Ο Ατλαντικός ωκεανός ο μαύρος,
ο Ατλαντικός ωκεανός ο λασπωμένος,
δεν είναι το Αιγαίο που αγάπησα.
Ηλίας Πετρόπουλος

Το καλοκαίρι μας βρίσκει καθισμένους σ’ αναμμένα κάρβουνα. Οι συζητήσεις για τις διακοπές έχουν ξεκινήσει απ’ τον Μάη. Όσοι δουλεύουν ακόμη τακτικά, μετράνε τις μέρες πριν την έναρξη της άδειας και τσακώνονται με τους συναδέλφους τους για τις ημερομηνίες. Οι λοιποί, οι περισσότεροι μάλλον πια, μετράνε χωρίς ενοχές τα φραγκοδίφραγκα και αναζητούν τρόπους φτηνής απόδρασης απ’ το κλεινόν άστυ.
Κι εγώ, όποτε μπαίνει το καλοκαίρι, αρχίζω να σκέφτομαι το Αιγαίο. Κάποιοι αναζητούν το πράσινο του Ιονίου και τις άγνωστες παραλίες της Πελοποννήσου ή της Εύβοιας, άλλοι ανακαλύπτουν εκ νέου τα χωριά των παππούδων τους, αλλά εγώ τίποτα: το καλοκαίρι δεν έρχεται αν δεν ανέβω τη σκάλα του καραβιού. Για να βρω τι;

Κάτι που έχει χαθεί. Σε παλαιότερες, ρομαντικότερες εποχές, πριν ο κόσμος γεμίσει με κινητά τηλέφωνα, ψηφιακές φωτογραφικές μηχανές και βιντεοκάμερες, το ταξίδι με τα σαπιοκάραβα των ελλήνων εφοπλιστών προς τα νησιά του Αιγαίου ήταν μια περιπέτεια αγγελοπουλικών διαστάσεων. Ως ταξιδιώτης είχες την ευτυχία να νιώσεις λίγο σαν εκείνη την κουκίδα στο βάθος του πλάνου: ήσουν μέρος ενός ευρύτερου σχήματος που, αν και δεν μπορούσες να επηρεάσεις, δεν θα υπήρχε χωρίς εσένα, ήσουν κάτοχος της αλήθειας που σου αναλογούσε σ’ αυτό το σχήμα και δεν μπορούσες, ούτε ήθελες, να απαντήσεις στο πρώτο ερώτημα που τίθεται σε όλες τις επαφές μέσω κινητής τηλεφωνίας: Πού είσαι;

Πού θέλεις να είμαι; Ταξιδεύω μ’ ένα καράβι στην επιφάνεια του Αιγαίου. Δεν έχω πυξίδα, ούτε GPS. Γύρω μου παντού νερό και στα δεξιά μας τώρα βλέπω κάτι βράχια. Όχι, όχι τα Ίμια. Πριν λίγο είδαμε και κάτι δελφίνια. Και οι γλάροι, βέβαια, μας ακολουθούν. Ποιος ξέρει γιατί. Τι λες; Δεν σ’ ακούω καλά, δεν έχω σήμα. Όχι, δεν ξέρω πού πάω. Τι σημασία έχει; Έβγαλα εισιτήριο για το πρώτο λιμάνι, αλλά μπορεί να κατέβω και πιο μετά. Ναι, δεν τσεκάρουν εδώ. Όχι, δε φυσάει. Ναι, στέκομαι στην πρύμνη και βλέπω το ηλιοβασίλεμα. Τα χέρια μου είναι ήδη αλμυρά. Κι ο προορισμός αργεί ακόμη.

Έλα, μ’ ακούς; Παράξενο, διότι μόλις πέταξα το κινητό στη θάλασσα. Μη με ρωτάς γιατί, δε θέλω να σου πω τίποτα, δεν σ’ ακούω πλέον, η φωνή σου μ’ ενοχλεί. Δεν έχω τίποτα να σου περιγράψω. Δεν χρειάζεται. Δεν βρίσκω λόγια, βρε αδερφέ. Αν άκουγες τον άνεμο, αν ακούς τις μπουρμπουλήθρες, αρκεί. Μέχρι τι βάθος άραγε υπάρχει επαρκές σήμα; Πόσες οργιές κάτω απ’ την επιφάνεια του Αιγαίου μπορεί να έχουμε κρύψει αυτή την αίσθηση της κουκίδας; Κάτι είχε ψυλλιαστεί ο Σεφέρης: «Το ξέραμε πως ήταν ωραία τα νησιά / κάπου εδώ τριγύρω που ψηλαφούμε / λίγο πιο χαμηλά ή λίγο πιο ψηλά / ένα ελάχιστο διάστημα».

Σήμερα, ταξιδεύοντας στο Αιγαίο είσαι άλλου τύπου κουκίδα. Λίγο τα νεότερα σκαριά με τα καταναλωτικά φαστ φουντ τους, λίγο η ναρκισσιστική μανία της απαθανάτισης κάθε ασήμαντης στιγμής για να καταλήξει στο timeline των φίλων του Facebook, λίγο η στενότητα των πόρων και η κατάρρευση των βεβαιοτήτων εξαιτίας της οικονομικής κρίσης, μας μετέτρεψαν σε άλλα ζώα, λιγότερο υδρόβια.

O tempora, o mores, θα έλεγε κανείς. Όμως καθώς πέφτω στην παγίδα της εξιδανίκευσης του παρελθόντος, απ’ το οποίο διαλέγουμε πάντα να θυμόμαστε ό,τι συμφέρει περισσότερο την σημερινή μας ερμηνεία του κόσμου, έρχεται ο Μισέλ Φουκώ να μ’ επαναφέρει σε τάξη: «Νομίζω ότι υπάρχει μια διαδεδομένη και εύκολη τάση την οποία πρέπει να καταπολεμήσουμε. Η τάση αυτή είναι να χαρακτηρίζουμε κάθε πρωτόφαντο πράγμα σαν τον κυριότερο εχθρό, σαν να ήταν ανέκαθεν η κυριότερη μορφή καταπίεσης από την οποία πρέπει να απελευθερωθούμε. Αυτή η απλή στάση έχει ορισμένες επικίνδυνες συνέπειες: πρώτον, μια κλίση να αναζητάμε κάποια φτηνή μορφή αρχαϊσμού ή κάποιες φανταστικές παρωχημένες μορφές ευτυχίας τις οποίες ποτέ δεν είχαν οι άνθρωποι. Για παράδειγμα, στους τομείς που μ’ ενδιαφέρουν, είναι πολύ διασκεδαστικό να δει κανείς πώς περιγράφεται η σύγχρονη σεξουαλικότητα σαν κάτι εντελώς φρικτό. Να σκέφτεσαι πως σήμερα μπορεί κανείς να κάνει έρωτα μόνο όταν κλείσει την τηλεόραση! Και μόνο σε κρεβάτια που παράγονται μαζικά! ‘‘Όχι σαν εκείνη τη θαυμάσια εποχή όπου …’’. Λοιπόν, τι να πούμε για κείνες τις θαυμάσιες εποχές όπου οι άνθρωποι δούλευαν δεκαοχτώ ώρες τη ημέρα και κοιμούνταν έξι μαζί σ’ ένα κρεβάτι, αν ήταν τυχεροί να ‘χουν κρεβάτι! Σ’ αυτό το μίσος του παρόντος ή του πρόσφατου παρελθόντος υπάρχει μια επικίνδυνη τάση επίκλησης ενός τελείως μυθικού παρελθόντος. Δεύτερον, υπάρχει το πρόβλημα που έθεσε ο Habermas: αν εγκαταλείψουμε το έργο του Kant ή του Weber λ.χ., διατρέχουμε τον κίνδυνο να κυλήσουμε στον ανορθολογισμό».

ΥΓ. Και μην ξεχνάς: Η επιθυμία σου να αποδράσεις είναι αντιστρόφως ανάλογη με τον όγκο των αποσκευών σου.