣΣΕ, «παρά την προσπάθεια του Συνδέσμου Μεταλλευτικών Επιχειρήσεων, ο οποίος ζητά την ακύρωση της απόφασης αυτής και τη συνακόλουθη αποδέσμευση των επιχειρήσεων του κλάδου από τους όρους της συλλογικής ρύθμισης, με σκοπό τη μείωση των μισθών στα κατώτατα όρια».

Σύμφωνα με τη ΓΣΕΕ, «η άρνηση των εργοδοτικών οργανώσεων να παράσχουν τα αναγκαία στοιχεία των μελών τους, συχνά δυσχεραίνει τη δυνατότητα του υπουργού εργασίας να κηρύσσει γενικά υποχρεωτική μία κλαδική ΣΣΕ. Η δυνατότητα αυτή, άλλωστε, έχει ήδη ναρκοθετηθεί με τις πρόσφατες ρυθμίσεις του ν. 4635/2019, που παρέχει σε επιχειρήσεις ευρέα περιθώρια εξαιρέσεων από μέρος ή το σύνολο της συλλογικής σύμβασης εργασίας ή διαιτητικής απόφασης, που κηρύσσεται υποχρεωτική. Στο πλαίσιο αυτό, επικαιροποιείται, για μία ακόμη φορά, η θέση της ΓΣΕΕ για την ανάγκη άρσης όλων των περιορισμών και διευκόλυνσης της επέκτασης ΣΣΕ και δη που εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον και την ανάγκη ύπαρξης ομοιόμορφων όρων εργασίας στον κλάδο, αποτρέποντας τον αθέμιτο ανταγωνισμό μεταξύ των επιχειρήσεων που γίνεται με βάση το μισθολογικό κόστος» σημειώνει η Συνομοσπονδία.