Μιλώντας στο London School of Economics το βράδυ της Δευτέρας, ο επικεφαλής του ευρωπαϊκού τμήματος του ΔΝΤ προχώρησε σε μία σειρά παραδοχών για τη στάση του Ταμείου απέναντι στην Ελλάδα, περιλαμβάνοντας μεταξύ άλλων τους «υπερβολικά φιλόδοξους στόχους» των μνημονίων από το 2010, καθώς και την υποτίμηση του ζητήματος του πολλαπλασιαστή, που είχε βαθύ αντίκτυπο στην ελληνική οικονομία. Χαρακτήρισε το πρώτο μνημόνιο «φιλόδοξο, ειδικά δεδομένου του ιστορικού της Ελλάδας στην εφαρμογή πολιτικών… αλλά ένα λιγότερο φιλόδοξο μονοπάτι θα απαιτούσε περισσότερη χρηματοδότηση», ενώ τόνισε πως «δεν υπήρχε καθόλου πολιτική υποστήριξη».

Σύμφωνα με την αναμετάδοση της Καθημερινής, η αρχική εκτίμηση του ΔΝΤ ήταν ότι το κατά κεφαλήν εισόδημα των Ελλήνων θα επέστρεφε στα προ κρίσης επίπεδα μέσα σε οκτώ χρόνια, ενώ «Τα πράγματα εξελίχθηκαν πολύ χειρότερα». «Σήμερα, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας είναι ακόμα 22% χαμηλότερο από τα προ κρίσης επίπεδα» σημείωσε, εκτιμώντας πως έχει προοπτικές επανόδου στα προ κρίσης επίπεδα το 2031-33, για να αποδεχτεί πως «Συνεπώς, έχουμε πολλές εξηγήσεις να δώσουμε…».

Κατά την τοποθέτησή του, παρά την «τάση» αυτοκριτικής, ο αξιωματούχος υποστήριξε πως μπορεί μεν να ήταν λάθος που δεν έγινε νωρίτερα το PSI, το οποίο χαρακτήρισε «σκληρό» και πως «έσπασε ρεκόρ», όμως σημείωσε πως το μεγάλο πρωτογενές έλλειμμα του 2009 (που προέκυψε μετά τις εκλογές άνω του 10% του ΑΕΠ) «ήταν τέτοιο που καμία μορφή αναδιάρθρωσης του χρέους δεν θα απάλλασσε τη χώρα από μια τραυματική δημοσιονομική προσαρμογή».

Το υψηλά ιστάμενο στέλεχος του ΔΝΤ υποστήριξε πως το Ταμείο ζητούσε χαμηλότερα πλεονάσματα από το 2012, ενώ κατηγόρησε την κυβέρνηση Τσίπρα πως «συμπαρατασσόταν με τους Ευρωπαίους υπέρ υψηλότερων πλεονασμάτων, θέλοντας να τους εντυπωσιάσει με την αποφασιστικότητά της να αντιμετωπίσει το πρόβλημα».

Στη συνέχεια, υπεραμύνθηκε των «μεταρρυθμίσεων» περικοπών συντάξεων και αφορολόγητου που επίμονα ζητούσε το Ταμείο, σημειώνοντας πως «ο εκνευρισμός μας ήταν πολύ μεγαλύτερος πιο πρόσφατα, όταν η πρότασή μας για συνταξιοδοτικές και φορολογικές μεταρρυθμίσεις, που θα δημιουργούσαν τον χώρο για φιλοαναπτυξιακές δαπάνες, παρουσιάστηκαν ως αίτημα για περισσότερη λιτότητα». Όπως πρόσθεσε, «η κυβέρνηση μάλιστα υπερέβαινε εσκεμμένα τον στόχο του πλεονάσματος για να δείξει στους Ευρωπαίους ότι δεν χρειάζεται να εφαρμόσει τις μεταρρυθμίσεις που προτείναμε».

Αναφορικά με το ζήτημα των συντάξεων, αξίζει να σημειωθεί πως ο Δανός επέμεινε κατά την τοποθέτησή του, τονίζοντας πως ακόμα το «κλειδί» του προβλήματος παραμένει η «απροθυμία επιβολής σημαντικών μειώσεων της δημόσιας δαπάνης», ονοματίζοντας και πάλι τις συντάξεις και τη μείωση του αφορολόγητου.

«Η Ελλάδα εξακολουθεί να παρέχει συντάξεις εφάμιλλες με αυτές πιο εύπορων ευρωπαϊκών κρατών χωρίς το ίδιο επίπεδο φορολόγησης της μεσαίας τάξης που επιβάλλουν τα κράτη αυτά» ανέφερε συγκεκριμένα, ενώ τόνισε πως η εφαρμογή της λιτότητας είχε ως αποτέλεσμα την σημαντική επιδείνωση της φορολογικής συμμόρφωσης, «από 65% το 2010 στο 41% το 2017».

«Αλλάξαμε τους κανόνες για τα ελληνικά μνημόνια»

Αξίζει επίσης να σημειωθεί η -ακόμα μία- παραδοχή του αξιωματούχου για τη στάση του Ταμείου απέναντι στις «ελληνικές διασώσεις», και κυρίως για το γεγονός πως το ΔΝΤ δεν μπορούσε βάσει καταστατικού να συμμετάσχει, καθώς θεωρούσε το χρέος μη βιώσιμο. Ο ίδος υποστήριξε πως ήταν ο «συστημικός κίνδυνος» που άνοιξε τον δρόμο για να ληφθεί απόφαση να αλλάξει ο κανονισμός, σημειώνοντας πως «δεν υπήρξε ποτέ αμφιβολία ότι έπρεπε να εμπλακούμε».

Μάλιστα, κατά τις ίδιες πληροφορίες, ο καθηγητής του LSE, Κέβιν Φέδερστοουν έθεσε το ερώτημα για το αν ήταν άδικο να κατηγορηθεί η Ελλάδα για μη ιδιοκτησία προγραμμάτων που ήταν τόσο απαιτητικά, με το στέλεχος του ΔΝΤ να αποδέχεται το «ειδικό μέγεθος» του ελληνικού ζητήματος, υποστηρίζοντας όμως πως «όταν το πρόγραμμα πολύ γρήγορα γίνεται αντικείμενο πολιτικής διαμάχης, δεν θα έπρεπε να μας εκπλήσσει που τα κατεστημένα συμφέροντα αντιστέκονται στις μεταρρυθμίσεις». Επίσης, υποστήριξε πως το Ταμείο ζήτησε λιγότερες απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων από τις 150.000 που είχαν γίνει γνωστές, σημειώνοντας όμως πως ««οι απολύσεις αυτές ούτως ή άλλως δεν έγιναν ποτέ»

Όπως αναφέρεται, πρόσθεσε ακόμα πως ο ίδιος «έμαθε με επώδυνο τρόπο» μέσα από την εμπειρία του στο Ταμείο, πως «τέτοιου είδους διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις μπορούν να προέλθουν μόνο από μέσα. Δεν μπορείς να τις επιβάλεις από έξω, απλά και μόνον επειδή μία χώρα έχει απεγνωσμένη ανάγκη χρημάτων».

Διαβάστε την απάντηση του Ευκλείδη Τσακαλώτου στον Πολ Τόμσεν:

«Απώλεια μνήμης» χρεώνει ο Τσακαλώτος στον Τόμσεν για τη στάση του ΔΝΤ

«Σε σχετικά ευνοϊκή θέση» η Ελλάδα

Το μεσημέρι της Τρίτης, ο Π. Τόμσεν παραχώρησε συνέντευξη και στο αμερικανικό δίκτυο CNBC, με ειδικές αναφορές στην ελληνική οικονομία και την σημερινή κυβέρνηση. Κατά τη συνέντευξή του, επανέλαβε τα όσα ανέφερε για την ανάγκη χαμηλότερων πρωτογενών πλεονασμάτων, αλλά και για «μεταρρυθμίσεις» που στοχεύουν στη μείωση των δημοσίων δαπανών.

«Σίγουρα είναι καλό που η νέα κυβέρνηση επικεντρώνεται στην οικονομική ανάπτυξη, μόλις είχαμε κλιμάκιο εκεί. Πιστεύω πως η κυβέρνηση είναι σε πλήρη γνώση των σημαντικότερων προκλήσεων. Έχει ακόμα πολλές από τις θεμελιώδεις μεταρρυθμίσεις που πρέπει να κάνει μπροστά της. Η Ελλάδα, μετά από μια μακρά διαδικασία, μια υπολογίσιμη δημοσιονομική σταθερότητα, που θα της δώσει το πεδίο για να αντιμετωπίσει αυτα τις πιο θεμελιώδη μεταρρυθμιστικά ζητήματα που ακόμα αντιμετωπίζει, και πιστεύω πως είναι σωστό να επικεντρωθεί σε αυτά» υπογράμμισε ο Π. Τόμσεν, «καλωσορίζοντας» με τον τρόπο του τη νέα κυβέρνηση.

Στη συνέχεια, ο Τόμσεν δέχθηκε ερώτηση για την ασφάλεια της ελληνικής οικονομίας, απέναντι σε μία υποβόσκουσα, νέα οικονομική κρίση.

«Πιστεύω πως η Ελλάδα βρίσκεται αυτή τη στιγμή σε ένα σχετικά ευνοϊκό σημείο. Αλλά για να μεταφραστεί αυτό σε υπολογίσιμη ανάπτυξη, η Ελλάδα θα πρέπει να προχωρήσει με αυτές τις θεμελιώδεις μεταρρυθμίσεις, περιλαμβανομένου του δημοσίου τομέα» ξεκαθάρισε ο ίδιος, ενώ αποκαλυπτική ήταν η αναφορά του και για το ζήτημα των πρωτογενών πλεονασμάτων, αφού μπορεί να επανέλαβε όσα ανέφερε στο London School of Economics, όμως φρόντισε να βάλει επιπλέον όρια στη συζήτηση περί της μείωσής τους. Συγκεκριμένα, σε ερώτηση για το εάν εκτιμά πως επίκειται μείωσή τους, ο ίδιος απάντησε:

«Για χρόνια λέμε πως είναι πιο σωστό να είναι χαμηλότερα τα πρωτογενή πλεονάσματα… Αλλά, αυτό εξαρτάται από την Ελλάδα και τους ευρωπαίους εταίρους, καθώς εμείς δε συμμετέχουμε στο πρόγραμμα. Σίγουρα όμως, οτιδήποτε συμφωνηθεί θα πρέπει να γίνει με τρόπο που δεν θα πυροδοτήσει αμφιβολίες για τη βιωσιμότητα του χρέους» ξεκαθάρισε.

Δείτε απόσπασμα από τη συνέντευξη του Τόμσεν στο CNBC:

Διαβάστε ακόμα:

Δημοσιονομικό κενό, περικοπές και περαιτέρω αντεργατικά αιτήματα από το ΔΝΤ