Του Αντώνη Ανδρουλιδάκη
Το άρθρο στολίζει το έργο του Picasso: The Artist and His Muses

Σε αντίθεση μάλιστα με την εμμονική μας προσήλωση στα «δίδυμα ελλείμματα», μοιάζει να μην μας απασχολεί καν το ότι ζούμε σε μια «παρανοϊκή» εποχή, όπου κανείς πια δεν εμπιστεύεται κανέναν. Κάποιος κίνδυνος παραμονεύει παντού, κάθε στιγμή, σε κάθε σχέση. Και αυτό είναι τόσο δεδομένο, όσο ότι πρέπει με κάθε κόστος να κλείσει αυτό το διαβολεμένο έλλειμμα του προϋπολογισμού. Οι Άλλοι είναι αναξιόπιστοι και εν δυνάμει ύποπτοι και κακοπροαίρετοι. Είναι τόσο κοινό και συνηθισμένο τούτο το έλλειμμα, ώστε, τι «κρίμα» γαμώτο, δεν αντέχει να αφορά ένα μικρό ποσοστό των Άλλων, για να μπορούμε ύστερα με άνεση να τους ορίσουμε τρελούς, διαταραγμένους ή αποκλίνοντες.  Εδώ είμαστε όλοι. Καθημερινά παρανοειδείς, εγκλωβισμένοι σ’ έναν παρανοειδή τρόπο του σχετίζεσθαι.

Από τον Τσίπρα έως το μανάβη στη λαϊκή, κύριο χαρακτηριστικό της σκέψης μας, η γενικευμένη καχυποψία, η δυσφορία της αγωνίας ότι οι Άλλοι, οι Αυτοί, θα μας παραπλανήσουν, θα μας εκμεταλλευτούν, θα μας απορρίψουν ή θα μας εγκαταλείψουν σαν στυμμένες λεμονόκουπες. Οργανώσαμε ολόκληρη τη ζωή μας γύρω από την ψευδαίσθηση ότι απειλούμαστε, τόσο στο συλλογικό, όσο και στο ατομικό επίπεδο. Ζωές ολόκληρες ξοδεμένες στην αποτροπή της προσπάθειας των άλλων να μας ταπεινώσουν στην καπιταλιστική αρένα. Και ψηλά από τα αυτοκρατορικά θεωρεία, οι λογής ελίτ υψώνουν το μέσο δάχτυλο.

Αδύναμοι να μανατζάρουμε τη δυσκολία μας να εμπιστευτούμε, προτιμήσαμε να βάλουμε φρένο στον ανθρωποποιητικό πυρήνα μας: τη συναισθηματική μας έκφραση. Και το να μοιραστούμε το πως νιώθουμε πραγματικά, έμοιασε τώρα το πιο ριψοκίνδυνο «κασκαντεριλίκι».  

Μπροστά στο Φόβο ότι αν ανοιχτούμε στους άλλους θα πληγωθούμε και θα πονέσουμε, προτιμήσαμε να «βγούμε από την πρίζα», να οριστούμε ως άψυχα προσωπεία, εντυπωσιακών μονολόγων και βλοσυρής σοβαροφάνειας. Ούτε με τον εαυτό μας δεν μπορούμε να γελάσουμε πια.

Κι όταν, τελικά, μας έλειψε η εμπιστοσύνη, βγήκαμε στη ζητιανιά να πάρουμε απ’ τον Άλλο. Σε μια ακόρεστη, διαρκή, ανάγκη να επιβεβαιώσουμε την εμπιστοσύνη του. Και αναρωτιέμαι ποιά ιστορία, των μικρών ανθρώπινων πραγμάτων, θα καταγράψει άραγε ποτέ τις φιλίες, τους έρωτες, τις νύχτες, τους Άλλους, που εξαντλήθηκαν μπρος στην ανακριτική μας αμετροέπεια που ζητά πάντα, όλο και πιο πολύ, την απόλυτη πίστη, την ολόπλευρη αφοσίωση, απαιτώντας το «τίποτα», επειδή νόμισε πως δεν  είχε το «όλα».

Εκπαιδευτήκαμε για τα καλά, πως η όποια ενδιάμεση κατάσταση, οτιδήποτε ανάμεσα στο μαύρο της οριστικής απώλειας και το άσπρο της εξιδανικευμένης παρουσίας, είναι κάτι που δεν αντέχεται. Η απροσδιοριστία των αληθινών ανθρωπίνων σχέσεων υποτάχθηκε στον ετσιθελικό ντετερμινισμό των τηλεοπτικών διαφημίσεων, όπου όλοι είναι αξιαγάπητοι, «αγνοί», γεμάτοι εμπιστοσύνη και χαμόγελα. Τσιμουδιά για το ότι πρόκειται για 30 δευτερόλεπτα το πολύ.

Ανεπίγνωστα φιλοτεχνήσαμε το κεκοσμημένο κέλυφος της ελλειμματικής εμπιστοσύνης μας. Το καβούκι της άψυχης ατομικότητας μας.  Κι έκπληκτοι απορούμε μονάχα στον ήχο της σύγκρουσης του με τον απέναντι. 

Αλλά το έλλειμμα αυτό έχει συνέπειες πέρα από τη… «δημοσιονομική» ισορροπία. Γιατί ο Φόβος, η ανασφάλεια, ως κέντρο της ύπαρξης, δεν οδηγεί παρά στην παραπέρα μεγέθυνση του ανταγωνισμού, «ρίχνοντας νερό στο μύλο της αντίδρασης» και του καπιταλισμού, που λέει και το ΚΚΕ.  Κι έτσι μπορείς να καταλάβεις τώρα, γιατί οι κυρίαρχοι μηχανισμοί κάνουν ό,τι περνάει από το λαδωμένο χέρι τους για να τροφοδοτήσουν τον ανθρώπινο ψυχισμό με ακόμη μεγαλύτερη ανασφάλεια, φόβο και αβεβαιότητα. Το έλλειμμα εμπιστοσύνης εκτρέφουν. Όπου έλλειμμα εμπιστοσύνης στον απέναντι Άλλο, στον Ξένο, εκεί αποθέωση του πιο άγριου ανταγωνισμού. Όπου έλλειμμα εμπιστοσύνης, εκεί και θεριεύει η ανάγκη να πληρωθεί το κενό με την άσκηση δύναμης και κυριαρχίας πάνω στον Άλλο. Εκεί η έλλειψη σεβασμού, εκεί η βία, εκεί ο χειρισμός και το μανιπιουλάρισμα.  Δεν σ’ εμπιστεύομαι, να με φοβάσαι, είναι το νέο μότο!

Αλλά πως μπορεί μέσα στη συνθήκη αυτή της Έκλειψης του ανθρώπου να συσταθεί σχέση;  Πως μπορεί ο έλεγχος, η κυριαρχία και ο χειρισμός να οικοδομήσουν σχέση. Σχέση ανθρωπιάς και αμοιβαίας αυτό-παράδοσης. Απομένει μονάχα το νερόβραστο ίζημα μιας ψευδο-εμπιστοσύνης που παριστάνει την αγάπη, την αλληλεγγύη, την πολιτική, την κοινωνία. Σαν το παραμύθιασμα των κουρασμένων ζευγαριών που ορίζουν τον ξεφτισμένο τους έρωτα ως «αγάπη».  Μα γίνεται ζαμπόν χωρίς λιπαρά;   

Κι έτσι, την επόμενη φορά που θα αναρωτηθώ, εγώ προσωπικά, για το δημοσιονομικό έλλειμμα, για το έλλειμμα της Δημοκρατίας, για το έλλειμμα της πολιτικής ή για το έλλειμμα στη διαχείριση της πολυκατοικίας, θα βάλω στο νου μου να αναρωτηθώ επίσης και για το δικό μου, εντελώς προσωπικό, έλλειμμα εμπιστοσύνης.  

Να δω, αν η δική μου επιφυλακτική και καχύποπτη στάση, ο τρόπος που προβάλλω στη φάτσα του Άλλου τη δική μου ταινία, μήπως αυτό ακριβώς τον προκαλεί να παίξει σ’ αυτήν το ρόλο που του αναθέτω. Μήπως, το δικό μου έλλειμμα εμπιστοσύνης, μήπως το δικό μου σύστημα πεποιθήσεων κομμένο και ραμμένο μέσα στα εργαστήρια (σχολεία, οικογένειες, εργασία κ.λπ.) του πιο χυδαίου Καπιταλισμού, είναι αυτό που αυτο-εκπληρώνει την προφητεία μου. Μήπως…