Η αλήθεια είναι ότι παράγουμε περισσότερες αναγνώσεις πολιτικών εξελίξεων από όσες μπορούμε να καταναλώσουμε. Μάλιστα όσο πιο πολύ νιώθουμε το θέμα ότι μας αφορά, τόσο πιο πολύ βιαζόμαστε να το εντάξουμε σε ένα έτοιμο -συχνά ανορθολογικό- επεξηγηματικό σχήμα, το οποίο θα καλύψει ή θα παρακάμψει τα κενά που προκύπτουν από την πληροφόρησή μας. Στην πολιτική μάλιστα αυτό τείνει να συμβαίνει αρκετά συχνότερα, καθώς οι πολιτικές εκτιμήσεις ή αναλύσεις τείνουν συνήθως να μπαίνουν σε πλαίσια τα οποία θεωρούνται δεδομένα ή τέλος πάντων προϋπάρχοντα. Για να γίνω πιο συγκεκριμένος, το κεντρικό θέμα του παρόντος άρθρου είναι ένα σχόλιο για το δημοψήφισμα στη Δημοκρατία της Μακεδονίας. Όχι όμως ως μια πρόβλεψη για το μέλλον του ζητήματος του Μακεδονικού, όσο ως ένα σχόλιο πάνω στον τρόπο με τον οποίο συζητιέται το δημοψήφισμα στη δημόσια σφαίρα της Ελλάδας.
του Νίκου Βασιλόπουλου
Οι έννοιες που είναι ήδη εδώ…
Αν κάτι μπόρεσε αρκετός κόσμος να παρατηρήσει είναι ότι το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος για το Μακεδονικό σχολιάστηκε τόσο από την κυβέρνηση, όσο κι από την αντιπολίτευση ως νίκη της κάθε μίας από τις κατατεθειμένες απόψεις. Καμμένος, Κοτζιάς, Μητσοτάκης, βρήκαν κάτι να θεωρήσουν ως νίκη κι από κοντά τα ΜΜΕ και οι υπόλοιποι πολιτικοί σχηματισμοί και διαμορφωτές γνώμης. Αυτό, εκτός από τυπική δυσαρμονία του σύγχρονου πολιτικού λόγου -όπου ο κάθε ένας βρίσκει τρόπους να δικαιώνει την άποψή του ακόμα κι όταν χάνει κατά κράτος- κάνει πρόδηλο κάτι επιπλέον. Το γεγονός ότι η συνείδηση στη δημόσια σφαίρα, διαμορφώνεται από έννοιες που “είναι ήδη εδώ”.
Πάρτε για παράδειγμα το πολιτικό σύστημα. Αντιμετωπίζεται ως ένα περιβάλλον στο οποίο οι άνθρωποι εισέρχονται και συμμετέχουν. Στην περίπτωση του δημοψηφίσματος της Μακεδονίας όλα τα “δομικά υλικά” είναι ήδη εδώ: λαός, πολίτες, κυβέρνηση, αντιπολίτευση, διεθνείς δρώντες (Ε.Ε, ΝΑΤΟ, ΗΠΑ, Ρωσία). Τα άτομα-υποκείμενα απλά εισέρχονται στο πολιτικό πεδίο και “χρησιμοποιούν” δικαιώματα και με βάση αυτά ερχόμαστε οι απ’ έξω να κρίνουμε, περίπου εξ ιδίων τα αλλότρια. Έτσι, όλα τα παραπάνω, καθίστανται υλικά στοιχεία ενός “περιβάλλοντος” το οποίο δομεί ιδέες και συμπεριφορές. Το περιβάλλον αυτό είναι το πεδίο της πολιτικής, αυτό που ονομάζουμε αλλιώς πολιτικό εποικοδόμημα ή πολιτικό ιδεολογικό μηχανισμό.
Ένα βασικό ζήτημα των προκατασκευασμένων εννοιών είναι ότι τις ενσωματώνουμε, δεν τις χτίζουμε από μόνοι μας. Ένα δεύτερο είναι ότι περιορίζουν πάντα την επιλογή που έχουμε μεταξύ των εναλλακτικών λύσεων. Γενικά η λογική του περιβάλλοντος (που σε διάφορες φιλοσοφικές παραδόσεις το συναντάμε ως κυρίαρχη ιδεολογία ή ως σύστημα) είναι ότι πρόκειται για ένα “τεχνητό” σύμπαν με υπάρχοντα υλικά για να χτίσει κανείς την πραγματικότητα, το οποίο δεν έχει κανένα αθώο υλικό μέσα του. Για να “παίξω” λίγο με τη διάσημη αντίληψη του Νίκου Πουλαντζά για το Κράτος (“συμπύκνωση των ταξικών συσχετισμών”), το πολιτικό σύστημα και οι πολιτικές επιλογές στη δημόσια σφαίρα των σύγχρονων εθνικών κρατών, φέρουν τη μαρτυρία του κάθε συγκεκριμένου κοινωνικού σχηματισμού, του τρόπου παραγωγής και του συγκεκριμένου ταξικού συσχετισμού δύναμης. Συνεπώς, εφόσον είμαστε μέσα σε αυτό το σύμπαν πολιτικών εννοιών και δομών, χωρίς να το συνειδητοποιήσουμε, το περιβάλλον μας διαμορφώνει στις απαραίτητες μορφές συμπεριφοράς και τις αντίστοιχες ιδεολογικές προοπτικές. Ποιος θα αμφισβητήσει λοιπόν τις έννοιες που είναι “ήδη εδώ”;
Εν ολίγοις, στην ελληνική δημόσια σφαίρα το δημοψήφισμα της Δημοκρατίας της Μακεδονίας διαβάστηκε “εθνοκεντρικά”, δηλαδή με βάση την πρόσφατη εμπειρία του εγχώριου δημοψηφίσματος του 2015. Κι αυτό έγινε από όλες τις πλευρές. Έτσι βρέθηκαν δεξιοί που χάρηκαν με “την ήττα του Ζάεφ”, καθώς την προέβαλαν ως ρεβάνς του ελληνικού δημοψηφίσματος αλλά και αριστεροί που είδαν “τον λαό της ΠΓΔΜ” (sic) να απορρίπτει τα βδελυρά σχέδια των Μεγάλων Δυνάμεων, μη νομιμοποιώντας με την ψήφο του το δημοψήφισμα.
Ψυχραιμία, (η).
Τα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος είναι γνωστά. Υπέρ ψήφισαν 609,427, κατά 37,687 ενώ τα λευκά/άκυρα ήταν 19,221 . Συνολικά ψήφισαν περίπου 666,000, σε μια χώρα με εκλογικό σώμα περίπου 1,800,000. Αν υπάρχει κάτι που δεν εμφανίστηκε στα ελληνικά ΜΜΕ είναι ότι το “κατά” στο συγκεκριμένο δημοψήφισμα πέτυχε τα υψηλότερα ποσοστά του στις 3 περιοχές που είναι στα σύνορα με την Ελλάδα (Γεuγελή, Καντάβαρτσι, Νόβατσι) πιάνοντας περίπου 12% σε κάθε μία. Συμβολικά και κυριολεκτικά, το σύνορο και οι διαχωρισμοί που επάγει σημαίνουν και όξυνση των εθνικισμών και αυτό είναι ίσως κάτι εντελώς καθαρό στη συγκεκριμένη περίπτωση και μόνο. Αλλά κρατήστε αυτό το μικρό στοιχείο για παρακάτω.
Παρ’ όλα τα εντυπωσιακά λογικά άλματα που έκαναν όσοι είδαν μια μαζική άρνηση του λαού να συμμετάσχει στις κάλπες, θέλοντας κυρίως να επιβεβαιώσουν ένα “πολιτικά ορθό κριτήριο του λαού ενάντια σε αυτά που άλλοι τους επιβάλλουν” (βλ. αντίστοιχες αναλύσεις για Brexit καινίκη του Τραμπ. οι οποίες κατά τη γνώμη μου στερούνται σημαντικών παραμέτρων) η πραγματικότητα λέει ότι στη Δημοκρατία της Μακεδονίας έχουν απλώς συνηθίσει σε άλλους τρόπους να λύνουν τις πολιτικές διαφορές τους.
Πράγματι, το πρώτο που θα έπρεπε να σκεφτεί κανείς είναι ότι η μικρή γειτονική χώρα είναι βουτηγμένη στη διαφθορά. Δεν είναι μακριά το 2015 όταν το σημερινό κυβερνόν κόμμα (SDSM) έδινε στη δημοσιότητα συνομιλίες που ενέπλεκαν τον τότε πρωθυπουργό Νίκολα Γκρουέφσκι σε σκάνδαλα διαφθοράς. Αντίστοιχα δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το σημερινό εθνικό consensus που επιτρέπει να υπάρχει και να λειτουργεί η όποια κυβέρνηση στη Δημοκρατία της Μακεδονίας, βασίζεται στο αποτέλεσμα ενός συσχετισμού που παγιώθηκε με τη Συμφωνία της Οχρίδας και το τέλος του εννεάμηνου εμφύλιου πολέμου στη χώρα στον οποίο η βασική αντιπολιτευτική δύναμη ήταν το μακεδονικό τμήμα του Αλβανικού Εθνικού Απελευθερωτικού Στρατού (UÇK) το οποίο και ζητούσε αυτονόμηση της περιοχής του Κοσσόβου από τη Σερβία και βέβαια πολιτικά δικαιώματα στους Αλβανούς Μακεδόνες, οι οποίοι ως πρόσφατα αντιμετωπίζονταν σαν πολίτες δεύτερης κατηγορίας.
Τα παραπάνω αποτυπώνονται κυρίως στη συμμετοχή στις εκλογικές διαδικασίες αλλά και στον τρόπο που αυτές γίνονται. O Οργανισμός για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη (OSCE) ο οποίος στέλνει διαρκώς παρατηρητές για τις εκλογικές διαδικασίες στη Δημοκρατία της Μακεδονίας, έχει επισημάνει στην αντίστοιχη έκθεση του για τις εκλογές του 2016 ότι υπάρχουν πολλά άλυτα ζητήματα διαφάνειας και αξιοπιστίας, όπως ότι εμφανίζονται συχνά πολίτες με “αμφισβητήσιμα” στοιχεία εγγραφής σε εκλογικούς καταλόγους, μετακινούμενοι ψηφοφόροι αλλά και ένας εκλογικός κώδικας και σύνολο νόμων με αρκετές αντιφάσεις. Ένα επίσης τεράστιο ζήτημα είναι η “εκκαθάριση” των εκλογικών καταλόγων από Αλβανούς και Ρομά, ειδικά των χαμηλότερων κοινωνικών τάξεων και η γενικότερη δυσκολία πρόσβασής τους σε κάποια διαδικασία εκπροσώπησης.
Συνεπώς, δεν πρέπει να μας εκπλήσσει η χαμηλή συμμετοχή, αλλά μάλλον η οποιαδήποτε υψηλή συμμετοχή η οποία θα ξεπερνούσε το ρεκόρ του Δεκεμβρίου 2016 (66%)μετά από την ταραγμένη διετία 2015-2016 που λίγο έλλειψε να οδηγήσει τη χώρα σε ένοπλο εμφύλιο πόλεμο.
Η εθνοτική παράμετρος
Η Δημοκρατία της Μακεδονίας δεν υπήρξε ποτέ ακριβώς υπόδειγμα δίκαιης, δημοκρατικής και πολυεθνικήςλειτουργίας ως κράτος. Οι σχέσεις των δύο κύριων εθνοτικών ομάδων (Μακεδόνων και Αλβανών) είναι διαρκώς σε ένταση, με εξάρσεις και υφέσεις. Από το 2015 τα πράγματα είναι αρκετά τεταμένα. Το αποτέλεσμα της διαφθοράς, της οικονομικής κρίσης, της μετανάστευσης αλλά και της διαρκούς ρητορικής μίσους ενάντια στον εθνοτικά Άλλο -είτε είναι Αλβανός, είτε, ακόμα χειρότερα γι’ αυτόν, Ρομά- έχουν στρέψει τις ελπίδες των πολιτών στον διεθνή παράγοντα. Όπως έχω γράψει και σε άλλο μου άρθρο για το ζήτημα “η ΔτΜ δεν έχει εμπιστοσύνη στην εσωτερική της σταθερότητα, αλλά αντιλαμβάνεται την έλλειψη εξωτερικών σχέσεων ως μια διαρκή απειλή. Επίσης είναι σαφές ότι έχει κυριαρχήσει στην πολιτική ζωή μια ιδιότυπη αντίληψη απουσίας εναλλακτικών που (…) καταλήγει ότι είναι μονόδρομος η πλήρης συμμόρφωση με τις επιταγές του ΝΑΤΟ και της ΕΕ. Αυτό καθιστά, με διεθνείς όρους, την ΔτΜ ένα «αυτιστικό κράτος», δηλαδή ένα κράτος επίμονο μεν αλλά πολύ αδύναμο ή πολύ αποδιοργανωμένο ώστε να εξυπηρετήσει ένα ευρύτερο συλλογικό συμφέρον”.
Σε αυτό το “αυτιστικό κράτος”, δεν χρειάστηκε τίποτα περισσότερο από μια επιστημονική έρευνα πεδίου μιας υποψήφιας διδακτόρισσας, ήδη από τον Απρίλιο, για να δει ότι, “οποιαδήποτε αλλαγή του ονόματος με επίθετα όπως: Άνω, Βόρεια και Vardarska θα αποτύχουν στο δημοψήφισμα” και ο βασικός λόγος θα είναι οι εθνοτικές αντιθέσεις και τα ζητήματα που θέτουν οι Αλβανοί Μακεδόνες. Το 2019 είναι η χρονιά που για πρώτη φορά μετά τη συνθήκη του 2001, η οποία επέτρεπε στους Αλβανούς να χρησιμοποιούν τη γλώσσα τους μόνο στις περιοχές που δημογραφικά ξεπερνούσαν το 20% των κατοίκων, τα αλβανικά θα χρησιμοποιούνται χωρίς κάποιο περιορισμό σε όλη την επικράτεια και βέβαια στις αλβανόφωνες περιοχές ως ισότιμη γλώσσα. Αυτή η εξέλιξη, έχει ενισχύσει μια εσωτερική συζήτηση, η οποία τεθλασμένα φτάνει στην Ελλάδα, και στην οποία οι Αλβανοί Μακεδόνες επιζητούν το τελικό όνομα της χώρας να μην είναι αποκλειστικά σλάβικο, αλλά να τους περιλαμβάνει. Και εδώ υπάρχει μια διελκυστίνδα χωρίς τέλος μεταξύ του κυβερνώντος κόμματος (Σοσιαλδημοκράτες), της αντιπολίτευσης (εθνικιστές) και της παραδοσιακής αλλά και νέας αλβανικής εκπροσώπησης (Πλατφόρμα των Τιράνων). Η προσέγγιση του κυβερνώντος κόμματος με τους Αλβανούς (οι οποίοι εξέλεξαν μέσω αυτού 3 βουλευτές) είναι σημαντικό ζήτημα, η διάρρηξη του οποίου θα σημάνει μεγάλους τριγμούς στην κυβέρνηση της Μακεδονίας.
Η θρησκευτική παράμετρος
Σαν συμπλήρωμα των έντονων εθνοτικών αντιθέσεων, η θρησκευτική παράμετρος, εμφανίζεται πολύ σημαντική για να εξετάσει κανείς τη συμπεριφορά των ανθρώπων στο συγκεκριμένο δημοψήφισμα. Υποστηρίζω εδώ ότι στην περίπτωση της Δημοκρατίας της Μακεδονίας, έχει διαμορφωθεί μια ισχυρή σχέση μεταξύ θρησκείας και λαϊκισμού, κληρονομιά της διακυβέρνησης από το εθνικιστικό VMRO-DPMNE, η οποία δεν έχει ανατραπεί από τους Σοσιαλδημοκράτες του Ζάεφ και αυτή είναι πολύ σημαντική παράμετρος, που οδήγησε στη μειωμένη συμμετοχή. Αυτή η σχέση μπορεί να θεωρηθεί ως μια πτυχή των ευρύτερων και πολύπλοκων αλληλεπιδράσεων μεταξύ θρησκείας και πολιτικής, που διαμορφώνονται από τα αντίθετα ρεύματα της εκκοσμίκευσης και της θρησκευτικής αναγέννησης στα σύγχρονα κράτη. Κύρια έκφανσή της σχέσης αυτής στη Δημοκρατία της Μακεδονίας είναι ο έντονος αντι-αλβανισμός και αντι-Ρομά χαρακτήρας, καθώς και ο αντικομμουνισμός. Η διαρκής επίκληση θρησκευτικού λόγου (discourse) σε συνδυασμό με τον έντονο λαϊκισμό, έχει ουσιαστικά χτιστεί πάνω στην εξής στρατηγική διακυβέρνησης: Ο λαϊκίστικος λόγος χρησιμοποιεί αρκετές πολιτικές και οικονομικές μεταρρυθμίσεις υπέρ της Ε.Ε για να παρέχει στους φορείς του τόσο εσωτερική όσο και διεθνή αξιοπιστία. Ο θρησκευτικός λόγος έρχεται κατόπιν ως ενοποιητικός λόγος, πάνω από εθνοτικές και κυρίως ταξικές διαιρέσεις. Στην περίπτωση της Δημοκρατίας της Μακεδονίας μάλιστα, ο θρησκευτικός λόγος και η φαντασιακή ενότητα που αναπαράγει, χρησιμεύει για να ξεπεραστεί ο παλιός αντίστοιχος ενοποιητικός λόγος της (ενιαίας) Γιουγκοσλαβίας.
Το αποτέλεσμα είναι μια νέα διαίρεση που αφήνει τους μη θρησκευτικά συμβατούς με την κυρίαρχη θρησκεία απ’ έξω. Στην περίπτωση του δημοψηφίσματος στη γειτονικά χώρα, αυτοί οι παράμετροι εξηγούν την διευρυμένη αποχή των Αλβανών και των Ρομά από αυτό το δημοψήφισμα.
Γυρνώντας το βλέμμα στην Ελλάδα
Κλείνοντας, το ερώτημα γυρίζει στην ελληνική πλευρά. Η άποψή μου είναι ότι η ελληνική πλευρά, με τη συμφωνία των Πρεσπών όπως την οργάνωσε και την διευθέτησε, δεν έκανε κανένα βήμα για τη μείωση των εθνικισμών μεταξύ των δύο χωρών όπως κι αν το δει κανείς και δυστυχώς σε ένα σημαντικό κομμάτι προοδευτικού κόσμου της χώρας μας είναι ενισχυμένη αυτή η εσφαλμένη αντίληψη. Στην ουσία, η ελληνική πλευρά μέσω της συμφωνίας αυτής θέλησε και πέτυχε να μεταφέρει το πρόβλημα της επίλυσης του ονόματος εξ ολοκλήρου στη γειτονική χώρα. Το τίμημα γι’ αυτό ήταν η όξυνση συγκεκριμένων λόγων και μηχανισμών που θα ανακάτευαν τις ήδη τεταμένες σχέσεις μεταξύ Αλβανών και Μακεδόνων. Το ίδιο το ερώτημα του δημοψηφίσματος ήταν ένας τέτοιος μηχανισμός. Στην Ελλάδα βλέπουμε το δέντρο του εθνικισμού των Μακεδόνων μέσω του VMRO- DPMNE, ο οποίος είναι σε συντονισμό με τον δικό μας εθνικισμό (Μεγαλέξανδροι, συλλαλητήρια κλπ.) και χάνουμε το δάσος της πολύπλευρης καταπίεσης μεγάλων εθνοτικών ομάδων στη γειτονική χώρα (Αλβανοί, Ρομά) οι οποίοι έχουν ως μια ισχυρή από τις πολλές εναλλακτικές τους τα αποσχιστικά, ένοπλα εθνικιστικα κινήματα. Συμπερασματικά, αν πρέπει να βγει ένα ασφαλές συμπέρασμα είναι ότι για μεγάλες λαϊκές μάζες το συγκεκριμένο δημοψήφισμα δεν αφορούσε το όνομα, αλλά την μεγαλύτερη πρόσδεσή τους σε έναν καταπιεστικό κρατικό μηχανισμό που ταυτόχρονα γι’ αυτούς προσφέρει και τη μόνη διέξοδο, δηλαδή την ένταξη της χώρας στην Ε.Ε και το ΝΑΤΟ. Το ότι αυτοί είναι για δεκαετίες πολίτες δεύτερης κατηγορίας στη χώρα τους, το έκανε πιο εύκολο για την ελληνική κυβέρνηση και αυτό είναι το πιο ένοχο και σκοτεινό σημείο, το οποίο δεν πρέπει να μείνει άλλο στην αφάνεια.