Μαρία Απατζίδη,
Βουλευτής Ανατολικής Αττικής με το ΜέΡΑ25

Λίγες μόνο μέρες μετά το δημοψήφισμα του 2015 και την ατυχή συνθηκολόγηση με τους δανειστές που ακολούθησε, ο Κώστας Γαβράς είχε επικοινωνήσει με τον Γιάνη Βαρουφάκη για να του εκμυστηρευτεί ότι θα ήθελε να κάνει μια ταινία με θέμα τη διαπραγμάτευση που είχε προηγηθεί και τον κυνισμό και την εμμονή της ευρωπαϊκής ελίτ. Κατά μία έννοια το μήνυμα του Κώστα Γαβρά ήταν και αυτό μια πηγή έμπνευσης για τον Γιάνη Βαρουφάκη κατά τα δύο χρόνια που ακολούθησαν μέχρι να ολοκληρώσει το βιβλίο του. Στο διάστημα αυτό τα δύο σχέδια, το βιβλίο και η ταινία, ήταν διακριτά, αλλά σε διάλογο μεταξύ τους, καθώς ο Γαβράς είχε πρόσβαση σε κεφάλαια του βιβλίου, μόλις γράφονταν, ακόμη και στις ηχογραφήσεις των συναντήσεων στο Γιούρογκρουπ. Βεβαίως, το βιβλίο του Βαρουφάκη είναι ένα ιστορικό ντοκουμέντο πολυσέλιδο (829 σελίδες η ελληνική έκδοση) με σκοπό την πλήρη αποτύπωση της ιστορικής αλήθειας, ενώ η ταινία του Γαβρά είναι μια δίωρη δραματική συμπύκνωση. Δεν πρόκειται για ντοκιμαντέρ, αλλά για μία κινηματογραφική αφήγηση που αποσκοπεί στο να δείξει με τρόπο αρχετυπικό τους μηχανισμούς της εξουσίας. Η συμπύκνωση αυτή αποδίδει το βασικό νόημα των γεγονότων, για την πλήρη ακρίβεια των οποίων ο θεατής θα πρέπει να ανατρέξει στο βιβλίο.

Η ταινία επιτυγχάνει πάντως να συντονιστεί με το βιβλίο ως προς το ότι φιλοδοξεί και αυτή να είναι κατά κάποιο τρόπο μία σύγχρονη τραγωδία. Έχει στοιχεία αρχαίας ελληνικής τραγωδίας, όπως τη σχέση ανάμεσα στον ήρωα και τον χορό. Κυρίως, όμως, μοιάζει με τις τραγωδίες του Ουίλιαμ Σαίξπηρ, όπου η τραγικότητα των ηρώων προκύπτει από την υπερβολή της εξουσίας τους. Αντίθετα από τις κατηγορίες πολλών εναντίον της ταινίας (οι οποίοι συνήθως την κατηγορούν, ενώ δεν την έχουν καν δει), δεν βλέπουμε σε αυτήν καλούς και κακούς. Ο σκοπός δεν είναι να αποδοθούν όσα έγιναν σε ενέργειες κακών ή καλών προσώπων. (Αυτές τις δαιμονοποιήσεις και εξιδανικεύσεις τις κάνουν συνήθως οι επικριτές της ταινίας). Ο Γαβράς εστιάζει στην ίδια την εξουσία, λ.χ. με επιβλητικά πλάνα όπου βλέπουμε το μεγάλο τραπέζι του Γιούρογκρουπ και τη διάταξη των συμμετεχόντων, τις μακρές συνομιλίες, την εξάντληση, αλλά και την επιμονή τους. Η τραγωδία έγκειται στο ότι οι ισχυροί του Γιούρογκρουπ έχουν συναίσθηση της καταστροφικότητας των μέτρων για την Ελλάδα, αλλά μακροπρόθεσμα και για την Ευρώπη, και παρ’ όλα αυτά εμμένουν σε αυτά, για να μην διαψευστούν αναδρομικά οι πολιτικές τους. Με τον τρόπο αυτό όσο μεγαλύτερη είναι η δύναμή τους, τόσο μεγαλύτερη είναι και η αδυναμία τους, καθώς είναι η ισχύς τους στο Γιούρογκρουπ που τους κάνει να τυλίγονται όλο και περισσότερο στα δίχτυα που έχουν οι ίδιοι υφάνει. Για αυτό μοιάζουν με σαιξπηρικό ήρωα, όπως ο Ριχάρδος Γ΄, που η ισχύς του ήταν η μεγαλύτερη αδυναμία του. Στην ταινία του Γαβρά βλέπουμε κάτι αντίστοιχο στην περίφημη σκηνή όπου ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε παραδέχεται ότι ο ίδιος δεν θα υπέγραφε το μνημόνιο αν ήταν στη θέση του Έλληνα υπουργού γιατί είναι καταστροφικό για την Ελλάδα. Επιτυχία του Γαβρά είναι ότι ο χαρακτήρας του Σόιμπλε είναι από τους πιο υψηλούς αλλά παραδόξως και πιο ανθρώπινους του έργου, σύμφωνα με το σαιξπηρικό πρότυπο, ενώ στοιχεία παρωδίας και κωμικότητας έχουμε πιο πολύ στην περιγραφή Ελλήνων πολιτικών. Πολύ ανθρώπινος πάντως παρουσιάζεται στην ταινία και ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας που αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στην προσωπική σχέση με τον υπουργό του και τους εκβιασμούς και αόριστες υποσχέσεις των δανειστών που παίζουν μαζί του σαν ψαράδες που έχουν πιάσει έναν ξιφία και τον αφήνουν πότε να μπαίνει και πότε να βγαίνει από τη θάλασσα.

Ακριβώς επειδή οι πρωταγωνιστές της ταινίας εμφανίζονται ως ανθρώπινοι, τονίζεται ο απάνθρωπος χαρακτήρας της εξουσίας. Και από αυτό φαίνεται ότι ο Γαβράς κάνει γνήσιο πολιτικό σινεμά. Πάνω από τα πολιτικά πρόσωπα ως ανθρώπους υπάρχουν οι δομές. Φαίνονται στην ταινία οι αντιφάσεις ανάμεσα στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Επίσης, οι αντιφάσεις ανάμεσα στους πολιτικούς και τους τεχνοκράτες, καθώς και η αντίφαση ανάμεσα στην επίκληση της δημοκρατίας από τους δανειστές, η οποία γίνεται μόνο για να καταπνιγεί η ελληνική άνοιξη στο όνομα υποτίθεται των υπολοίπων λαών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και στο γεγονός ότι οι λαοί αυτοί ακριβώς είναι αδύνατο να εκπροσωπηθούν σε έναν αδιαφανή και άτυπο μη θεσμικό «θεσμό», όπως το Γιούρογκρουπ, όπου δεν κρατούνται πρακτικά και δεν υπάρχουν επισήμως προβλέψιμες διαδικασίες. Μέχρι ενός σημείου οι αντιφάσεις αυτές είναι κάτι που το χειρίζονται οι ισχυροί της Ευρωπαϊκής Ένωσης για να εξουδετερώσουν τις αντιστάσεις των αδυνάμων παίζοντας ένα διαρκές πινγκ πονγκ όταν οι τελευταίοι αρθρώνουν αιτήματα. Από ένα σημείο και πέρα, όμως, οι αντιφάσεις αυτές καταπνίγουν και τους ίδιους τους ισχυρούς, καθώς είναι ανίκανοι να παραδεχτούν τα λάθη των πολιτικών που ακολούθησαν, με αποτέλεσμα τη μη βιωσιμότητα του ευρωπαϊκού οικοδομήματος και την αυτο-υπονόμευση της ίδιας της εξουσίας τους.

Το ερώτημα βέβαια είναι τι έχει να μας προσφέρει η ταινία αυτή σήμερα, το 2019, τέσσερα χρόνια μετά το 2015. Γιατί η αξία της τέχνης, όπως ακριβώς και της υψηλής πολιτικής, είναι λιγότερο στο να παρελθοντολογεί, και περισσότερο στο να προφητεύει. Θα λέγαμε ότι με το να είναι ένα συμπυκνωμένο ιστορικό δράμα, η ταινία έχει διδακτικά στοιχεία για το μέλλον. Δείχνει τη σχέση των πολιτικών με τον λαό, ο οποίος είναι δυστυχώς απωθημένος από την πολιτική. Φαίνονται στην ταινία οι αντιδράσεις του λαού στην αρχή, το μεγαλειώδες αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, όμως δεν υπάρχει χώρος για τις λαϊκές ετυμηγορίες στις ασφυκτικά κλειστές αίθουσες των ευρωπαϊκών θεσμών. Επειδή ακριβώς η όποια εκπροσώπηση του λαού καταπνίγεται, ο λαός παραμένει μόνο σαν μια απειλή για τις ελίτ, σαν ένα απειλητικό ξέσπασμα βίας. Αυτό είδαμε και μετά το 2015. Ακριβώς η κατάπνιξη της λαϊκής εκπροσώπησης οδήγησε στην παλίρροια του ευρωσκεπτικισμού, των νέων εθνικισμών, των αποσχιστικών τάσεων, που οφείλονται όλα στο έλλειμμα της δημοκρατίας. Με αυτήν την έννοια, αυτό που χρειάζεται σήμερα και αυτό που μας διδάσκει η ταινία του Γαβρά είναι ακριβώς η ανάγκη για την αντίστροφη κίνηση, από τους δαιδαλώδεις διαδρόμους και τους κλειστούς θαλάμους, όπου τραγικοί σαιξπηρικοί ήρωες είναι οι λίγοι «δυνατοί αδύναμοι», πίσω στις ανοικτές αγορές της δημοκρατίας όπου ήρωας θα είναι και πάλι ο λαός. Και παρόλο που στην ταινία είδαμε και στοιχεία εθνικού ελληνικού φολκλόρ περισσότερο στο πλαίσιο μιας σάτιρας των στερεοτύπων, σήμερα ο εκδημοκρατισμός της Ευρώπης δεν μπορεί πλέον να λάβει χώρα μέσα μόνο από εθνικές αντιστάσεις, αλλά μέσα από μια πανευρωπαϊκή συνεννόηση των λαών από τα κάτω και την εξασφάλιση θεσμικών χώρων που θα κάνουν τους διαλόγους αυτούς δυνατούς. Μόνο έτσι θα μπορούσε να γίνει μια μετάβαση από τις τραγωδίες των σαιξπηρικών αρχόντων που μας δείχνει ο Γαβράς σε ένα «happy ending» με ήρωα τους ευρωπαϊκούς λαούς ως φορείς βιωσιμότητας του ευρωπαϊκού οράματος.