-γράφει η Μίκα Αγραφιώτη

Από τον Δεκέμβριο του 1950, η σύλληψη και η δίκη του κομμουνιστή Νίκου Μπελογιάννη και των συντρόφων του θα λάβουν την διεθνή ανταπόκριση όλου του προοδευτικού κόσμου. Μπορεί στον Christian Dior και στους ομοίους του να μη καιγόταν καρφάκι για την κατάληξη του Νίκου Μπελογιάννη, αυτή η υποκριτική αναισθησία, όμως, δεν ίσχυε για τη γαλλική διανόηση και πρωτοπορία, που σύσσωμη θα προσπαθήσει να μεταπείσει τις ελληνικές κυβερνήσεις να αποτρέψουν την εκτέλεση του Μπελογιάννη. Λίγους μήνες αργότερα από την γελοία φωτογράφιση μόδας, η ευρωπαϊκή πρωτοπορία και ο τύπος θα διακινούσαν το σκίτσο του Πικάσο για τον Μπελογιάννη, τον ‘’άνθρωπο με το γαρύφαλλο’’. Μέσα σε αυτό το ιστορικό και πολιτικό πλαίσιο δόθηκε η άδεια στον σχεδιαστή μόδας να κάνει ντεφιλέ και φωτογράφιση στον βράχο της Ακρόπολης. Λίγοι μήνες μετά από αυτές τις ενδοφλέβιες ενέσεις αστικής χλιδής, ο Μπελογιάννης και οι σύντροφοί του θα εκτελούνταν πριν την αυγή στο στρατόπεδο του Γουδή.

Βέβαια, παρά το γεγονός ότι οι στρατιωτικοκίνητες δεξιές κυβερνήσεις της δεκαετίας του 1950 άφηναν πίσω τους ποτάμια άιματος και σωρεία πτωμάτων, παρουσιάζει ενδιαφέρον αυτή η αναπτυσσόμενη αγωνία υπαρξιακού ιστορισμού με σημείο αναφοράς, βεβαίως, τον βαθύτατο αντικομμουνισμό. Από τη μια, η περιρέουσα βλαχομπαρόκ αισθητική ως ένα αμάλγαμα σημειολογικών αναφορών στην αρχαιότητα, τις κεντρικές φιγούρες της Επανάστασης του 1821 και την υφάρπαξη της λαϊκής παράδοσης. Από την άλλη, η συστηματική αστικοποίηση των κεντρικών πόλεων με σαφείς δυτικές πολιτιστικές αναφορές, κυρίως στις εξευγενισμένες περιοχές. Οτιδήποτε μπορούσε να συσχετιστεί με το κοντινό παρελθόν και τον κομμουνιστικό κόσμο, προφανώς καταρακώνεται μεγαλοπρεπώς. Οτιδήποτε, επίσης, θυμίζει την πρόσφατα κατασπαραγμένη από τους Ναζί, εβραϊκή κοινότητα, εννοείται ότι θάβεται ακόμα πιο βαθιά. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το εβραϊκό νεκροταφείο της Θεσσαλονίκης πάνω στο οποίο θα χτιστεί το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο.

Αντίστοιχα, παρατηρείται μια συστηματική σάρωση σε οποιοδήποτε κατάλοιπο έχει απομείνει από την Τουρκοκρατία. Τα τούρκικα σπίτια γκρεμίζονται σωρηδόν, δίνονται σε αντιπαροχές και στην θέση τους υψώνονται άναρχα οι σύχρονες πολυκατοικίες. Οι αδειοδοτήσεις που δίνονται είναι τόσο μαζικές και με ελιπέστατη αρχαιολογική επίβλεψη που οι νεωτερικές πόλεις χτίζονται στην κυριολεξία ακριβώς πάνω από τα αρχαιολογικά στρώματα, χωρίς καμία παρέμβαση διάσωσης ή έστω σωστικής ανασκαφής -με σπάνιες και φωτεινές εξαιρέσεις, βέβαια. Το έγκλημα που γίνεται τα τελευταία χρόνια στο Σταθμό Βενιζέλου στην Θεσσαλονίκη είναι αποκύημα εκείνων των εποχών, εκείνης της κίβδηλης αρχαιολατρικής μανείας που επικεντρώθηκε μονάχα στην φαντασιακή λευκότητα των κλασικών μνημείων, ενώ στο παρασκήνιο άνθιζε η αρχαιοκαπηλεία και το συστηματικό μπάζωμα των αρχαιοτήτων.

Η ανατολική πλευρά του Παρθενώνα. Στο εσωτερικό διακρίνεται το μουσουλμανικό τέμενος που οικοδομήθηκε μετά την έκρηξη του 1687. Stuart, 1787

Ο βράχος της Ακρόπολης δεν είχε και πολύ καλύτερη μοίρα από τα υπόλοιπα αρχαιολογικά μνημεία στην Ελλάδα, τόσο όσον αφορά τα κλασικά αρχιτεκτονήματα όσο και όλα τα υπόλοιπα ευρήματα που είχαν την τύχη να εντοπίζονται εντός της θέσης. Το νεοσυσταθέν ελληνικό κράτος προσπάθησε ευθύς εξαρχής να συγχωνεύσει όλες τις πολυχρονικότητες και αμφισημίες της αρχαιολογικής θέσης σε αποκλειστικά μια και μοναδική ιδεολογική ταυτότητα. Η κατασκευή της μυθολογίας του χώρου της Ακρόπολης δεν απείχε από την εξιδανικευμένη αντίληψη των δυτικών φιλολόγων και αρχαιοδίφων, όπου υπερίσχυε η ρομαντική αποικιοκρατική αφήγηση της απόλυτης λευκότητας, της καθαρότητας και αγνότητας των μνημείων ως ορόσημο της κλασικής αρχαιότητας, η οποία και τοποθετούνταν ως πολιτισμική αφετηρία του δυτικού κόσμου.

Έτσι, η περίφημη φράση του στρατηγού Μακρυγιάννη «για αυτά πολεμήσαμε» αναδύθηκε ως ένας διαστρεβλωμένος ιδεολογικός πυλώνας του νεοσύστατου έθνους-κρατους της Ελλάδας, και η αρχαιολογική θέση της Ακρόπολης ως ένας τόπος μνημειακής αστικότητας και ένα σταθερό σημείο ιδεολογικής αναφοράς. Ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα είχαν ξεκινήσει να κατεδαφίζονται τα Οθωμανικά και νεώτερα αρχιτεκτονήματα της θέσης, συμπεριλαμβανομένου και του εντυπωσιακού οθωμανικού μιναρέ. Η βιογραφία της αρχαιολογικής θέσης που εντοπίζεται από τη Νεολιθική εποχή, συνεχίζει στην Εποχή του Χαλκού, σε όλες τις φάσεις της ελληνορωμαϊκής αρχαιότητας, στο βυζάντιο και στην οθωμανική κυριαρχία, στη σύσταση του ελληνικού κράτους και στη νεωτερική και μετά-νεωτερική ιστορία. Η ιστορικότητα του χώρου έχει καταστρατηγηθεί ανελέητα, έχει παραγκωνιστεί χωρίς αιδώ, αποσιωπάται και καταστρέφεται συστηματικά και μαζί της καταστρέφεται και η ίδια η ιστορικότητα της πόλης της Αθήνας, που αναγκάζεται να έρχεται σε μόνιμη αντιπαραβολή με μια καλοστημένη φαντασία και μια παράλληλη εξωχρονική και εξώ-κοινωνική αφήγηση που ουδέποτε υπήρξε σε πραγματικό επίπεδο.

Πάνω σε αυτή την νέο-αποικιοκρατική συμβολοποίηση της Ακρόπολης, οι ναζιστικές δυνάμεις κατοχής επέλεξαν να υψώσουν την αιματοβαμμένη σβάστικα το 1941 ως πράξη επανοικειοποίησης ενός χώρου που ιδεολογικά θεωρούσαν κατοχυρωμένο ως δικό τους. Η αποκαθήλωση του ναζιστικού συμβόλου από τους αριστερούς αγωνιστές Μανόλη Γλέζο και Λάκη Σάντα αποτελεί ακόμα και σήμερα ένα κομβικό σημείο στην ιστορία της αντίστασης ενάντια στις ναζιστικές δυνάμεις, προσδίδοντας στο μνημείο ακόμα μια ιστορική πτυχή στη μακρά βιογραφία του.

Ο Μανόλης Γλέζος και ο Λάκης Σάντας κατεβάζουν τη ναζιστική σημαία από την Ακρόπολη. Σκίτσο της εποχής.

Συνεχίζοντας, αυτή η εξωχρονική και εξώ-κοινωνική αφήγηση αποτελεί και τη διαχρονική μάστιγα της ίδιας της αρχαιολογικής έρευνας στην Ελλάδα. Η ελληνική αρχαιολογία θεωρεί δεδομένο το διεθνές ενδιαφέρον για την ελληνική αρχαιότητα στην ακέραιη στοχαστική μορφή που είχε τον 17ο και 18ο αιώνα, τις περισσότερες φορές προφέροντας σθεναρή άρνηση σε οποιοδήποτε αναθεωρητικό στοχασμό, σε οποιαδήποτε συζήτηση που ανοίγεται σε παγκόσμιο επίπεδο σχετικά με την αντίληψη και την ανασύνθεση του αρχαιολογικού παρελθόντος. Με μια σχεδόν φετιχιστική εμμονή, η ελληνική αρχαιολογία προβάλλει αποκλειστικά τον υλικό πολιτισμό του παρελθόντος ως κάτι το αυτόνομο και ανιστορικό. Το ιστορικό και αρχαιολογικό πλαίσιο μετατρέπεται σε μια γραμμική χρονολογική διάσταση και η ανθρώπινη δραστικότητα παραμένει ακόμα και σήμερα απούσα και ανέγγιχτη. Τα αρχαιολογικά ευρήματα αιωρούνται στον χώρο και στον χρόνο,ενώ οι ανθρώπινες κοινωνίες εντός των οποίων κατασκευάστηκαν, διαμορφώθηκαν και διανεμήθηκαν είναι μονίμως καταδικασμένες σε μια ιστορική αδράνεια. Η μόνη ερμηνεία που αποδίδει η επίσημη ελληνική αρχαιολογία στα αρχαιολογικά υλικά κατάλοιπα είναι ασφυκτικά νεωτερική, δηλαδή ως ένα συστατικό κομμάτι του εθνικού αφηγήματος της φυλετικής και αόριστα πνευματικής συνέχειας.

Έτσι, τα αρχαιολογικά μνημεία βρίσκονται μονίμως αποκρυσταλλωμένα από οποιαδήποτε άλλη ιστορική ερμηνεία και, αντιστοίχως, βρίσκονται μονίμως αποκομμένα από την σύγχρονη κοινότητα. Δεν δημιουργούν καινούριες και δυναμικές ιδεολογικέςταυτότητες, δεν αποτελούν ενεργό μέρος μιας έμπρακτα βιωμένης καθημερινότητας, αλλά παραμένουν σε ένα φαντασιακό βάθρο όπου το εθνικό αφήγημα επιβάλλει μόνο το συναίσθημα ενός αλλόκοτου, εξωπραγματικού δέους στον εκάστοτε επισκέπτη. Για να ενισχυθεί η αντίληψη ότι τα μνημεία είναι αποκομμένα από τον λαό, δίνονται προς χρήση αποκλειστικά στην αστική τάξη, σε όσους μπορούν χρηματοδοτήσουν την αξιοποίηση του μνημείου εξίσου συμβολικά αλλά με ξεκάθαρη έμφαση στην αγοραστική αξία του.

Σε αυτό το σημείο συνήθως προκύπτουν και τα ζητήματα αισθητικής που έχουν κατακλύσει την καθημερινότητα μας τον τελευταίο χρόνο. Τα έργα αναδιαμόρφωσης του αρχαιολογικού χώρου της Ακρόπολης κατέληξαν σε τσιμεντοστρώσεις για την κατασκευή ενός παράταιρου διαδρόμου ως λύση σε μια υποτιθέμμενη πιο εύκολη προσβασιμότητα στους χώρους των μνημείων. Αυτή η εύκοληπροσβασιμότητα θα φέρει και υποτιθέμμενο μεγαλύτερο κέρδος. Έχει ήδη χυθεί αρκετό μελάνι για την τσιμεντόστρωση της ακρόπολης, ένα παρεμβατικό έργο που αλλοιώνει την ιστορικότητα των αρχιτεκτονημάτων, καταστρέφει τμήματά του αρχαιολογικού χώρου και αποτελεί μια τελείως ανταισθητική επιλογή από άποψη μνημειακής συντήρησης.

Φωτογραφία από το αρχείο της αρχαιολόγου Δέσποινας Κουτσούμπα από την πρόσφατη τσιμεντόστρωση του αρχαιολογικού χώρου, Μάρτιος 2021.

Η αρχαιολόγος Δέσποινα Κουτσούμπα μέσα σε μια τραγική προοικονομία, είχε χαρακτηρίσει την κατασκευή του τσιμεντένιου διαδρόμου ως «πασαρέλα». Με το πρόσχημα της «διαφήμισης» των μνημείων δόθηκε το πράσινο φως από το ΚΑΣ, σε μια ιστορία που επαναλαμβάνεται ταυτόχρονα ως τραγωδία και ως φάρσα, στον οίκο Dior.Ένα πρόσχημα χυδαίο και ανυπόστατο, προσβλητικό για την ιστορική μνήμη των αρχαιολογικών μνημείων αλλά και για τους ίδιους του ευσυνείδητους πολίτες της χώρας. Κυρίως γιατί η ίδια η ιστορική μνήμη των συγκεκριμένων μνημείων έχει αλλοιωθεί και καταστραφεί τόσο ριζικά και βαθιά, έπειτα από τόσες αντεπιστημονικές παρεμβάσεις που επιμένουνεμμονικά σε μια φαντασιακή αποτύπωση του 5ου αιώνα, του αιώνα κατασκευής του Παρθενώνα. Με την αδειοδότηση του ΚΑΣ, ο 5ος αιώνας π.Χ συναντά αποκλειστικά την ελεύθερη αγορά, είτε αυτή μεταφράζεται σε πασαρέλες και φωτογραφίσεις μεγάλων οίκων μόδας, είτε σε κιτς εθνικιστικές εξάρσεις με παράφωνες ψευτό-σοπράνο, είτε σε διαφημίσεις κάθε είδους.

Ο καθηγητής αρχαιολογίας Γιάννης Χαμηλάκης είχε τονίσει πριν λίγο καιρό σε άρθρο του στην εφημερίδα Αυγή: «Η Ακρόπολη λειτουργεί μετωνυμικά ή μάλλον συνεκδοχικά για όλο τον δημόσιο χώρο και εντέλει για την κοινωνία, όπως οι υπέρμαχοι αυτής της λογικής οραματίζονται: δίχως Ιστορία, δίχως «επιμειξίες», δίχως τα ίχνη των πολλών ανθρώπων και των πολλών πολιτισμών που πέρασαν από τον τόπο αυτό.»Έτσι, όλες οι εργασίες που λαμβάνουν χώρα στο μνημείο γίνονται με τη μορφή χορηγίας για την αναγκαία υστεροφημία, για την πολυπόθητη πλάκα που θα αναγράφει τα ονόματα των ευεργετών και των εκτελεστικών τους οργάνων. Για έναν πολυπόθητο ανταγωνιστικό τίτλο σε μια διεθνή κολεξιόν, την οποία θα παρακολουθήσουν όλοι οι γνωστοί κηφήνες της εγχώριας και διεθνούς showbiz, σε θέσεις VIP. Για μια ιστορική συνέχεια αποκλειστικά με βάση την ανάγνωση της προόδου όπως αυτή γίνεται αντιληπτή στην ελεύθερη αγορά, στουςμαρκετίστικους κύκλους και στις πολυεθνικές εταιρείες, όπου ο πολιτισμός είναι ένα προϊόν που πουλιέται, αγοράζεται και νοικιάζεται κατ’επίφαση.

Μια εμβληματικά καλοστημένη μπίζνα, κατασκευασμένη πάνω σε ένα αποσπασματικό παρελθόν με σκοπό το κέρδος της αστικής τάξης, που με την ίδια ευκολία που πουλάει τσίχλες και τσιγάρα, πουλάει και εθνικά αφηγήματα.